Further tags

Αδρανώ, ψωλάρω, μαλακίζομαι, τον παίζω, κωλοβαράω, δεν δουλεύω ενώ θα έπρεπε, δεν κάνω σωστά τη δουλειά μου γιατί είμαι άχρηστος.

Το να κόβεις χαλβά δεν ούτε δύσκολη δουλειά είναι ούτε καμιά επιστήμη, επομένως όποιος το κάνει για επάγγελμα στην ουσία δεν κάνει τίποτα. Θυμίζει τις ρητορικές ερωτήσεις μπρίκια κολλάμε;, τζιτζίκια πεταλώνουμε;, μαλλιά αγγέλου ζαχαρώνουμε;, καταΐφια χτενίζουμε; κτλ.

  1. Από εδώ:

Παράλληλα, καλό θα ήταν, εάν οι – αρκετοί- βουλευτές όλων των παρατάξεων που δεν «κόβουν χαλβά» στη Βουλή αλλά διακρίνονται για το ενδιαφέρον τους για τα κοινά και την ευαισθησία τους απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα υποβάλλοντας συνεχώς γραπτές ή επίκαιρες ερωτήσεις, υπέβαλαν μια ερώτηση στον κ. Χρυσοχοίδη για τον νεαρό δημοσιογράφο.

  1. Από εδώ:

Τα άτομα είναι εντελώς UFO. Χαβαλέδες. Κόβουν χαλβά. Έχω στείλει 3-4 emails και τους ρωτάω: έχετε λάβει το fax μου από 2/10/06; Καμία απάντηση. Παίρνω ΣΥΝΕΧΩΣ τηλέφωνο και βγαίνει αυτόματος τηλ/της.

  1. Από εδώ:

Να μη δούμε επίσης αραχτά με τις ώρες ζευγαράκια πού να κάνουν «ότι ξέρουν να κάνουν» και οι φυλάσσοντες εκεί αστυνομικοί ή σεκιουριτάδες να κόβουν χαλβά ή να παρίστανται σαν να κρατάνε φανάρι [...]

Got a better definition? Add it!

Published

Λεξικογραφημένο για τις περισσότερες σημασίες του, π.χ. στον Τριανταφυλλίδη. Κυρίως έλειπε η τέταρτη παρακάτω περίπτωση.

Ο έλεγχος, η ρύθμιση, η επιβολή της εξουσίας μου σε ανθρώπους ή καταστάσεις, η χορήγηση δεσμευτικών οδηγιών. Ειδικότερα:

  1. Ο εξουσιαστικός έλεγχος επί ανθρώπων. Όποιος κάνει κουμάντο είναι ο φανερός ή παρασκηνιακός επικεφαλής. Ο λόγος του είναι προσταγή για τους εμπλεκομένους.

  2. Ο έλεγχος σε άψυχα (συνών: κάνω καλά, κάνω ζάφτι). Η ρύθμιση καταστάσεων, η δρομολόγηση των διαδικασιών. Ο καταμερισμός των ρόλων, ο προγραμματισμός των δαπανών και των πόρων. Βλ. και τα κουμάντα μου, με τα ενδιαφέροντα και συμπληρωματικά του παρόντος σχόλια.

  3. Η επικράτηση μιας προσωποποιημένης δύναμης (το άψυχο σαν υποκείμενο).

  4. Οι οδηγίες ενός πεζού στον οδηγό αυτοκινήτου για να κάνει έναν δύσκολο ελιγμό (κυρίως παρκάρισμα/ξεπαρκάρισμα). Άσχετο: Στα τεθωρακισμένα αυτός που κάνει κουμάντο τον οδηγό του άρματος λέγεται οδηγός εδάφους.

Εκ του ιταλικού comando=εντολή, διαταγή.

Παράγωγα: κουμαντάρω (ρ.), κουμανταδόρος (ουσ.), κουμανταδόρικος (επίθ.).

  1. - Μεγάλη μονάδα ρε συ, να έρθουμε καμιά μέρα να κάνουμε κρούση για τα μηχανήματα με τα αναψυκτικά. Για πες εσύ που ξέρεις, ποιος είναι διοικητής εδώ;
    - Γάμα τον διοικητή, ένας κοιμήσης είναι, συνέχεια βολτάρει με το τζιπάκι. Τον υπόδικα να πιάσεις, αυτός κάνει κουμάντο εκεί μέσα.

2α. - Χαλβαδιάζω μια hayabusa τελευταία...
- Σιγά μην πάρεις και εφ δεκάξι. Ρε άκυρε, ακόμα το παπί δεν μπορείς να κάνεις κουμάντο, μου θες και χαγιαμπούσες.

2β. - Στο γλέντι έχουμε συγκεκριμένες θέσεις;
- Α μπα, έχω βάλει όμως τον Γιωργάκη να κάνει κουμάντο τους καλεσμένους, να στέλνει της νύφης από 'δω του γαμπρού από 'κει, του κουμπάρου παρακεί και τέτοια.

2γ. - Αφεντικό έχω χάσει την μπάλα με τις πληρωμές.
- Θέλει μια μέρα να βάλουμε κάτω τους λογαριασμούς και να κάνουμε ένα κουμάντο ποιος έχει να παίρνει τι, γιατί αλλιώς θα την πατήσουμε.

  1. - Καλά ρε, γιατί δεν σηκώνει κανένας το ανάστημά του εκειπέρα, που κάθονται και ακούνε τις μαλακίες του κάθε χτεσινού προϊσταμένου;
    - Φίλε, ο φόβος κάνει κουμάντο στην εταιρεία, έχουν ακουστεί πολλά για απολύσεις τελευταία.

  2. - Ε ρε πστ! Πιο κολλητά δεν μπορούσε να παρκάρει αυτός; Έχει και κοτσαδούρα και δεν μπορώ να υπολογίσω...
    - Να βγω να σου κάνω κουμάντο;
    - Άσε, την παλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ’ αρχήν, το εγκεφαλικό επεισόδιο. Μακριά από μας.

Καθ' υπερβολήν λέμε «παθαίνω εγκεφαλικό» όταν μαθαίνουμε άσχημα νέα, συνειδητοποιούμε μόλις το μέγεθος μιας αναποδιάς. Κι αυτό γιατί μας έρχεται μια σκοτοδίνη, μια θολούρα στο μυαλό, από το βάρος των κακών μαντάτων των οποίων τις συνέπειες το μυαλό μας αρνείται να συλλάβει μονοκόμματα. Μ’ άλλα λόγια: μας έρχεται νταμπλάς, παθαίνουμε ντουβρουτζά.

Από την σκοπιά της ψύχραιμης επιστημονικής γλωσσολογίας ή φιλολογίας ή και γλωσσοφιλίας αν θέλετε, η έκφραση κινείται μεν στα πλαίσια της σλανγκιάς, αλλά νταξ, είναι κάπως. Γίνεται πιο ενδιαφέρουσα όταν μπαίνει στον πληθυντικό ή όταν αναφέρεται σε θετικό γεγονός ή και τα δύο.

Εάν εννοήσουμε άλλο προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, εγκεφαλικό μπορεί να είναι το σεξ, μια ταινία, μια οποιαδήποτε εμπειρία που προσφέρει περισσότερο διανοητική παρά συναισθηματική ή σωματική απόλαυση.

  1. Από εδώ (διασκευή):
    Πριν χρόνια είχα ένα laptop της HP. Μου χαλάει το cd-writer το πάω στο service και μου ζητάνε για αντικατάσταση περίπου 400 euro . Τρελαίνομαι και ψάχνω στο Internet, βρίσκω το ιδιο cd στα 90 euro καινούργιο + έξοδα αποστολής. Η πλάκα: το cd τελικά δεν είναι χαλασμένο. Αφου παθαίνω μερικά εγκεφαλικά στέλνω πλήρως ενημερωτικό email στην εταιρία (USA) και έπειτα στην Ελλάδα. Αφού με παίρνουν τηλ. για τις απαραίτητες συγνώμες [μπλα μπλα]

  2. Από εδώ:
    Η Νότα συνέχιζε να λέει τρέχω εγώ ψάχνω το δελτίο, πουθενά το δελτίο. Κάνω τον κόσμο άνω κάτω, το ανακαλύπτω μέσα στο τσεπάκι του πουκαμίσου στα άπλυτα. Μπαίνω στην σελίδα του ΟΠΑΠ και βλέπω .... 1 2 3 4 5 και joker .... OΛΑ !!!! Πάω να δω 1 επιτυχία στην κατηγορία 1..... Παναγιά μου δώδεκα εκατομμύρια είναι δικά μου .... παθαίνω ένα εγκεφαλικό και ένα έμφραγμα και εντελώς ξαφνικά ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα.

  3. Από εδώ:
    Ξαναγυρίζω λοιπόν στη Συγγρού. Όπου πάνω στη μηχανή εκεί στις 4 τα ξημερώματα, έχω γυρίσει το κεφάλι δεξιά και ψάχνω για πουτάνες που ξεμείνανε. Εκεί λίγο μετά το Πάντειο, δίπλα στη στάση, παθαίνω το εγκεφαλικό. Επί της Συγγρού -όχι στον παράδρομο, πάνω στον κεντρικό δρόμο- βλέπω… έναν κώλο! Έναν αντρικότατο, ολόκληρότατο, ξυρισμενότατο, κώλο. Ο τύπος φόραγε ψηλοτάκουνα, καλσόν, μπλούζα και… τίποτα από κάτω! [...] Σας πλιζάρω λοιπόν αγαπητά μου τραβελουάρ. Μαζευτείτε λίγο. Μην περνάτε τα όρια. Εμείς σας σεβόμαστε. Σεβαστείτε και εσείς εμάς ε;

  4. Από εδώ:
    Κι εκεί, που λες, που το ματς κυλούσε μια χαρά, γίνεται ανακοίνωση από τα μεγάφωνα της Τούμπας: «Αλλαγή για τον ΠΑΟΚ, στο παιχνίδι μπαίνει ο… Γιασεμάκης Γιασεμή!» Με το που τον βλέπω, γιατρέ, να μπαίνει στο γήπεδο, παθαίνω δέκα εγκεφαλικά!

  5. Από εδώ: Γιατί, ἑνάμισυ δισεκατομμύριο Κινέζων παθαίνουν τέσσερα ἐγκεφαλικὰ ἐν σειρᾷ, ἂν φᾶνε σκορδαλιά; Γιατὶ οἱ Κρητικοὶ δὲν ἀντέχουν τὸ κλαρίνο; Γιατὶ οἱ πρωτοκαπετάνιοι Κρητίκαροι, λιποθυμοῦν ἀπὸ φόβο καὶ ἐπὶ τῇ θέᾳ ἀκόμη τῆς καυτερῆς πιπεριᾶς, ποὺ λαίμαργα λατρεύουν οἱ Μακεδόνες; (Σ.ς.: wtf;)

Got a better definition? Add it!

Published

Σε περιπτώσεις μακροχρόνιας αγαμίας. Τα γάλατα είναι βέβαια το σπέρμα, καθώς όπως είναι γνωστό γίνεται πιο παχύρρευστο όταν η περίοδος μεταξύ των εκσπερματώσεων αυξάνει.

-Άσε φιλαράκι, από τότε που χώρισα με την Παναγιώτα έχω να πηδήξω, δεν πάει άλλο, σφίξανε τα γάλατα. Πρέπει να σπρώξουμε...

the plot chikens. (από jesus, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση πειραχτική έως ελαφρώς προσβλητική, που χρησιμοποιείται για να τονιστεί η ακουστική ανικανότητα κάποιου (συνήθως ατόμου προχωρημένης ηλικίας).

Χ: - Κύριε Επαμεινώνδα, θα μου επιτρέπατε να ξεσκίσω τον πάτο της κορούλας σας;;
Κ. - Επαμεινώνδας: Ναι, ναι παιδί μου. Είναι καλή η βροχούλα. Ποτίζονται και τα φυτά μου που δε μπορώ να τα ποτίζω κάθε λίγο και λιγάκι.
Χ: - Χαχαχα!
Ψ: - Καλά δε ντρέπεσαι ρε λίγο, γέρο άνθρωπο; Κι αν σ' ακούσει;
Χ: - Άσε ρε που θα με ακούσει το χούφταλο. Αυτός ρε δεν ακούει ούτε τη σκέψη του. Παρεμπιπτόντως, η κόρη του, αν και σαραντάρα, έχει κάτι μαστάρια... κόλαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος χρησιμοποιεί τη λέξη «πιπίλα», θέλει να τονίσει την τελειότητα μιας κατάστασης ή το φοβερό αποτέλεσμα που είχε κάποια ενέργειά του.

Επίσης χρησιμοποιείται και το παράγωγο «πιπιλένιος, -α, -ο» για αντικείμενα ανάλογης αξίας, καθώς και το «πιπιλοκατάσταση» ή «πιπιλοκατάστα».

  1. Πω πω ρε συ Γιώργη, χθες πήγα με την Τούλα στα «Παραγάδια», ξέρεις, την ψαροταβέρνα στου Ψυρρή και μετά η βραδιά συνεχίστηκε με παθιάρικο σεξ στο αυτοκίνητο... Πιπίλα σου λέω ήτανε!!

  2. - Τι λέει Κώστα; Σου αρέσει η αμαξάρα μου;
    - Μόνο;;; Πιπίλα / πιπιλένιο είναι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Σούλι είναι περιοχή της Ηπείρου όπου το νερό δεν ευρίσκεται σε ικανοποιητική επάρκεια. Ο επιθετικός προσδιορισμός “Σουλιώτικο” λοιπόν, εν προκειμένω, δεν υποδηλώνει τόσο γεωγραφικό ή τοπικό προσδιορισμό, ούτε ενέχει κάποια εθνικοπατριωτική σημασία, όσο εννοεί την έλλειψη υγρής τριβής μεταξύ δυο η περισσότερων τριβομένων επιφανειών.

Κατά συνέπεια, όπως ορθώς θα έχετε αντιληφθεί, ως σουλιώτικη χαρακτηρίζεται η στεγνή, ξηρά, άνευ σιέλου ή έτερου λιπαντικού σεξουαλική συνεύρεση, η οποία και συνοδεύεται αναπόφευκτα και με έντονη αίσθηση άλγους.

Κατ' αντιστοιχία αναφέρεται και το «σουλιώτικο ξύρισμα» που πραγματοποιείται όχι μόνον απουσία αφρού ξυρίσματος, αλλά και με την ολοσχερή έλλειψη ή άνευ χρήσης του απλού ύδατος.

- Την έστρωσα κάτω και της έκανα ένα γαμήσι ...σουλιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όσο και αν φαίνεται παράξενο, η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει με έντονο πάθος τον γνωστό αισθησιακό ερωτικό χορό «Τανγκο» είτε ευρωπαϊκό, είτε αργεντίνικο.

- Κοίταξε τους, κοίταξε τους, πως χορεύουν!!
- Αυτό φίλε μου δεν είναι χορός, είναι μισό γαμήσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απορρέουσα από τις αρχές της κλασσικής μηχανικής, η συγκεκριμένη φράση υποδηλώνει τη μετατροπή ενός ατόμου από ένα άλλο σε υποβοήθημα για την επίτευξη των στόχων του δεύτερου, με αποτέλεσμα ο δεύτερος να καταβάλλει μικρότερη προσπάθεια απ' την απαιτούμενη κι ο πρώτος ουσιαστικά να τραβάει όλο το λούκι.

Λόγω του απαραίτητου της παρουσίας δύο (αριθμ. 2) ατόμων για την παράθεση της προαναφερθείσας φράσης, είναι περισσότερο από προφανές και σχεδόν στατιστικά βέβαιο ότι απαντάται σε έγγαμα ή συμβιώσαντα ζεύγη (αλόγων, αγελάδων, ανθρώπων κλπ).


[i]Μοχλός (μια απ' τις σπουδαιότερες εφευρέσεις μετά τον τροχό):(Συνήθως) άκαμπτο αντικείμενο ραβδόμορφου σχήματος που συνδυαζόμενο με ένα υπομόχλιο μπορεί να πολλαπλασιάσει τη δύναμη που ασκούμε στη μία άκρη του με σκοπό τη μετακίνηση αντικειμένου που βρίσκεται στην άλλη.

- δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσω (Αρχιμήδης)[/i]

- Ρε Νώντα, κατέβασέ μου μια στιγμή το σερβίτσιο από το πάνω ράφι...
- Αμάν ρε Λίτσα πια! Φέρε το 'να, πήγαινε τ' άλλο, κατέβασε αυτό... μ' έχεις κάνει μοχλό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσα μεγάλη και βρώμικη ενός μπρουτάλ ωμοσέξουαλ (ίσως και χοντρού, ο οποίος όμως βλέπει τον πούτσο του!), με όλες τις δυνατές μεταφορές και μετωνυμίες.

Ο όρος έγινε δημοφιλής από τον ράπερ Μικρό Νjικόλα και τους στίχους: «τσίμπα το γουρουνοπούτσι του Νjικόλα του τρελού. Θέλεις το καυλjί του αλλουνού, δεν πειράζει, ίδιο είναι και αυτού» (βλ. το βιντεάκι).

Ανοίγονται, βέβαια, τα ερωτήματα πόσα εκατοστά μπορεί να είναι το γουρουνοπούτσι ενός ενδεκάχρονου, πόσο περήφανοι είναι οι γονjείς του μικρού Νjικόλα (αλλά και ο παπάς του άι Νjικόλα) για τον λεβέντη τους. Όλα τα λεφτά, ωστόσο, είναι ο προβληματισμός του άσματος για την φύση της επιθυμίας, που επιζητεί πάντα τον φαλλό του Άλλου, ενώ κατά βάση «ίδιος είναι και αυτού». Ο γούγλης δίνει λίγα χτυπήματα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία αναφερόμενα στον μικρό Νjικόλα, ενώ και όσα δεν αναφέρονται διατηρούν την έκφραση τσίμπα το γουρουνοπούτσι.

Έμμεση πάσα: Τζήζας.

τσιμπησαμε το γουρουνοπουτσι. Λογικό. Δεν έπαιξαν Σχορτσανίτης - Μπουρούσης. δε νομιζω να εκαναν τη διαφορα. Δε λέω ότι θα νικάγαμε αν έπαιζαν (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified