Further tags

Η σλανγκ ονομασία της γνωστής μάρκας τσιγάρων με σκοπό την γελοιοποίηση των Γάλλων και της συνήθειάς τους να προσθέτουν άχρηστα γράμματα σε όλες τις λέξεις, την προσπάθεια να δοθεί στην αφ' υψηλού γαλλική προφορά της μάρκας μια πιο λαϊκή χροιά και ωσεκτουτού ευκολότερη εκφορά και την έμφυτη τάση του απλού καθημερινού καλλιτέχνη, που δημιουργεί τη σλανγκ, να δημιουργεί τη σλανγκ.

Η πραγματική προφορά της μάρκας τσιγάρων είναι (από ό,τι με πληροφορεί ο απεσταλμένος μου στο απέναντι περίπτερο) «γκουλουάζ». Άντε τώρα τρέξε και βγάλε την προφορά από αυτήν εδώ τη λέξη «Gauloises» αν δεν είσαι γαλλομαθής ή έστω έχεις εξασκηθεί στη γαλλική (και ναι, τα ασανσέρ, καλοριφέρ, μιλφέιγ, κρουασάν, βουλε βου κου σε αβέκ μουά δεν πιάνονται για γαλλικά). Ίσως τα ακούσετε και σαν «γκαυλοίσες» ή ακόμη καλύτερα σαν «γκαβλίτσες». Να ξέρετε ότι είναι ακριβώς το ίδιο - και δεν χρειάζονται σχόλια για το γκαβλ-, πάλιωσε.

- Κυρ-Παντελή, πιάσε δύο Ντιξάν αναβράζοντα με προτοκαλιούς κόκκους, ένα πακέτο Μίσκο αλντέντε, δύο χλωρίνες Κλινέξ με την νέα βελτιωμένη δράση οξυγόνου, δυο σοκοφρέτες και δυο τσικουλάτες για τα πιτσιρίκια και 2 πακέτα γκαυλόισες για μένα.
- Καλά Ορέστη μου, να στα στείλω με το παιδί;
- Όχι ρε Παντελή, από τότε που είδε το Μπακαλόγατο μας έχει τρελάνει στα «αμ πως» και στις μαλακίες, θα περάσω να τα πάρω εγώ.

(από Vrastaman, 04/06/09)(από vanias, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό: είναι η «κομψή» θήκη για το μαξιλάρι που κατά τα προβλεπόμενα φτιάχνουν οι φαντάροι με μια μπιχλιασμένη κουβέρτα. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα αυτή η διαδικασία πέρα από την αμφιβόλου αισθητικής μόστρα του θαλάμου, αλλά αν δεν το φτιάξεις όπως το θέλουν πέφτει και καμπάνα άμα λάχει.

(από εδώ)
«Τα κρεβάτια είναι πάνω κάτω. Είναι στρωμένα με μια καφέ κουβέρτα και δύο μπλε σεντόνια τα οποιά παρέχει η υπηρεσία (τώρα τα σεντόνια που χρησιμοποιούνται είναι πράσινα). Ο φάκελος που γίνεται με μια άλλη κουβέρτα είναι ο χώρος που μπαίνει το μαξιλάρι όπως φαίνεται στη φωτογραφία.»

(από Cunning Linguist, 05/06/09)Ο φάκελός μου... Δεν είναι και υπόδειγμα, αλλά δεν βαριέσαι... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αποκαλείται έτσι περιφραστικά το αυτοκίνητο. Κύρια και πιο σημαντική παράμετρος καταξίωσης στον άτυπο αλλά αδυπώπητο ανταγωνισμό μεταξύ των ανδρών αποτελεί, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το γεννητικό μόριο τους, το μέγεθος (κεφαλουραίο μήκος του οχήματος) και έπονται η ιπποδύναμη, οι άνετοι χώροι και τα αξεσουάρ. Όταν την έχουμε μεγάλη (την προέκταση του ανδρισμού μας), μεταμορφωνόμαστε σε κυρίαρχους της ασφάλτου και όλοι οι υπόλοιποι υπάρχουν μόνο για να μας υποβάλλουν ταπεινά ρισπέκ και αυτό αντανακλά τόσο στην οδήγηση μας όσο και γενικότερα στον τρόπο συμπεριφοράς μας. Άλλωστε για μια υπόληψη δε ζούμε όλοι;

- Πήγε ρε συ ο τρισμάλ και πάρκαρε την προέκταση του ανδρισμού του πάνω στη ράμπα των ατόμων με αναπηρία. - Ευτυχώς τον πήρανε χαμπάρι οι streetpanthers και του κολλήσανε το αυτοκόλλητο με τον γάιδαρο πάνω στο παρπρίτς, τον καραγκιοζάκο.

(από allivegp, 06/06/09)(από allivegp, 06/06/09)(από allivegp, 06/06/09)(από allivegp, 24/05/10)Προέκταση του ανδρισμού δέν νοείται μόνο το αυτοκίνητο. (από vikar, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο çamaşır που απλά σημαίνει άπλυτα.

Άλλη μια τουρκική λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον για να εκφράσει καταστάσεις στα Ελληνικά, που οι περισσότερες δεν αντιστοιχούν ούτε στην κυριολεξία αλλά σε μια μεταφορά που πολλές φορες είναι τιραμισουρεαλιστική, όπως τα καλαμπαλίκια και το ντεμέκ π.χ..

Μπορεί να σημαίνει (τυχαία συλλογή από το νέτι): αρχίδια, πούτσες, σεξουαλικές στάσεις, emoticons σε chat, περιττά πράγματα, εμπόδια, φίδια, μύδια, κλπ. Εναλλακτικό λήμμα στο slang.gr είναι και το τσαμπασίρια για τα προσωπικά είδη, μάλλον γυναικεία αλλά το έξτρα π θεωρώ ότι είναι πλεονασμός του καλλιτέχνη…

Αν και πολλά από τα προαναφερόμενα μπορεί να είναι και άπλυτα σχεδόν ποτέ πια δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για τα λερωμένα, τα άπλυτα, αυτά που χρειάζονται μπουγάδα δηλαδή.

  1. - Άντε μην μαζέψω τα τσαμασίρια μου και την κάνω από δω μέσα καμμιά μέρα. Όλο αύριο, αύριο, έχω τρελλαθεί στο χειρογλύκανο… Το δεξί μου χέρι μοιάζει με μποντιμπιλντερά ρε πούστη μου…

  2. - Ρε συ Λούλα, σαν πολλά τσαμασίρια δεν μάζεψες εδω μέσα, μην χέσω!

  3. - Άιντε, πάρε τονμπούλο, μην σου ρίξω κανά τσαμασίρι και με θυμάσαι για πάντα...

  4. - Τα τσαμασίρια, τ'άπλυτα, τα παραπεταμένααααα, πάρτα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πιά για μέεεεναααα! (o original στίχος του άσματος που κόπηκε από την Ελληνάραδικη δικτατορία του Μεταξά σύμφωνα με έγκριτους μουσικονετολόγους)

Βλέπε και μαρκούτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόστρα, φιγούρα, επίδειξη, ποζεριά, Πουλ Μουρ.

Κατά την καθιερωμένη σημασία, λεζάντα είναι το σύντομο επεξηγηματικό κείμενο που συνοδεύει εικόνα, σκίτσο, φωτογραφία, βιντεάκι του Εσύ Τιουμπ κ.λπ. Είναι μεταφορά από το γαλλικό légende < λατινικό legenda («αναγνωστέα», γερούνδιο του ρ. lego = διαβάζω). Το κειμενάκι αυτό παίζει συνήθως πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του μηδιού που συνοδεύει, ακριβώς όπως η εξωτερική εμφάνιση μετράει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, στην εικόνα που θα σχηματίσουμε για το ποιόν ενός ανθρώπου.

Γίνεται κατανοητό λοιπόν, πως η σημασιολογική απόκλιση ανάμεσα στο «συνοδευτικό κειμενάκι» και τη «μόστρα», είναι μάλλον αμελητέα. Μ΄ένα λόγο, η μετάβαση απο την «κυριολεξία» στην σλανγκική μεταφορά, γίνεται χαλλλαρά και εύκολα.

Όταν π.χ. μια γκόμενα νοιάζεται μόνο για τη λεζάντα της, αυτό σημαίνει πως την απασχολεί μόνο το Φαίνεσθαι, το Θεαθήναι, η επιφάνεια, η εξωτερική της εμφάνιση. Οι παραδοσιακοί κλαψιάρηδες θα την έκραζαν, θα την εγκαλούσαν για έλλειψη βάθους, καλλιέργειας, ουσίας. Όπως ακριβώς καταδικάζουν και τις σύγχρονες κοινωνίες (αλλά και κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή). Ίσως της έλεγαν «είσαι ρηχή σαν το ταψί του μπακλαβά».

Καμιά όμως Ουσία δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι μόνο το Κείμενο (Derrida), δηλ. η Λεζάντα. Μόνον η Επιφάνεια σώζει. Όπως έλεγε ο Nietzsche, είμαστε επιφανειακοί από αγάπη για το βάθος (αυτό στέκει και ως σεξουαλικό υπονοούμενο). Με απλά λόγια, αν δεν πουλήσεις και λίγη μούρη, όλοι σ' έχουν χεσμένο (όπως είπε ο πόντικας Μοντεχρήστος στον Ισοβίτη του Αρκά και μετέφερε στα καθ' ημάς ο Χαλικούτης).

  1. - Είδες η Κατερινούλα πως εξελίχθηκε από τότε που ξεφόρτωσε το γιωργάκη (sic); Κάθε μέρα έξοδος κι έτσι, έχει πάρει αμπάριζα όλα τα γκλαμουρομάγαζα της Παραλίας σου λέω.. Τι Ακρωτήρι, τι Mao, τι Room, τι της Παναγιάς τα ράμματα.. Έχει βρει και κάτι μαλάκες καληνυχτάκηδες με Πορσικά και την πηγαινοφέρνουν. Πολύ λεζάντα μιλάμε η δικιά σου, πολύ Πουλ Μουρ.

  2. - Γάμησέ τα ρε φιλαράκι, χαθήκαν οι σοβαρές γυναίκες απ' την πιάτσα. Όλες μόνο για τη λεζάντα τους κόβονται, για τα παπούτσια τους, τα βαφτικά τους, τα βρακιά τους, τις μουνότριχές τους... Επίπεδο πάτωμα σε λέω, άστα να παν στο διάλο.
    - Δηλαδή εσύ ρε μεγάλε την προτιμάς γραμματιζούμενη κι έτς τη γκόμενα, να βλέπετε τη φεγγαράδα και να συζητάτε για ποίηση; Ή θες ένα ξανθό πατούρι να το σπάσεις στον πούτσο; Γιατί αν ψάχνεις το πρώτο, εσύ δε θες γυναίκα, εσύ θες την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ ναούμε..

  3. - Να σου πω ρε Τζορτζ, δε τσιμπάς το Μερσεντικό να πεταχτούμε μία μέχρι το Κολωνάκι για καφέ;
    - Την παλεύεις αγορίνα μου με την πάρτη σου ή σου 'χει λασκάρει; Θα κουβαλάω τη Μερσέντα σαββατιάτικο, σε μέρος που θα βρούμε να παρκάρουμε του του Αγίου Πούτσου ανήμερα; Είσαι σοβαρός; - Μην πήζεις ρε μαλάκα.. Θα σου πληρώσω γω το πάρκιν άμα είναι. Στην τελική, για λίγη λεζάντα ζούμε σ' αυτή τη ζωή..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε μια διαδικτυακή αγορά, νήμα αποκαλείται το σύνολο των απαντήσεων σε κάποια αρχική καταχώριση. Τα νήματα συνήθως φέρουν τίτλο και εμφανίζονται χρονολογικά ως ενότητες. Οι συντελεστές των αγορών συχνάκις υφαίνουν ολάκερα σεντόνια.

Ως νέοι Άτροποι, οι ρουμάνοι τε και e-πονοματάρχες μπορούν να κόψουν το νήμα της ζωής ενός νήματος εάν αυτό κριθεί αναγκαίο.

Δεν πρέπει να συγχέεται με το νήμα εκτέλεσης, τεχνικό όρο που αναφέρεται σε εντολές προγραμματισμού Η/Υ.

Εκ του αγγλικού thread.

Ρε πστ'μ, η σεντόνα του μπαταρισμένου κοντεύει να ξεπεράσει το νήμα του βερμουδιάρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέροντας τον όρο, μιλάμε:

1) Χιουμοριστικάγια τη χύτρα ταχύτητας. Διανθίζουμε έτσι τη φάση, κάνοντας σεξουαλικό υπονοούμενο, εάν η περίσταση το επιτρέπει. Η γλώσσα του σώματος (πονηρό κλείσιμο ματιού, μορφασμοί, κλπ) και τα συμφραζόμενα, βοηθούν στην ορθή αποκωδικοποίηση του λόγου μας. (βλ. παρ.1).

2) Για μια μάνα, που σα χύτρα ταχύτητας ξεπέταξε απ' τη μήτρα της, ένα λόχο παιδιά σε χρόνο ρεκόρ. Δεν κωλώνει με τίποτα. Σωστό...ντούρασελ (βλ. παρ. 2 και φωτογραφία 2).

3) Για τη βασίλισσα της ξεπέτας, που σα χύτρα ταχύτητας, φτάνει γρήγορα σε σημείο βρασμού και ολοκληρώνει γρήγορα. Για πουσάρισμα των γήπεδικών επιδόσεων, συνίσταται συνεύρεση με ταχυπηδήκουλα. (βλ. παρ. 3).

  1. - Άντε... πείνασα. Πότε θα βάλεις τη μήτρα ταχύτητας στη φωτιά;

  2. Με μια χύτρα ταχύτητας κάνεις παϊδάκια σε 9-13 λεπτά. Με μια μήτρα ταχύτητας κάνεις τα παιδάκια της φωτογραφίας 2 σε 9-13 χρόνια (βλ. φωτογραφίες).

  3. Η Μαρίτσα που λες, είναι ευρύτερα γνωστή ως μήτρα ταχύτητας. Ήρθε στην Αθήνα από την Κοζάνη για να σπουδάσει στη Φαρμακευτική, αλλά μόλις τέλειωσε το πρώτο έτος, συνειδητοποίησε πως άλλη ήταν η κλίση της. Έτσι άλλαξε κλάδο. Προκειμένου να αξιοποιήσει τον υπάρχοντα εξοπλισμό της και να κάνει μια λαμπρή καριέρα, δανείστηκε, αγόρασε διαμέρισμα και μέσα σε λίγα καιρό με τις υπηρεσίες που παρείχε στους πελάτες, έκανε απόσβεση. Αλλά μιλάμε για προκομμένη κοπέλα. Όχι αστεία. Εκεί που οι άλλες σταματούν, εκείνη συνεχίζει. Το... ντούρασελ. Γεννήθηκε για αυτό. Έχει το...τάλαντο.

Παράρτημα
Από ταινία του Στάθη Ψάλτη

-Έβαλα το φαγητό στη μήτρα ταχύτητας!
-Πού το έβαλες;
-Στη μήτρα ταχύτητας!
-Φαγητό θα φαμε, μωρή, ή αποβολή;;;

Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο με χόρτο, αλλιώς το γεμιστό τσιγάρο, ή ο μπάφος. Παρασκευάζεται με στρίψιμο του ριζόχαρτου (όρος παραγόμενος από το τρέιντμαρκ RIZLA), στο οποίο έχουμε εναποθέσει καπνό ανάμεικτο με γκρας.

- Να σου στρίψω κάνα στροφιλίκι ακόμα;
- Άααασε, ήπια κι έεεεενα πριν έρθθθθθθεις.

Rizla+ (από allivegp, 13/06/09)Το δέντρο που βγάζει ριζόχαρτα (από poniroskylo, 14/06/09)Μεγάλο πράμα (από poniroskylo, 14/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ, ούτε πτυχία θα σκίσουμε, ούτε πτυχίο σχετικό με το θέμα συζήτησης (στο οποίο μπορεί να αναφέρουμε τον όρο) μπορεί να έχουμε, ούτε καν πτυχίο μπορεί να έχουμε.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως «πτυχία» θεωρούμε κατά βάση τους άυλους «τίτλους», που αντιπροσωπεύουν την αντίληψή μας για το ευρύτερο γνωστικό μας κεφάλαιο.

Πότε θα μπορούσαμε να εκφέρουμε τον όρο;

Όταν αναφερόμαστε σε κάτι που ακούσαμε και μας φαίνεται αδιανόητο, παράλογο, σχετικά απίθανο. Βλ. και λήμματα: θα αυτοκτονήσω από υπόγειο, κρασάρω.

Τι εκφράζουμε όταν εκφέρουμε τον όρο;

- Εδώ το θεωρούμενο σκίσιμο των πτυχίων μας (απαξίωση του γνωστικού μας κεφαλαίου) στο οποίο αναφερόμαστε είναι μουσαντένιο. Εκφράζει την έκπληξη μας για κάτι παράλογο και αδιανόητο που ακούσαμε (π.χ.) αλλά και την αντίληψή μας περί ορθότητας των απόψεών μας. Ορθότητα που αντλείται από τα «πτυχία» μας. (πληθώρα πιστοποιητικών γνώσης που και καλά, μας απένειμε μία εξουσιοδοτημένη αρχή. Λέγοντας τη λέξη «πτυχία», προσδίδουμε και καλά κύρος στο λόγο μας). Για την περίπτωση αυτή βλ. παράδειγμα 1.

- Εδώ το σκίσιμο των πτυχίων μας (απαξίωση του γνωστικού μας κεφαλαίου) εκφράζει την έκπληξη που αισθανόμαστε, για κάτι που θεωρούμε σχετικά απίθανο να ισχύει. (βλ. παράδειγμα 2).

- Εδώ το σκίσιμο των πτυχίων μας (απαξίωση του γνωστικού μας κεφαλαίου) εκφράζει την τεράστια έκπληξή μας όταν διαπιστώνουμε πως ισχύει κάτι που ήταν κόντρα σε όσα γνωρίζαμε και μάλιστα τόσο κόντρα ώστε δεν κωλώνουμε, και καλά να απαξιώσουμε ολόκληρο το γνωστικό μας κεφάλαιο. Λέμε τώρα...(βλ. παράδειγμα 3).

Σημείωση:Η εκφορά του όρου είναι πιθανόν να προκαλέσει την ειρωνεία κάποιου συνομιλητή μας.

  1. Και μη μου πείτε περί κινήτρων (πχ να κάνεις περισσότερα παιδιά για να βγεις στη σύνταξη νωρίτερα) γιατί θα σκίσω τα πτυχία μου.
    Δες

  2. Μην μας πεις ότι είναι και αυτό δημιουργία των μαθητών σου γιατί θα σκίσω τα πτυχία μου.
    Δες.

  3. Καλά, μ' αυτό το απίστευτο που είδα να κάνει ο Δημητράκης... Πάει τέλειωσε... Θα σκίσω τα πτυχία μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified