Λέγετε για κάποιον που φορτώνει στους άλλους τις δικές του υποχρεώσεις.
-Ρε, δεν με παρατάς που κι αυτό σε μένα θα το φορτώσεις! Εσύ κάνεις τον πούστη με ξένο κώλο!
Λέγετε για κάποιον που φορτώνει στους άλλους τις δικές του υποχρεώσεις.
-Ρε, δεν με παρατάς που κι αυτό σε μένα θα το φορτώσεις! Εσύ κάνεις τον πούστη με ξένο κώλο!
βλ. και με κώλο αλλουνού κι εγώ γίνομαι πούστης, κάνεις τον πούστη με ξένους κώλους, με ξένο κώλο πούστης (δεν γίνεσαι)
Got a better definition? Add it!
Επιχείρηση για την κάλυψη αναγκών μέσω «δανεισμού». Στις καταδρομικές επιχειρήσεις δεν στέλνεις γκάου-μπίου και εννοείται ότι αν η επιχείρηση καταλήξει σε φιάσκο, σύλληψη κλπ., κανείς δεν γνωρίζει τίποτα!
(Φαν): - Κυρ-Διοικητά, μας τελειώνει η άμμος και τα τούβλα!
(Δίκας): - Δόκιμε! Πάρε 3 κομμάντα και ένα Steyer και κάντε μια καταδρομική στην μάντρα του Μανουσογιωργάκη!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρίζει χαλαρή «φάση ζωής» κατά την οποία το υποκείμενο σπαταλά τον περισσότερο χρόνο του χωρίς να κάνει κάτι δημιουργικό. Αν δεν αναφέρεται σε μακρά χρονική περίοδο τότε μπορεί να υποδηλώνει και την στιγμιαία βαριεστημάρα.
Χαρακτηρίζει μία κατάσταση για την οποία πρέπει να γίνει κουβέντα μεταξύ φίλων για να ξεκαθαριστούν κάποια θέματα. Η κουβέντα αυτή θέλει αρκετό χρόνο και γίνεται πιο άνετα με συνοδεία φραπέ και συναφών.
Χαλαρή συνάντηση μεταξύ φίλων έτσι για να βρεθούνε.
Φραπεδοκουβέντες.
- Eκτοτε και λογο φοιτητικης ζωης εν οψη τα ψιλοπαρατησα και πηρα την αγουσα στην φραπεδοκατασταση τοτε.....
(εδώ)
- Aστο βρε Στελιο αφου ειναι παλιοραμολιμεντα δεν κουνιεται κανεις απο τη φραπεδοκατασταση που βρισκεται.....
(εδώ)
- Και τι θα κάνουμε με τις καινούργιες απαιτήσεις του Νίκου σχετικά με το moderation του forum;
- Φραπεδοκατάσταση, θέλει συζήτηση για να δούμε πως θα αντιδράσουμε
Got a better definition? Add it!
Οντολογικοσλάνγκ όρος αναφερόμενος σε πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις θεωρούμενες ως γεγονότα, ένεκα ψευδαίσθησης, αυθυποβολής, ή τυφλής πίστης του συλλογικού ασυνειδήτου, απορρέουσας από την έντεχνη και συνεχή προβολή τους ως πραγματικότητες.
Αναλυτικός ορισμός: Κάτι που γίνεται αποδεκτό σαν γεγονός παρά το ότι δεν είναι ή μπορεί να μην είναι, μία υπόθεση ή αυθαίρετος ισχυρισμός που αναφέρεται και επαναλαμβάνεται τόσο συχνά ώστε από τον πολύ λαό να εκλαμβάνεται ως αλήθεια.
Μετάφραση από το αγγλικό «factoid».
Αν αναρωτιέστε γιατί αυτό να μπει στο σλανγκ: διότι είναι ένας αδόκιμος, νεοεισηχθής «made-up» όρος, ακόμη κι αν επινοήθηκε από πανεπιστημιακούς κύκλους.
Θείος: Γεια σου, λαντ! Τι νέα από το λόγγο;
Ανιψιός: Γεια σου θείε ΜακΛήρ! Άσε, οι αγρότες σκιάχτηκαν το πρωί, αφού λένε πως αντίκρισαν τη Νέσυ, να έχει βγάλει το κεφάλι από τη λίμνη στην όχθη και να προσπαθεί να φάει ένα κοπάδι κατσίκες...
Θείος: Πφφφ, αυτό το «γεγονοειδές» της θέασης του τέρατος έχει επηρεάσει πολύ κόσμο και βλέπουν ό,τι θέλουνε, οι αγράμματοι...
Got a better definition? Add it!
Κοινώς, έχω πάθει πλάκα με κάτι που με έχει ενθουσιάσει καθηλώνοντάς με!
Χθες κυκλοφόρησα με το Χριστινάκι... ήταν και ντυμένο πολύ σέξυ... όταν μπήκαμε στο club είχαν παραδώσει όλοι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται στην πνευματική ανισορροπία κάποιου, αλλά χρησιμοποιείται και σε καταστάσεις ψυχικής και σωματικής πίεσης.
Συνώνυμα: τα χάνω, τα βλέπω όλα.
Ούγια σημαίνει το τελείωμα στο ύφασμα, μια λωρίδα / κορδέλα σφιχτοπλεγμένη. Αν φύγει, το ύφασμα αρχίζει να ξηλώνεται, εξού και ο συνειρμός.
- Πώς πάει το μαγαζί;
- Χέστα, μου έχει φύγει η ούγια στην δουλειά...
- Θα παντρευτείς την Λίτσα;
- Σου έχει φύγει η ούγια μου φαίνετα!ι
Got a better definition? Add it!
Πεντακάθαρο χωρίς ίχνος βρομιάς.
Σένιο, χωρίς προβλήματα.
- Κυρά-Κούλα στον έκανα γουλί τον καμπινέ!
(Κώστας Τσάκωνας στη «Μεγάλη Απόφραξη» - θέλει να πει ότι ξεβούλωσε τη λεκάνη από το σκέτο και ότι πλέον είναι έτοιμη προς χρήση και κατάχρηση χωρίς προβλήματα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που προσδίδει κύρος σε αυτόν που βρίσκεται στην παραπάνω κατάσταση. Είναι χαρακτηριστική φράση ενός νεοέλληνα.
- Μήτσο , έχεις να με δώσεις κάνα ψιλό ; δανεικά πάντα...
- Πού να σε δώσω ρε Τάκη έμεινα πανί με πανί και χρωστάω σε όποιον μιλάει Ελληνικά...
Got a better definition? Add it!
(κρητική διάλεκτος)
Καυλώνω / θέλω να κάνω σεξ και τρίβομαι στους άλλους /-ες. Χρησιμοποιείται κυρίως για τις κατσίκες, αλλά το χρησιμοποιούν και οι ανθρώποι μεταξύ τους.
Μου φαίνεται πως το Μαριώ θυμίζει, γιατί όλη με τριγυρίζει και μου πετά διάφορα!!
βλ. και μην τρίβεσαι στη γκλίτσα του τσοπάνη, κωλοτρίβομαι, πιπιλιέμαι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράσις αναφωνούμενη από απηυδησμένο, όταν εν μέσω φουρτούνας προβλημάτων έρχεται κάτι απροσδόκητο, στον βαθμό του ξεκάρφωτου, και επιβαρύνει τα πράγματα.
Επομένως, όταν η κατάστασή τινός είναι tres mounis που προσπαθεί να τη συμμαζέψει και του έρχεται ο άσχετος (εν προκειμένω, ο Ινδός) και του λέει τα δικά του, σε διάλεκτο «urdu», προφανώς δυχεραίνονται ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Boss:
- Σούλα μου, αύριο ξεκινάμε τον απολογισμό. Πρέπει να τον υποβάλουμε σε μία εβδομάδα στο Υπουργείο. Α, και μεθαύριο έρχονται αιφνιδιαστικά οι έξπερτς από την Κομισιόν. Με πήρε ο Σάκις και μου το σφύριξε. Πρέπει να ετοιμάσεις τα Πρωτόκολλα ΠΑ.ΠΑ.ΡΕ. και την αναλυτική έκθεση μέχρι αύριο το απόγευμα!
Σούλα:
- Δε μας φτάναν τα αιδοία, ήρθανε κι απ' την Ινδία...
%
Βλ. και είχαμε σκατά σακί, μας ήρθε και ταγάρι, όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε
Got a better definition? Add it!