Further tags

Παράφραση για κάλυψη-απόκρυψη του χέσιμο, διότι τα ποδανά έχουν γίνει ευρέως γνωστά.

Διαδοχικά: Χέσιμο => σιμόχε(ν) => σιμάο.

- Λοιπόν πρέπει να πάω για σιμάο επειγόντως.
- Βάστα ωρέ λίγο...
- Δεν γίνεται! Μου παίζει φώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα

- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαπολύω ηχηρό κλανίδι της συνομοταξίας «σκιστό». Θεωρείται από πολλούς «μητέρα όλων των πορδών» αν και οι ψαγμένοι μάλλον προκρίνουν τις κομπολογάτες.

Η παλαιά και κλασική αυτή έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως από απόμαχους της σλανγκ.

Προϊστορία: ο χασές είναι είδος βαμβακερού υφάσματος που σκίζεται κ(λ)άνοντας τον χαρακτηριστικό αυτό ήχο.

Αγγλιστί: the ripper.

Πελοπίδα καλύψου, η γερόντισσα ανασηκώνει πάλι το αριστερό της πόδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος «ζεν» αποτελεί Ελληνοκινεζο-σλάνγκ που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση γαλήνης, ψυχοσωματικής ισορροπίας, επικοινωνίας με άλλους κόσμους, προϊόντα διαρκούς υπερβατικού διαλογισμού και πνευματικής άσκησης.

Ευρύτερα, συμπεριλαμβάνει όλες εκείνες τις ιδιότητες του μοντέρνου δυτικού ανθρώπου που θαυμάζει και θέλει να αφομοιώσει την ανατολική φιλοσοφία, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να την καταλάβει, αλλά μπορεί να την «καταναλώσει» μέσα από απόπειρες γιόγκα, βιολογική διατροφή, σεμινάρια φιλοσοφίας και διαλογισμού κ.α. τυποποιημένα αγαθά made in Taiwan.

Σε ειδικές περιπτώσεις, πχ. σε αναφορά στη «μόνιμη γαλήνη», αντικαθιστά την μέχρι πρότινος δεσπόζουσα στο στερέωμα των Ινδοελληνο-σλανγκ φράση «είμαι σε φάση Νιρβάνας», η οποία είχε διαδοθεί ιδιαίτερα στα ενενήνταζ, χάρις στην εμφάνιση του ομώνυμου ροκ σχήματος ανακύκλωσης κιθάρων.

Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, όπου και ο μπάρμπα-Μπρίλιος από το αρβανιτοχώριον μπορεί να συνδεθεί στο ψαχτήρι και να κατεβάσει ταινίες όπως «Τίγρης και Δράκος» και «Kung-Pow», να παραγγείλει να του στείλουν «Μάνγκα» (αυτά είναι γιαπωνέζικα κόμιξ) και να μάθει για τον Κάπταιν-Κόζκο που θα πάρει τον Περαία, η επαφή με την Κινεζική κουλτούρα και φιλοσοφία μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ντοπιολαλιά.

Φυσικά, η χρήση ξένων όρων δεν ταυτίζεται νοηματικά με την εκφορά τους στη μητρική γλώσσα με συχνά αποτελέσματα κακοποίησης, όπως και στη χρήση του όρου «ΖΕΝ».

- Καλά, ε; Αυτός ο διατροφολόγος είναι και πολύ «ζεν» τύπος! Άκου να δεις! Με το που μπαίνω στο γραφείο του και χαζεύω τους βούδες και τους ελέφαντες νίντζα αυτός απλά κοιτώντας με μου έχει βγάλει τα κιλά μου, την ηλικία μου και το όνομα του σκύλου μου! Και καπάκια με ψεκάζει με ένα κινέζικο αδυνατιστικό άρωμα και με κοιμίζει! Και ξυπνάω την άλλη μέρα 2 κιλά ελαφρύτερος! Απίστευτο, σου λέω! Ενώ όλα αυτά τα'χα για τα ούρα, τώρα πιστεύω!

- Ρε μπας και ενώ κοιμόσουν σου έκλεψε κανένα νεφρό και νιώθεις ελαφρύτερος; Για κοιτάξου σε κάναν ουρολόγο και τράβα κατά Ινδία μεριά, μπας και ο δικός σου τα' στειλε πακέτο στο «Μάστερ» να τα σκοτώσει σε καμιά λαϊκή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπάκα, σε μεσήλικες ή άνω των 30 (κοροϊδευτικά) άνδρες.

Κάτι ο μεταβολισμός που αλλάζει όσο μεγαλώνουμε, κάτι η σαβουροφαγία, κάτι η έλλειψη άσκησης, όλα αυτά συνηγορούν στην αύξηση της λεγόμενης σαμπρέλας. Φαινόμενο ωστόσο που οι γνώστες και οι καταρτισμένοι αποδίδουν καθαρά στην ηλικία.

- Τι χάλι είναι αυτό ρε; Εσύ δεν ήσουν έτσι....
- Εεε, γεροντόπαχα!

- Μάλλον ξεφούσκωμα γίνεται με το ποδήλατο. Εγώ όσο περισσότερο κάνω τόσο στεγνώνω, εκτός από τα γεροντόπαχα στη μέση που φεύγουν τελευταία. (από cyclist-friends.gr)

(από joe909, 05/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αυτή την ατάκα προσπαθούμε εμμέσως (ευγενικά) να επισημάνουμε / απαντήσουμε στο συνομιλητή μας ότι η πρόταση / προτροπή που κάνει, πιθανότατα δεν θα πραγματοποιηθεί γιατί δεν θέλουμε εμείς ή έχουμε εκτιμήσει ότι δεν είναι πρόσφορη ή εύκολη (δηλ. την έχουμε ήδη αποκλείσει).

Επιπλέον, η αναφορά στο τρίτο πρόσωπο(-α) που εμπλέκεται στο θέμα, λειτουργεί ψυχολογικά ως καπέλωμα του δικού μας στάτους (συν το ότι δεν μπορούμε να αποφασίσουμε για αυτόν, ή το όλο θέμα δεν είναι κυρίως δικιά μας ευθύνη και μας θέλουν απλά ως μεσολαβητή), όποτε αισθανόμαστε κάποια δυσφορία που εκφράζεται πλαγίως με αυτήν την ατάκα που σηματοδοτεί και το τέλος της συνομιλίας για το αναφερόμενο θέμα.

Aσιστ: GATZMAN

1. violator: - Δίκοπο μαχαίρι είναι. Από τη μια σου δίνεται η δυνατότητα να διεκδικήσεις κάτι παραπάνω, φαινομενικά...
Από την άλλη, ποιος μου εγγυάται ότι αν μπει σφήνα κάποιος, πλην των 3 της Αθήνας, θα τον αφήσουν στο μίνι πρωταθληματάκι, να πάρει 2η ή 3η θέση;
animaltrainer4: - Ζήτα να βάλουν και play-out μπας και την γλυτώσεις και ασ’ τα αυτά asans-arh. violator: - Θα του πω, και άμα θέλει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιοι μεγαλοπαράγοντες που είναι μέσα στα πράγματα έχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι ζούμε κοσμοϊστορικές εποχές, ότι πολλά πράγματα που ξέραμε έχουν δήθεν ήδη αλλάξει και πρέπει λέει να τα ξεχάσουμε και να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα.

Έτσι επιμένουν ότι πλέον το να δουλεύεις δεν σημαίνει απαραίτητα και ότι θα πληρώνεσαι, υπάρχει δήθεν και καλά και τάχαμου τάχαμου και η εκδοχή να δουλεύεις στο τζαμπέ και πάλι ευχαριστημένος πρέπει να είσαι, αφού δεν θα θεωρείσαι άνεργος. Και δεν πα να λέει η ρημάδα η απλή λογική ότι χίλιες φορές καλύτερα άνεργος παρά απλήρωτος εργαζόμενος.

Η φράση του λήμματος λοιπόν λέγεται σε αντιδιαστολή με την υπό καθιέρωση ύποπτη έννοια της εργασίας χωρίς μισθό. Αποτελεί ευνοϊκό υποτίθεται ξεκαθάρισμα των εργασιακών όρων μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, αφού ο τελευταίος θα έχει το ειδικό προνόμιο !!!! να πληρώνεται για την εργασία του.

Ακούγεται και ως δουλειά πληρωμένη, σε αντιδιαστολή με την απλήρωτη.

Από όποιον και αν το ακούσετε, η δέουσα αντιμετώπιση είναι αυτή του παραδείγματος.

- Έχω έξι μήνες απλήρωτος. Φεύγω, δεν πάει άλλο. Ξέρεις για καμιά δουλειά;

- Δουλειά με λεφτά; Γιατί χωρίς λεφτά ξέρω πολλές.

- Ναι ρε τρόμπα, με λεφτά, με λεφτά, και σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα στην τελική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από όλα αυτά τα ενημερωτικά λήμματα περί χταποδιών και λοιπών συγγενών, έρχεται να συγκλονίσει το slang.gr το ρήμα χταποδιάζω, το οποίο χρησιμοποιείται από χιλιάδες συμπολίτες μας σε δύο του γραμματικές μορφές:

  1. Χταπόδιασα: είμαι αλοιφή, είμαι πτώμα, βαριέμαι τόσο που έχω απλώσει σαν χταπόδι που το έχουν χτυπήσει σε βράχο να μαλακώσει

  2. Το χταπόδιασε: το σούφρωσε, το λαχάνιασε, το τσαμάκιασε ή γενικά το έκανε δικό του και δεν λέει να το αφήσει, το άρπαξε ωσάν το χταπόδι.

  1. Ρε φίλος, χέσε με που θες να σου κάνω και καϊφέ, δεν με βλέπεις που χταπόδιασα λέμε, αφού;


  2. - Ρε τον πούστη τον μπουστόγερο, από τις 8 είναι εδώ και έχει χταποδιάσει την ομπρέλα, γαμώ το φελέκι μου, γαμώ! Θα μας κάψει την κωλοτρυπίδα ο ηλίας και δεν έχω φέρει και αντηλιακό!
    - Νέμα προμπλέμα, μωρό μου, αν θέλεις έχω εγώ καλή κρέμα για σένα, με πρωτεΐνη!
    - Δεν γαμιέσαι να ασπρίσεις, ρε παπαρίωνα και συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, η μάχη αεροσκαφώνε με σκοπό την αναχαίτιση ή και την κατάρριψη του ενός από το άλλο.

Σλανγκικώς, η λογομαχία που γίνεται «στον αέρα» μεταξύ σοβαρών κυρίων με διαφορετικές απόψεις. Μπορεί να συμβαίνει στην πάρα πολύ ποιοτική μεσημβρινή ζώνη των καναλιώνε, αλλά και στα επίσης ανυπερβλήτως ποιοτικά δελτία ειδήσεώνε τους.

Ενίοτε γίνεται και στον αέρα των ερτζιανώνε.

Στον απόηχο της χθεσινής «αερομαχίας» Βγενόπουλου, Βαρδινογιάννη και Πατέρα μέσω της συχνότητας του NovaΣΠΟΡ FM 94,6, o Παναθηναϊκός κινείται για την απόκτηση κεντρικού αμυντικού. (από το Nova sport-fm 94,6.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρὀκειται για το ρήμα του γούτσου, το οποίο χρησιμοποιείται και σαν ουσιαστικό.

- Καλέ τι γλυκούλι είναι... Θέλω να το κάνω γούτσου-γούτσου!

- Η στρίγγλα-αφέντρα-dominatrice Παναγιώτα Βλαντή μέσα σε ένα επεισόδιο εξελίχθηκε σε γατούλα-housewife που ψοφάει για γούτσου - γούτσου» (google.gr)

- Δηλώνω ότι είμαι τύπος ΓΟΥΤΣΟΥ ΓΟΥΤΣΟΥ», σελίδα στο Facebook

- Όνομα μαγαζιού στη Μύκονο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified