Further tags

Για κορίτσια και γυναίκες:
Ξεσαλώνω, συμπεριφέρομαι σαν τσούλα, ξεκωλώνομαι στα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια, ξεκατινιάζομαι στο γαμήσι, του δίνω και καταλαβαίνει, κοινώς.

Η μάνα στις κόρες:
- Τί ώρα είναι αυτή που γυρίζετε σπίτι; Το ξέρετε ότι είναι 7 το πρωί; Πού ήσασταν, ε; Ξετσουλιάζατε πάλι όλη νύχτα, ε;;;; Τώρα θα σας δείξω γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος οδηγεί κάποιο όχημα πολύ γρήγορα, δηλαδή το πάει μαλλιοκούβαρα.

- Πως πάει έτσι αυτός με το αμάξι;
- Τσουρούλια το πάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λυσσιακά, τα και λυσσακά, τα: Μόνο στη φράση «έφαγε τα λυσσιακά του», κατέβαλε μανιώδεις, παθιασμένες προσπάθειες για κάτι.

Έφαγε τα λυσσακά του να έρθει στην εκδρομή αλλά δεν τα κατάφερε.

Σχετικά: λύσσα, λύσσα κακιά, ελύσσαξες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα) Έκφραση ικανοποίησης με την παρούσα καταβολή αχρεώστητης προσπάθειας δίκην χάρης προς τρίτο -και οριοθετεί ότι, οποιαδήποτε υπέρβαση, αποτελεί υπερβολή.

Σχετικές φράσεις: «Και πολύ σου και καλό σου / μεγάλη η χάρη σου / και πολύ σου πάει» (βλ. ατάκα … σοκολατάκια και πολύ τους πάει… από «Πάρτυ του ’50» σε δίσκο «Μικροαστικά» Λ. Κηλαηδόνη).

Ιταλιστί: E via!

  1. - Τι κάθεσαι και φτιάχνεις μουσακάδες και κεφτέδες ρε παιδάκι μου κι έχεις φάει όλο το πρωινό να σου βγαίνει η πίστη ανάποδα;
    - Μα έχουμε τόσους μουσαφιραίους, να μην τους περιποιηθούμε;
    - Βρε φτιάξε ’κει κάνα καναπεδάκι, που θα ταΐσουμε όλους τους λιμάρηδες που μου κουβάλησες! Βάλ' τους και τίποτα Κανάκη & μεράκι κι όξω απ’ την πόρτα!
  1. - Ακόμα παλεύεις ρε έρμε με τα τιμολόγια;
    - Τι να κάνω, αφού έχει αρρωστήσει ο Μίλτος και πρέπει να παραδώσω εγώ τη Δευτέρα στο μπος…
    - Καλά και θα φας όλο το Σαββατοκύριακο μέσα;
    - Μπααα! Λέω να κάνω κανα-δυό ακόμα κι έξω απ’ την πόρτα! Άμα είναι, συνεχίζει ο ίδιος όταν γυρίσει…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατούρημα ηχηρό. Θόρυβος της ούρησης, ο οποίος, λόγω φυσιολογίας (και γεωμετρίας) στα αρσενικά του είδους μας, είναι εντονότερος από αυτόν των θηλυκών.

- Λένα πα να ρίξω ένα!
- Άιντε, μπας και ακουστεί αντρός τσουρέ στο σπίτι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παλιά στο κουρμπέτι, η γυναίκα της πιάτσας, η πεπειραμένη.

Συνήθως είναι μεγάλης ηλικίας, σε αρκετές περιπτώσεις χωρισμένη ή και με παιδί, αλλά παρ΄όλα αυτά διατηρεί τη γοητεία της έμπειρης γυναίκας.

Επιλέγει συνήθως τεκνά για τις ερωτικές της περιπτύξεις.

- Μάγκες προχθές χτύπησα ένα πουρό που με χαλβάδιαζε 40 χρονών!
- Έλα ρε! Φόρτωσες δηλαδή;
- Ναι ρε σου λέω, μου 'κανε ένα κρεβάτι άλλο πράγμα! Τρελάθηκα. Η μέγαιρα του sex!

Η μυθική άρπυια, με σώμα πτηνού και κεφάλι γυναίκας. (από allivegp, 01/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που είναι εμφανέστατο, το πολύ φανερό, που «κραυγάζει» από μακριά, που δεν περνά απαρατήρητο, που θα το δεις θες δε θες.

-Α πόψε κάνεις μπαμ! (λαϊκό τραγούδι)

- Θα φορέσω το κόκκινο φόρεμα που κάνει μπαμ!

- Δεν είδες την ταμπέλα; Μπαμ κάνει από μακριά!

- Ο τύπος κάνει μπαμ πως είναι ηλίθιος...

Βλ. και κάνω μπαμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός του καλύτερου, του ανώτερου, του πρώτου, του πρώτου με διαφορά, του ανεπανάληπτου, του κορυφαίου, κλπ.

- Η Φερράρι μάγκα μου, είναι κορυφή.

- Δικέ μου τι ήταν αυτό που έγραψες! Είσαι κορυφή!

- Απ' όλα τα μουνάκια της γειτονιάς μας, η Ρούλα είναι κορυφή...

- Τι φάγαμε στην ταβέρνα ο Αγλέουρας χθες ρε Μάκη... Όλα κορυφή σου λέω...

- Η θέα από τη δασική θέση «γκρεμοτσακισμένο κατσίκι» είναι κορυφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας του οποίου κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή αντίδραση θυμίζει πούστης.

Βλ. επίσης: Λουκία, λούγκρα, πουστάρα.

Όταν κάποιος χτυπήσει πολύ λίγο αλλά η αντίδρασή του είναι πολύ έντονη:

- Πόνεσες μωρή λούση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται μετά από ανεπιτυχή ερωτική προσέγγιση. Δηλώνει την αυτογνωσία του λέγοντος για τα λάθη στα οποία υπέπεσε κατά την προσπάθειά του, αλλά ταυτόχρονα και την ελπίδα του να βελτιωθεί την επόμενη φορά.

  1. - Το 'ψησες ρε μαλάκα το μουνί;
    - Μπα... Δεν τα 'πα καλά... Την άλλη φορά θα πουλήσω αέρα.

  2. (τύπος τρώει χαστούκι και η παρέα του από μακριά σκάει στα γέλια)
    - Δεν τα 'πε καλά φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified