Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.
Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.
Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.
Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.
Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.
Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.
Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.
Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.
Got a better definition? Add it!
Λούτσα στα αρβανίτικα σημαίνει μούσκεμα στα ελληνικά.
Σιγά ρε, με έκανες λούτσα (με έβρεξες).
Με έπιασε μία βροχή στον δρόμο και έγινα λούτσα (μούσκεμα).
Got a better definition? Add it!
Όρος του Τουίτερ, εκ του στερητικού α- και του αγγλικού ρήματος mention (= αναφέρω κάποιον), σημαίνει το τιτίβισμα, όπου δεν υπάρχει ρητή αναφορά σε ποιον αναφέρεται, δεν υπάρχει δηλαδή ταγκάρισμα, hashtag ή άλλου είδους μένσιο.
Όπως ορίζεται προσφυώς εδώ, πρόκειται συνήθως για «μπηχτή την οποία ο γράφων δεν είχε τους όρχεις να πει στα μούτρα αυτού στον οποίο απευθύνεται. Συνήθως κρύβει (όχι πολύ καλά) ερωτικό/σεξουαλικό ενδιαφέρον» (δες επίσης και εδώ). Μία συναφής συνέπεια είναι ότι πετώντας μια μπηχτή χωρίς να κατονομάζεις, μπορείς να τσεκάρεις ποιος έχει την μύγα και μυγιάζεται, ή και να δημιουργήσεις μια κατάσταση εκ του μηδενός, να οξύνεις την περιέργεια κ.ο.κ. Κάτι σαν τα «Σε είδα» της Athens Voice ένα πράμα.
Ο όρος αμένσιοτο έχει πλέον μεταφερθεί και σε άλλα σόσιαλ μήντια, όπως το Φέισμπουκ, ενώ οι πλέον καμένοι σοσιαλμηντιάδες μπορεί να το μεταφέρουν και στην πραγματική ζωή για ανώνυμες μπηχτές.
2. Το προηγούμενο έφυγε αμένσιοτο κατα λάθος. Αλλά κατάλαβες.
3. Λέω ας το διάολο θα ρίξω τα μούτρα μου και θα τον πάρω τηλέφωνο, θα του στείλω μήνυμα στο fb, αμένσιοτο στο twitter... όλα τα σχετικά.
Got a better definition? Add it!
Της πουτάνας, της Πόπης, της Πιπίτσας, της κακομοίρας κλπ.
Έμαθε ότι παντρεύεται την αρχιτσουλάρα κι έγινε της Κυρίας.
Got a better definition? Add it!
Εσεμεσιάζομαι, στέλνω μήνυμα στο κινητό.
Όλη μέρα μηνυματίζεται με τη μάνα της.
Οδηγεί και μηνυματίζεται όλη την ώρα, καμιά μέρα θα καρφωθεί και θα την κλαίμε.
Got a better definition? Add it!
Γενική της ιδιότητας συντακτικά, συνηθίζεται στην βόρεια Πελοπόννησο, ιδίως στην Αχαΐα. Σημαίνει της προκοπής, κάτι που αξίζει, ίσως είναι παραφθορά της γενικής «της ωφελείας» ή της γενικής «του οφέλους». Λέγεται περισσότερο κριτικά και συχνά απαξιωτικά, όταν δηλαδή κρίνει κάποιος ή κάτι αυστηρά ή αρνητικά, οπότε υπάρχει μια επικριτική διάθεση στη χρήση του.
Να σ έβλεπα μια φορά να κάνεις και κάτι τς (=της) εφελαής!
Ήταν κακή μαγείρισσα, δεν ήξερε ούτε ένα φαΐ τς εφελαής να κάνει!
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση αποφόρτισης κάποιου από την μονοτονία της εργασίας ή άλλης φορτικής ενασχόλησης. Επί της ουσίας σχεδόν λέξη οξύμωρη, εφόσον υπαινίσσεται την επιδίωξη κάποιας γαλήνης και ηρεμίας.
Σημαίνει επίσης σπάω την αλυσίδα των επαναλαμβανόμενων όμοιων γεγονότων με κάτι, που όμως δεν προϋποθέτει έντονη δραστηριότητα, αντιθέτως μάλιστα. Ξεκουράζομαι απ την βαρεμάρα, αλλάζω περιβάλλον, κάνω κάτι άλλο, πάω κάπου αλλού, είναι επίσης μερικές συνώνυμες έννοιες.
Ο Ρουσέτος πήγε στην Αίγινα να ξεβαρεθεί.
Θα πάω στην Αμοργό μια βδομάδα να ξεβαρεθώ.
Πήρε δυο μέρες αναρρωτική και ξεβαρέθηκε, ήρθε ανανεωμένος.
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση έχει επεξηγηθεί σε άλλα λήμματα όπου περιγράφηκε η χρήση της στις 9 μέρες που θέλει ο κώλος να αναρρώσει (επανέλθει, για τους πιο τολμηρούς), καθώς και στη χρήση της όταν κάποιος μας φλομώνει στις μαλακίες.
Επιπροσθέτως αναφέρεται σε χήρες που πηδιούνται πριν σαραντίσει ο άντρας τους (Παράδειγμα 1). Στην νεοελληνική αργκό (Παράδειγμα 2) βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο σε προσφάτως χηρεύσασες μόνο, αλλά και σε προσφάτως χωρισμένες, διαζευγμένες κτλ.
- Α την τσουλάρα! Την Πέμπτη ήταν η κηδεία του μακαρίτη, το Σάββατο φασκέλωνε το ταβάνι με τα πόδια η καραπουτανάρα, θεέ μου σχώρα με!
- Του κώλου τα εννιάμερα του κάνε του μακαρίτη του Γαβρίλη, τσκ, τσκ...
- Τι λες ρε μαλάκα πως είδες τη Κατιάνα να βγαίνει από το γαμιστρώνα με τον Μάνθο! Αφού τη κανονίζει ο ψηλός...
- Την έστειλε τις προάλλες όταν της έκανε τσακωτή να ντιλάρει κάτι κοκορέτσια στο μπιντέ του πατρικού της μάνας του... Τά 'σπρωχνε στη Σβετλάνα, το Ρωσσάκι, που 'χουν νυχτερινή.
- Και τώρα πηδάει τον ασφαλιστή του; Του κώλου τα εννιάμερα του κάναν του χοντρομαλάκας....
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη πείνα.
2.(ευχή για κακό σε κάποιον): κράνι ντε (δηλαδή να σε πιάσει πείνα και δυστυχία).
Got a better definition? Add it!
Μάθημα Κορμού πρωτοετών στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Νωχελικός, ανεπρόκοπος, αυτός που ο κώλος του έχει πετσώσει στον καναπέ απ' την αντιπαραγωγικότητα. Ορκισμένος τεμπέλης που με την παραμικρή σκέψη σωματικής δραστηριότητας ανεβάζει δέκατα. Μείζον κοινωνικό βάρος, το ξίγκι της οκνηρότητας.
- Πού είναι ο άλλος ρε συ; Ξετρυπώνει καθόλου απ' τη σπηλιά του;
- Αυτός μόνο φαΐ, σκατό και ύπνο... Τον έφαγε ο ρεμαλισμός.
Σλανγκεπιλογές σπουδών: Βοϊδοσχολή, Ι.Ε.Κ. Παραχαρακτικής, IEK Τάπερμαν, Πιπάντειος, Ρεμαλισμός, ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής, TΕΙ Κωλοπετεινίτσας, ΤΕΙ Σουβλακοτυλιχτικής Αθηνών, ΤΕΙ Φιλοσοφικής, Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάους, Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ.
Got a better definition? Add it!