Further tags

Χτυπήματα στην ιντερνετική αποκαλούνται:

  • Ο αριθμός παραπομπών που καταγράφει ένα ψαχτήρι (π.χ. το γούγλε γούγλε) για κάποιον όρο. Ο αριθμός αυτός προσμετρά το δημοφιλές ενός όρου,
  • Η επισκεψιμότητα μιας ιστιοσελίδας. Οι ιστομάστορες συχνά επιβραβεύονται από τον αριθμό χτυπημάτων σε λυνξ μπανερακίων που αναρτούν.

Εκ του αγγλοσαξονικού hit.

  1. Δε σημαίνει τίποτα 100 χτυπήματα τη μέρα. Έχεις τόσα θέματα, και «Ριβάλντο» να βάλει κάποιος στο Google θα βγεις εσύ. Αυτό δε σημαίνει ότι διάβασε κάτι από το δικό σου Blog. Δεν είναι το παν οι μεγάλοι αριθμοί. Περισσότερο μετράει πόσο σε εκτιμούν κάποιοι που αξίζει η εκτίμησή τους. Αυτούς φρόντισε να κερδίσεις. (από εδώ)

  2. Η παραγωγή των χρημάτων από το adsense δεν είναι μια δύσκολη έννοια ούτε. Το κυριότερο πράγμα που θυμάται είναι ότι θα κάνετε τα χρήματα σε πόσες φορές οι επισκέπτες σας χτυπούν στις αγγελίες που παρουσιάζονται στην περιοχή σας. Η παραγωγή των χρημάτων από το adsense είναι πολύ ευκολότερη εάν έχετε πολλή κυκλοφορία. Επειδή προφανώς, εάν κανένας δεν επισκέπτεται την περιοχή σας καμία δεν μπορεί να χτυπήσει στις αγγελίες σας. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άραγε τι θα μπορούσε να κρύβεται στο background της ατάκας;

Κρύβεται ο Πινόκιο που δημιουργήθηκε από τον ξυλουργό Τζεπέτο και πήρε ζωή από μια νεράιδα που λυπήθηκε το φουκαριάρη το Τζεπέτο. Ως γνωστόν, όταν ο Πινόκιο έλεγε ψέματα μεγάλωνε η μύτη του. Περί Πινόκιο ρίξε και ένα βλέφαρο σε τούτο 'δω το λήμμα του Άλιβου.

Σε ποια περίπτωση όμως, το σύμπαν θα μπορούσε να συνωμοτήσει επιφέροντας και καλά μια φωτοσοπιά στη μύτη κάποιου; Πότε μπορούμε δηλαδή εκφέρουμε την ατάκα;

  • Κάποιος μας λέει ψέματα (βλ. παρ. 1), ή υποψιαζόμαστε πως μας λέει ψέματα (βλ. παρ. 2). Με την ατάκα τού δείχνουμε πως δε συνηθίζουμε να καταπίνουμε ότι μας ξεφουρνίζουν κάποιοι. Δεν είμαστε μυγοχάφτες βρε αδερφέ. Ενδεχομένως και να την έχουμε πατήσει στο παρελθόν εμπιστευόμενοι λάθος άτομα.
  • Θεωρούμε πως κάποιος έχει πέσει σε πλάνη και κατά συνέπεια η άποψη του είναι εσφαλμένη. (βλ. παρ. 3).
  • Θέλουμε να συμβάλλουμε χαριτωμένα στη βελτίωση της ήδη καλής σχέσης που έχουμε με τον προλαλήσαντα (βλ. παρ. 4).
  1. - Άσε τα ψέματα επιτέλους. Θα μεγαλώσει η μύτη σου. Αυτό θες; - Μα...
    - Άσ' τα σάπια... Ξέρω τι έγινε.
    - Ξέρεις ε;

  2. Πάλι ψέματα λέμε; Πρόσεξε γιατί θα μεγαλώσει η μύτη σου! Δες

  3. Σταύρος: Η Εκκλησία δεν ευλογεί τους πολέμους, στο Βυζάντιο δεν το έκανε ποτέ, ούτε ακόμα και στις ηρωικές πράξεις αυτοθυσίας.
    coda: Αν επιμένεις σε αυτή τη θέση, θα μεγαλώσει η μύτη σου. ... Σταύρο εύχομαι κάποτε να καταλάβεις πως σε πούλησαν πριν να σε αγοράσουν. Δες

  4. - Να πω ότι δεν μου άρεσε, θα πω ψέματα
    - Ψέματα να μη λες γιατί θα μεγαλώσει η μύτη σου. Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην ερωτική ορμή, στύση και καρποφορία εφήβων και νεαρών ανδρών οι οποίες είναι τόσο ισχυρές ώστε να μπορεί ο νεαρός επιβήτορας να κρατήσει τα μπόσικα με μια προπορευόμενη γαϊδούρα στον ανήφορο.

Αγαπημένη έκφραση παππούδων όταν αναπολούν την (πραγματική ή φανταστική) σεξουαλικότητα των νιάτων τους και όταν αναρωτιούνται για τους γιους η εγγονούς τους στην Ηλεία.

- Θα σε πάω στη Μαρία τη χορεύτρια να μου πει μετά αν γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ή τζάμπα σου δίνω χαρτζιλίκι για σουβλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὅπως εἶναι γραμμένο, εἴτε εἶναι λάθος, εἴτε πρόκειται γιὰ σλαγκισμένη προφορὰ τοῦ κοινοῦ «Ἔ, ἄει καὶ γαμήσου...» (από τον ορισμό του aias.ath).

Kι όμως, περιέχει ένα σλανγκικό έρμα, αφού:

  • το «ειά και γαμήσου» φανερώνει περισσότερη περιφρόνηση από το απλό «άει γαμήσου» προς το άτομο στο οποίο εκστομίζεται,
  • απαντάται και στον πιο ξυσοκάρυδο τύπο «ειά και γά»/
  • εμπεριέχει το ρίσκο της απάντησης-τάπωμα (ή γείωσης κατά vikar) «Πάρ 'τη και κοιμήσου», οπότε αξίζει (τουλάστιχο) μνείας.

Λημπούμεραγκ: αίας.αθ

- Ρὲ φιλάρα, κοίτα νὰ ποῦμ', δὲν βγαίνει ὅπως τὄπαμε χθὲς, νὰ ποῦμε. Ρίξε κάτι παραπάνω νὰ μείνῃ συρμαγιὰ καὶ γιὰ πάρτη μας, νὰ ποῦμε.
- Ἔ, ειἄ καὶ γαμήσου σκατόλουστρε, μὲ τὰ κορδελάκια σου...

φερτε τα πσαρια! (από BuBis, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νυστάζω πολύ, κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα και συνεπώς, τρεκλίζω, σκοντάφτω και κουτουλάω τους γύρω μου, τοίχους, πόρτες, κολώνες της ΔΕΗ κ.ο.κ.

Έχει μεταφορική χροιά, χωρίς όμως να αποκλείεται και η κυριολεκτική, σε extreme καταστάσεις.

- Έλα ρε, που είσαι; Πάμε για κανα γκαϊφέ;
- Μπαα, δε το βλέπω... είχα εφημερία ρε φίλε και πάω να την πέσω... κουτουλάω...

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται κυρίως στο χαρτοπαίγνιο, αλλά όχι μόνο. Σημαίνει αυτόν που κάθεται άπραγος πολύ ώρα, όχι επειδή δεν έχει τι να κάνει, αλλά επειδή δεν βοηθάει το φύλλο, ή κάποιοι τον έχουν ξεχάσει στην αναμονή κλπ.

Η ετυμολογία της έκφρασης δεν είναι γνωστή, αλλά εικάζω ότι είναι η προφανής. Φυσικά το λέμε καθήμενοι, καθώς το να πεις περιμένοντας δυο ώρες στην ουρά στην πολεοδομία: «Εγώ φεύγω. Δυο ώρες τώρα ζεσταίνω καρέκλα» θα ερμηνευθεί από τους συμπάσχοντες ως φυρομυαλιά ή γενικότερη βλάβη.

  1. Τι θα γίνει ρε σεις, μοιράστε κανα κωλόφυλο, δυο ώρες ζεσταίνω καρέκλα!

  2. - Παίζεις άλλο;
    - Μπα, βαρέθηκα, σήμερα ζεσταίνω καρέκλα.

  3. - Πώς πήγε χθες στο μπριτζ;
    - Άσ' τα, καρέκλες ζεσταίναμε με τον Ηλία. Πέσαμε κατηγορία να φανταστείς!

(από panos1962, 31/10/09)Καρέκλα "θερμαινόμενη" (από panos1962, 31/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραπεζικὸ slang, ποὺ σημαίνει τὸ ἐτήσιο ποσὸν ποὺ πληρώνει κανεὶς γιὰ νὰ διατηρήσῃ ἑταιρεία off shore σὲ δικαιοπρακτικὴ κατάστασι.

(Ὁ διευθυντὴς παίρνει τηλέφωνο καὶ λέει συνθηματικά):
- Κύριε Τάδε, πλησιάζει ὁ καιρὸς γιὰ τὰ δίδακτρα. Μή βρεθοῦμε ἐκπρόθεσμοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοκαλιαρντὴ πεζοτραγουδικὴ ἔκφρασι, ποὺ σημαίνει ὅτι μᾶς ἔχουνε ρημάξει στὶς ὑποσχέσεις (συμπεριλαμβανομένων ὑπονοουμένων), ὅτι θὰ γαμήσουμε, ἀλλὰ τίποτε δὲν γίνεται. Ἡ ἄλλη πλευρὰ τὸ πάει ὅλο «γύρω-γύρω νἄρχεται, καὶ μέσα νὰ μὴ μπαίνῃ».

Δὲν τὴν ἄκουσα ποτὲ σὲ γνήσιο καλιαρντὸ πλαίσιο, μόνο ἀπὸ ἡμιμαθεῖς μικροαστοὺς ψευδομπενάβοντες.

Γλωσσάριο

Ἀβέλω: γενικὸ ρῆμα τῆς καλιαρντῆς, περὶπου ὅπως τὸ get τῆς ἀγγλικῆς, καὶ βάλε.
Κουραβέλω: γαμάω
νάκα: τίποτε

*Assist: popaoua από ΔΠ*

Ὅλο ἄβελε κουράβελε, καὶ κουραβέλα νάκα μᾶς τὸ πᾶνε τὰ κορίτσια. Μπάς καὶ μᾶς κοζάρανε γιὰ βοσκούς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἕνα μπερντάχι ξῦλο.

Δὲν ἀποτελεῖ κλασσικὸ ξυλοδαρμό, ἁπλῶς βρέξιμο.

Ἔκφρασι παλαιᾶς κοπῆς, ποὺ λεγόταν πάντα μὲ νόημα καὶ μὲ πονηρὴ ἔκφρασι στὸ μάτι, γιὰ νὰ δηλώσῃ ὅτι ὁ σύζυγος «θὰ τὶς φάῃ» ἀπὸ τὴ σύζυγο ἢ κάτι παρόμοιο, χωρὶς πραγματικὴ βιαιοπραγία.

*Asist: ironick από ΔΠ*

(Ὁ Ζαχαρίας βλέπει κρυφὰ τὰ μπούτια τῆς κυρίας στὸ λεωφορεῖο).
- Δὲ θὰ φτάσουμε σπίτι βρὲ σαρδανάπαλε; Θὰ πέσῃ σοπάκι, νὰ τὸ φχαριστηθῇς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω μάγια σὲ κάποιον, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιδράσουν διὰ τοῦ πεπτικοῦ.

Σὲ παλαιότερες, προφεμινιστικὲς ἐποχές ἕνα βασικὸ ζήτημα, ποὺ ἀπασχολοῦσε κάθε οἰκογένεια, ἰδίως δὲ τὶς φτωχότερες, ἦταν ἡ «ἀποκατάστασι» τῶν θηλέων.(*****)

Γιὰ ὅποια κόρη δὲν διέθετε προσόντα γιὰ γάμο (βασικῶς δηλ. σπίτι), ὑπῆρχε ἡ ρομαντικὴ ἑλπίδα τοῦ ἀρχοντόπουλου, ποὺ θὰ τὴν ἐρωτευόταν καὶ θὰ τὴν ἔβγαζε ἀπὸ τὴ μίζερη τύχη της (ἀγαμία, ἀνέχεια, αὐταρχικὴ πατρικὴ οἰκογένεια κλπ), χωρὶς νὰ ζητήσῃ προίκα. Προκειμένου νὰ ἰσχυροποιηθῇ ἡ ρομαντικὴ αὐτὴ ἐκδοχή, οἱ γρηὲς κυρίως τοῦ σπιτιοῦ ἀνελάμβαναν νὰ «κάνουν μάγια» σὲ ὅποιο παλληκάρι τοὺς γυάλιζε. Τὰ μάγια ἦσαν διαφόροων εἰδῶν. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ λήμματος τὰ συνοψίζω σὲ ἐπαγγελματικὰ (ἀπαιτοῦσαν μαγίστρα) καὶ οἰκιακά. Τὰ ἐπικρατέστερα ἀπὸ τὰ οἰκιακὰ ἦσαν τὸ αἶμα περιόδου, τὰ οὖρα καὶ τὰ κόπρανα τῆς ἐπιδόξου νύφης. Ὡς ὄχημα μεταφορᾶς στὸν «γαμπρὸ» (the marked down victim κατὰ τὸν παμμέγιστο μισογύνη B. Shaw) ἐπελέγετο συνήθως τὸ καφεδάκι (δὲν ὑπῆρχε τότε φραπέ), τὸ γλυκάκι (κουταλιοῦ κυρίως) καὶ σπανιότερα κανένα ἄλλο τρόφιμο. Ὅλα αὐτὰ τὰ μαγικὰ φίλτρα τὰ ἀποκαλοῦσαν οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες «σκατά», συνεπῶς δὲ καὶ τὴν ὅλη διαδικασία «σκατοτάϊσμα».

Μερικὲς φορὲς τὸ ὅλο διπλάρωμα τοῦ θύματος μαζὶ μὲ καμμιὰ πουτανιὰ τῆς νέας, ἢ καὶ ἐπειδὴ τὸ κορίτσι ἦταν πράγματι ἀξιόλογο, τὸ σκατοτάϊσμα ἀπέδιδε, ἢ ἔτσι τὸ ἔβλεπαν οἱ ἐνδιαφερόμενοι. Πολλὲς φορὲς ἡ δουλειὰ ὅμως χάλαγε, εἴτε πρό, εἴτε μετὰ τὸν γάμο. Τότε, ἄλλες γρηές, μὲ φιλοσοφικὴ διάθεσι, ἔλεγαν κουνώντας τὸ κεφάλι: «Τί τὰ θές; Ἄντρας μὲ μάγια καὶ παιδὶ μὲ βότανα... Προκοπή περιμένεις;»

*Asist: Vrastaman από ΔΠ*

(*****) Ὡς «ἀποκατάστασι» ἐννοοῦσαν τὴν κοινωνικὴ ἀποκατάστασι γενικῶς (περιελάμβανε καὶ τὸ ἐπάγγελμα), εἰδικότατα δὲ τὸν γάμο μὲ ἄνδρα οἰκονομικῶς ἀνεξάρτητο. Ὡς ἀνεξάρτητο, ἐννοοῦσαν νὰ ἔχῃ τοὐλάχιστον μεροκάματο. Βασικὸ προσὸν τῆς κόρης τὸ σπίτι (γιὰ λεπτομέρειες βλ. τὰ περισσότερα Ἑλληνικὰ ἔργα).

- Τοὺ μάθατε; Λογοδοθήκανε ψὲς ἡ Μήτσους μας μὶ τοὺ Λενηώ.
(Κουνάει τὸ κεφάλι) - Τοὺ μάθαμε. Ἐσεῖς τοὺ μάθατε, πὼς τὸνε σκατουτάϊζε τρεῖς μήνους ἡ Γρηαλένη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified