Further tags

Το εξαιρετικό, το εξαίσιο, το έξοχο.

Δεδομένου ότι αυτό το εξ-εξ-εξ είναι κάτι που συναντάται μόνο στον ιδεατό κόσμο του Πλάτωνος, ο ορισμός αμάν πωπώ χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει αυτό που κάτι τελικά δεν είναι.

- Τι έλεγε το μωρό εψές;
- Εντάξει δεν ήταν και αμάν πωπώ, αλλά για Δευτέρα βράδυ...
- Όπα ρε, κατούρα και λίγο

(από Khan, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των μουσικών, για το (μουσικό) όργανό τους, είτε ως ειρωνικό σχόλιο (λόγω μακρόχρονης αχρησίας), όρος που χρησιμοποιείται ευρέως για πολλά αδρανή πράγματα- προσώπατα, είτε επαινετικά (π.χ. το εργαλείο) που προέρχεται απο το ξύλινο σκάφος τους (π.χ. μπουζούκι, κιθάρα, πιάνο κλπ), αλλά έχει επεκταθεί και σε άλλα διαφόρων υλικών κατασκευής (π.χ. τουμπερλέκι, σαξόφωνο κλπ).

  1. Αχρησία:

Εμφανίσθηκε κάποτε σε πίνακα αγγελιών, γνωστού κυψελιώτικου στούντιο μουσικής, αυτογνωσιακή αγγελία πώλησης κιθάρας λόγω ελλείψεως ταλέντου (!)

Ο Κώδικας του Χαμουραμπί, μεταξύ άλλων έγραφε ότι σε περίπτωση που ο ενήλικος υιός, που έχει συμπληρώσει το 20 έτος της ηλικίας του και επί 5 έτη από της συμπληρώσεως δεν εργάζεται, λογίζεται έπιπλο και δύναται να πωληθεί ως τέτοιο...

Οι λόγοι αχρησίας μουσικών οργάνων ποικίλουν: Π.χ. μπορεί να οφείλεται σε ανεπιθύμητο δώρο προς ανήλικο, στον οποίον έχουν επιβάλει στανικά τον όρο της εκμάθησής του οι γονείς του (διότι τα παιδιά των καλών οικογενειών παίζουν πιάνο κλπ-κλπ), διότι ο ανήλικος θέλησε ο μαύρος να μάθει, πλην υπέστη επανειλημμένως την τραυματική γονική παραγγελιά- χαρτούρα ενώπιον τρίτων «Κωστάκη παίξε μας κάτι στο φλάουτο» κλπ-κλπ και εγκατέλειψε, διότι δεν διάβαζε παρτιτούρες, προτιμώντας να παίζει «με το αυτί» και τόνε πόνεσε, διότι η δασκάλα είχε λάβει ύφος βικτωριανής νταντάς σε συνδυασμό με Μίστερ Μυγιάκι (βλ. σε χώνω για να μάθεις) και επέπληττε δριμύως το ανήλικο κάθε φορά που «κόμπιαζε» μουσικώς, χτυπώντας το στα δάχτυλα με αποικιακή βίτσα και τα μούτζωξε, διότι το σπίτι έμπαζε υγρασία και το όργανο σκέβρωσε, διότι έμαθε μεν το όργανον, πλην όμως η καθημερινόπιτα ισοπέδωσε κάθε αισθητική του αναζήτηση μετά την ενηλικίωση, διότι η γιαγιά που έπαιζε μαντολίνο απεβίωσε-ζήτω η γιαγιά (!)

Ειδικά οι παλιότερες γενιές (π.χ. μέχρι το 1920-1930), σκάμπαζαν ανεξαιρέτως από οιοδήποτε είδος μουσική (π.χ. δημοτικά με φλογέρα) κι είχαν πάντα μέσα σε κάθε σπίτι (φτωχό ή πλούσιο) τουλάχιστον ένα μουσικό όργανο, αφού δεν υπήρχε ραδιόφωνο (ή αποτελούσε πολυτέλεια) και τηλεόραση κι έτσι η αναγκαία μουσική υπόκρουση για την διασκέδαση κατά μόνας ή στις βεγγέρες, εξαρτώνταν από τον ίδιο τον αμφιτρύωνα ή κανα φίλο-συγγενή που ήξερε να παίζει. Αραιά και που, στα μεγάλα καζάντια ή σε εξαιρετικά γεγονότα (π.χ. γάμος κλπ), καλούσαν τα όργανα (επαγγελματίες), προκειμένου να παίζουν καλύτερα αλλά και για να μην ταλαιπωρούνται οι γλεντοκόποι (όποιος ερασιτέχνης έχει βγάλει ολονύχτιο πρόγραμμα έστω και με κιθάρα παραλίας θα καταλάβει)...

Οι νεοέλληνες τόσο μυαλό είχαν, που όχι μόνο δεν έμαθαν να παίζουν αλλά διέπραξαν το έγκλημα να πετάξουν ή να πουλήσουν στα γιουσουρούμια τα παλιά μουσικά όργανα των προγόνων τους, θεωρώντας τα προφανώς «έπιπλα», λες και τους ζητούσανε ψωμί. Χαρακτηριστικά, στην κατά τα λοιπά απολαυστική «Θεία απ’ το Σικάγο» (1957), μαζί με την μασίφ χειροποίητη σερβάντα που αντικαταστάθηκε από ένα νοβοπάν ψωρο-μπαράκι με τροχούς για το ιουίσκι (sic), πήρε εξόδου και το πιάνο με τα κηροπήγια (!) και στη θέση του βάλανε ένα αμερικάνικο ραδιόφωνο, δίκην εκμοντερνισμού...
(Σήμερα παίρνουμε ΙΚΕΑ να βολευτούμε όπως-όπως, αφού δε χωρούν τα παλιά ποιοτικά αλλά μονοκόμματα έπιπλα στα κονσερβοκούτια που χτίσαμε γκρεμίζοντας τα νεοκλασικά).

  1. Καμάρι

Η επαινετική χροιά της έκφρασης, ανάγεται στην ψυχική εγγύτητα που νιώθει ο μουσικός με το όργανό του. Το φροντίζει, το συντηρεί και το διακοσμεί (είναι πασίγνωστα π.χ. τα προσωπικά λαϊκά ξόμπλια των οργάνων των μπουζουκτσήδων, ακόμα κι οι λατέρνες που θεωρούνταν μουσικά όργανα σημαιοστολίζονταν).

Είναι η αχώριστη συντροφιά του (βλ. «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» Μ. Βαμβακάρης), πάντα ταξιδεύει μαζί του (αν είναι φορητό) παίξει-δεν παίξει, το ψωμί του, το μεράκι του (βλ. «Μου σπάσανε το μπαγλαμά» Π. Γαβαλάς / «Ο κυρ-Θάνος πέθανε» Γ. Μπιθικώτσης κ.α.), η περηφάνια του (βλ. «Απόψε το μπουζούκι σου» Β. Τσιτσάνης), η μουνοπαγίδα του (βλ. αναγκαστική εκτέλεση «έντεχνου» προς άγραν γκομενίτσας κουλτουριάρας-αν και σπανίως γαμεί ο κατάκοπος οργανοπαίχτης αλλά μάλλον φτιάχνει την κατάσταση και δράττονται της ευκαιρίας οι λοιποί άρρενες-λύκοι να κάνουν παιχνίδι), η ερωμένη του (έλεγε ο B.B. King «μάθαινα κιθάρα να παίζω στα κορίτσια-όταν οι άλλοι χτυπούσαν γκόμενες εγώ έκανα πρακτική-κάποια στιγμή που έφτασα να παίζω καλά και να γουστάρω, είπα δεν ασχολούμαι με γκόμενες, έχω την κιθάρα μου»), εν τέλει η προέκταση του εαυτού του.

Για το λόγο αυτό, είναι τραγικό για έναν μουσικό (κουτσουρεύεται η προσωπικότητά του) να του αφαιρείται το όργανο στη φυλακή και να σαπίζει στην αποθήκη, αφού πειθαρχικά (αυτό τους μάρανε) δεν επιτρέπονται οι οργανοπαιξίες, που στο κάτω-κάτω αποβαίνουν ανακουφιστικές για τους κρατουμένους κι αποσοβούν την ένταση (εκνευρισμοί-μαχαιρώματα κλπ) της κλεισούρας.
Βέβαια, τα μαγκάκια προκειμένου να βγάλουνε το κασαβέτι τους, πάντα βρίσκανε έναν τρόπο να βάλουν ζούλα στη στενή ένα μικρό όργανο (π.χ. μπαγλαμαδάκι) ή αλλιώς το φτιάχνανε υποτυπωδώς μόνοι τους με ένα κούτσουρο που το σκάλιζαν εσωτερικά ή το έκαιγαν υπομονετικά με κάρβουνο.

Σημειωτέον, ό,τι έπιπλο (ή κουτί ή εργαλείο κλπ) καλείται και το τάβλι, ποτέ όμως ένεκα αχρησίας, αλλά πάλι λόγω του ξύλινου σκάφους του, το οποίον μπορεί να αποβεί φονικόν όπλον εις χείρας ασυνειδήτου παίκτου, είτε μεταφορικώς (ο νικητής φονεύει την αυτοπεποίθησιν και τον ναρκισσιμόν του ηττηθέντος) είτε κυριολεκτικώς (ο ηττηθείς του το σβουρίζει στο κεφάλι)...

- Ποιον παίρνεις;
- Τον Στέλιο, έχω να τον δω πολύ καιρό κι είπα να μαζευτούμε σπίτι το βράδυ όλοι μαζί. Είσαι;
- Αμέ! Ρε συ, δεν παίρνεις και το Μήτσο να φέρει το έπιπλο, να μας παίξει κανα ταξιμάκι να γουστάρουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού. || (επέκτ., οικ.) πολύ χοντρό παλτό. [βεν. patatuc(o) -α κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς)] (Τριανταφυλλίδης)

Βαρύ μάλλινο πανωφόρι για τα βαριά κρύα του χειμώνα. Μάλλινο προβατίσιο ή τραγίσιο ύφασμα, το οποίο είχε περαστεί από το μαντάνι για να πυκνώσει.
(http://www.servitoros.gr/dirfi/view.php/47/798/)

Σήμερα το λέμε αστειευόμενοι μόνο, για το βαρύ παλτό που όμως δεν είναι ιδιαιτέρως κομψό, θυμίζει αμπέχονο ένα πράμα. Και είναι σαφώς μπαμπαδισμός...


Δεν ξέρω αν και στην ελληνική σλανγκ η πατατούκα σημαίνει και τον γάρο, αλλά στην αγγλική, η λέξη reefer έχει και τις 2 έννοιες αυτές.
http://www.answers.com/topic/reefer

  1. μωρη Βασιλου τσακου να βανου τ'πατατουκαμ οξω, φσοκοπα'ι κι θα παγωσου...
    (από την Επανομή, http://www.pardalilexi.gr/words.php?id=784)

  2. - Ωραίο παλτόοοο!
    - Τι; Αυτή η πατατούκα; Επειδή το πουλάει ο Καρούζος 2 χιλιάρικα, ρε ψώνιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έπιπλο, το οποίο ο νεοέλληνας χρησιμοποιεί ως ακουμπιστήρι για τα συμπράγκαλα τα οποία τον βαραίνουν όλη τη μέρα. Κομπολόι, κινητό, κλειδιά και τσιγάρα. Η μοντέρνα ελληνίς τα έχει όλα στην τσάντα, την οποία και αυτή αφήνει στο εν λόγω έπιπλο. Ενίοτε, με αυτόν τον όρο εννοούμε και τον ευρύτερο χώρο, στον οποίο αυτό το έπιπλο βρίσκεται. Είθισται να υπάρχει και ένας καθρέφτης, στον οποίον αφού φτιαχτεί, ο νεοέλληνας φτύνει δίνοντας τα εύσημα στη μάνα του για τα πνευματικά δικαιώματα της δημιουργίας.

Να σημειωθεί, ότι η ανυπαρξία ενός όρου να περιγράψει το εν λόγω έπιπλο, φτωχαίνει αφάνταστα την, κατά τα άλλα, πλουσιοτάτη ελληνική γλώσσα. Και ο σοφός λαός, αφού οι πνευματικοί ταγοί δεν εφευρίσκουν μία λέξη, διέφυγε στον αδόκιμο αυτό όρο.

  1. - Πού είναι ρε αγάπη το τηλεκοντρόλ;
    - Νομίζω ότι το είδα στο καθώς μπαίνεις.
    - Ένα χάλι σε αυτό το σπίτι, μα τίποτα να μην είναι στη θέση του; .....Α! νά το! (βλέμμα στον καθρέφτη) Φτου σου παλικάρι μου! Πού 'σαι ρε μάνα να δεις τι έβγαλες!!!
    - Μιλάς μόνος σου ρε θεοπάλαβε;
    - Ναι, λέω πόσο κωλόφαρδη είσαι που με τύλιξες!

  2. - Μην ξεχάσεις να μου αφήσεις τις φωτογραφίες του παιδιού, να πάω να του βγάλω διαβατήριο.
    - Μην ανησυχείς, το πρωί θα σου τις αφήσω στο καθώς μπαίνεις, πλάι στα τσιγάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είναι το γαλλικό portemanteau, η κρεμάστρα-έπιπλο ύψους περ. 2 μέτρων όπου αφήνεις το παλτό σου και το καπέλο σου μπαίνοντας μέσα στο σπίτι.

Ασίστ Μες και Έλεκτρον από το λήμμα το «καθώς μπαίνεις».

Δεν γνωρίζω γιατί λέγεται έτσι. Μάλλον γιατί με τα παλτά κρεμασμένα πάνω του δείχνει για καλόγερος.

  1. Καλόγερος είναι και ένα μεγάλο σπυρί που βγάζει ο άνθρωπος και πονάει πολύ. Αντιμετωπίζεται καλύτερα με χειρουργείο.
  1. - Λέω να αγοράσω έναν καλόγερο.
    - Τι πασέ χρυσή μου...

  2. - Πάω να μου σφάξουν τον καλόγερο.
    - ;;;
    - Στο χειρουργείο ρε ούφο, να βγάλω το σπυρί.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που λέγεται όταν είσαι αραχτός, σε κανα καφενείο, ή σε παραλία, ή σε μπαράκι, και βλέπουν τα μάτια σου κάτι που σε ξελιγώνει αλλά δεν τό' χεις, δεν τό'χεις... Περιορίζεσαι λοιπόν στο να μονολογήσεις ή να πεις στον διπλανό σου ή (αν έχεις το απαιτούμενο θάρρος / θράσος) προς το αντικείμενο του πόθου: «Αυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις;», με συνώνυμα τα έεετσι!, σωραίος, κλπ, με συμπλήρωμα το «Ω ρε μάνα μου» ή το «τσ-ξςςςς!...» και με βαθύτερη έννοια το «'Ε ρε και νά 'χα τη χάρη σου μπαγάσα... (Θα ήμουν ο πιο γαμάω απ' όλους σας, κλπκλπ)».

Έκφραση βαυκαλισμού ή μεμψιμοιρίας ή μαγκιάς. Εξαιρετικά διαδεδομένη.

  1. Περνά το πλοίο της γραμμής έξω από ένα νησί. Οι επιβάτες χαζεύουν το τοπίο και κολλάνε σε μια σπιταρώνα χτισμένη πάνω στην θάλασσα με δέκα στρέμματα γύρω της δικά της.
    - Αααυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις; Αυτά είναι. Να τό' χα εγώ αυτό και σού 'λεγα μετά αν θα ταξίδευα με το πλοίο της γραμμής...

  2. Γέρος στο καφενείο. Περνάει η Λίλιαν απ' έξω.
    - Αααχ... Αυτά είναι μάνα μου, αυτά είναι. Συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά...
    - Ουναμουχαθείς, σκατόγερε!

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπάλα της καλαθόσφαιρας.

Προέρχεται, προφανώς, από την ανάγλυφη υφή της επιφάνειας της μπάλας, τη γνωστή υφή φλούδας πορτοκαλιού.

Σουτάρει από τα 11 μέτρα, η μπάλα αναπηδά στη στεφάνη και ... καταλήγει μέσα στο καλάθι.
- Αν σε θέλει η σπυριάρα...

Σπυριάρα (από Stravon, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική αργκό για τις χειροπέδες. Πιθανότατα τούρκικης προέλευσης.

Επίσημος σκοπός τους είναι η εξασφάλιση της πειθαρχίας του κρατουμένου, μέχρι να δει η αστυνομία τί θα αποκάνει με δαύτονε (π.χ. η αποτροπή βιαιοπραγίας του, η δυσχέρανση-αποσόβηση αποδράσεώς του κλπ), αλλά έχουν κι άλλες χρήσεις. Πράγματι, ο χειροπεδημένος κρατούμενος δεν μπορεί να κάνει πολλές-πολλές κινήσεις (π.χ. να καπνίσει, να κατουρήσει κλπ), ούτε καν να μπει στο περιπολικό από μόνος του και γι’ αυτό του σπρώχνουν φιλεύσπλαχνα το κεφάλι μέσα οι παριστάμενοι αστυνομικοί.

Οι υποχρεωτικές, κατά την επ' αυτοφώρω σύλληψη και την μεταγωγή κρατουμένων, χειροπέδες, υποχρεωτικά αφαιρούνται κατά την (προ)ανακριτική ή επ’ ακροατηρίω απολογία και μετά την εισαγωγή σε κρατητήριο. Δυνητικές είναι (διακριτική ευχέρεια αστυνομικού συνοδείας) κατά την προσαγωγή υπόπτου ή τον πειθαναγκασμό φασαριόζου κρατουμένου στις φυλακές.

Ο γνωστός μας αρχι-δεσμοφύλακας, αιτιολογώντας πειθαρχικά μέτρα κατά παραπονούμενου κρατουμένου, που βγήκε στα κανάλια μετά από στάση, αναφέρθηκε μόνο στην λεγόμενη «λαβή συνοδείας» που του επεβλήθη, δηλαδή λαβή ακινητοποίησης και προσαγωγής στασιαστού (ποιος ξέρει τί ξύλο έφαγε)...

Παλιά (1920-1960), οι χειροπέδες σταθεροποιούνταν στα ανοσιουργά χέρια με βίδες, που έσφιγγε όσο ήθελε ο αστυνομικός, για να’ χει το κεφάλι του ήσυχο.

Η χειροπέδηση (ιδίως η πισθάγκωνη) είναι εξαιρετικά επαχθές μέσο ποινικού δικονομικού καταναγκασμού και πρέπει να γίνεται με αναλογική φειδώ, δεδομένου ότι είναι επώδυνη για τον κρατούμενο και μπορεί να προκαλέσει ακόμα και μόνιμες βλάβες ιδίως στους καρπούς! (Φυσικά, υπάρχει και η προανακριτική μέθοδος του χτυπήματος στην μάπα με χειροπέδες προς απόσπασιν ομολογίας, αλλά τούτο είναι άλλου παπά ευαγγέλιο...)

Ιδίως ένας χειρώναξ (π.χ. μουσικός, γλύπτης, χειρουργός κλπ), υποφέρει περισσότερο από κάθε άλλον όταν χειροπεδείται, αφού τα χέρια του είναι το ψωμάκι του και τυχόν ζημιά θα του το στερήσει. Ο John Densmore (ντράμμερ των Doors), αναφέρει ότι ζητούσε από το γουρούνι που τονε βούτηξε χωρίς αφορμή, να λασκάρει λίγο τους κελεψέδες, γιατί του προκαλούσαν κάκωση στους καρπούς και δεν θα μπορούσε να ξαναπαίξει - ιδίως μποσσανόβες που θέλουν ταχύτητα και δύναμη στο περικάρπιο - κι αυτός ο πουσταράς τις έστριβε χαμογελώντας...

Σε περίπτωση υπέρβασης του αναγκαίου μέτρου για την πειθαρχία του κρατουμένου, η χειροπέδηση μπορεί ακόμη και να στοιχειοθετήσει το ποινικό αδίκημα της σωματικής βασάνου και της απάνθρωπης κι εξευτελιστικής μεταχείρισης (π.χ. πέταμα σα σακί στην απομόνωση με χειροπέδες, πάτημα στη μέση και σφίξιμο χειροπέδης έως να τρίξουν, ολονύκτια κράτηση σε τμήμα με χειροπέδες και άλλα πολλά), αφού αποδεικνύεται ευχερώς από πρόσφατη ιατροδικαστική έκθεση, αρκεί να βρεθεί μηνυτής να μηνύσει, δικηγόρος να αναλάβει, δικαστής να καταλάβει κι Αη-Φανούρης να φανερώσει (!)

Πάντως, σημειωτέον ότι οι παλιοί χωροφύλακες συνοδείας από μεταγωγών σε φυλακή, ήσαν εξαιρετικά μειλίχιοι έως δημοκρατικοί άνθρωποι (90% ήταν Κρήτες), πράγμα το οποίον αναφέρει προς τιμήν του, σε πολλά βιβλία του και ο Ηλίας Πετρόπουλος (μεταξύ άλλων).

Το αυτό επικρατούσε και με τους δεσμοφύλακες της πτέρυγας των πάλαι ποτέ μελλοθανάτων, οι οποίοι ήταν άκακα ανθρωπάκια και στους οποίους οι σκύλοι δεσμοφύλακες («πράσινη φυλή») φόρτωναν επιτήδεια τη φύλαξη των ξεγραμμένων καταδίκων, που δεν θα το’ χαν σε τίποτα να ξεκάνουν τους ίδιους γι’ αυτά που τράβηξαν...

Ήδη η αστυνομία χρησιμοποιεί χειροπέδες ασφαλείας (μετά τα χουνέρια με τον Ματέι, τον Πάσαρη, τον Σαμαρά, τον Παλαιοκώστα κλπ) αμερικάνικης προέλευσης, διότι οι παλιοί κελεψέδες πλέον προορίζονται μόνο για παιχνιδιάρηδες ερωτύλους, αφού η κλειδωνιά τους ανοίγει πανεύκολα!

Ασσίστ: Απο σχόλιο του μεγάλου Τζονμπλακ.

- Ρε φίλε, δεν ανοίγεις λίγο τους κελεψέδες; Μου’ χει κοπεί η ανάσα...
- Ούτε φίλος σου είμαι, ούτε στρατό κάναμε μαζί! Θα σε δει πρώτα ο εισαγγελέας και μετά θα δούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίσως ο κλασικότερος και πλέον καθιερωμένος σλανγκ όρος για την πρέζα, την ηρωίνη. Συναντάται και στο ουδέτερο: άσπρο.

Πρόκειται για ονομασία μάλλον παραπλανητική, στο βαθμό που η πραγματικά άσπρου χρώματος πρέζα, η λεγόμενη και καθαρή, σπανίζει. Για να βγει τέτοιο αστεράτο πράμα, απαιτείται ολοκληρωμένη κατεργασία των πρώτων υλών (όπιο) σε τέλεια εξοπλισμένα εργαστήρια. Τέτοιες μονάδες λειτουργούν κατά κύριο λόγο στο περίφημο Χρυσό Τρίγωνο στη ΝΑ Ασία. Η ταϊλανδέζικη πρέζα, η τάϊ, θεωρείται η καλύτερη του κόσμου και η λιγότερο αρρωστιάρα. Πάλλευκη και παντελώς άοσμη, έχει τη μορφή λεπτής κρυσταλλικής πούδρας. Τόσο λεπτής, που σχεδόν εξαφανίζεται με απλή τριβή πάνω στο δέρμα ή ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι δε εξαιρετικά όξινη, ρευστοποιείται πανεύκολα, χωρίς ξινά, λεμονάδες και άλλες διαλυτικές μαλακίες. Σχεδόν ούτε νερό δεν θέλει.

Στο Ελλάδα απλά δεν παίζει με την καμία να πετύχεις τέτοιο μπερκέτι. Αν τύχει και δεις άσπρη πρέζα, θα' ναι στάνταρ απ' τη ζάχαρη του κοψίματος... Ειδικά για την καθαρή ηρωίνη, επιφυλάσσονται λίαν χαϊδευτικά και γουτσιστικά σλανγκωνύμια, όπως Ασπρούλα ή Χιονάτη (με το δεύτερο να παραπέμπει τόσο στη λευκότητά όσο και στο γλυκό παραμύθιασμα της).

Οι εγχώριες αγορές μας, βολεύονται συνήθως με ηρωίνη χαμηλής ποιότητας, ατελώς επεξεργασμένη και με περισσότερες προσμείξεις. Σε αντίθεση με τη σιαμέζικη άσπρη, παίρνει τη μορφή χοντρόκοκκης σκόνης, με πολλούς σβόλους. Το χρώμα της ποικίλει από κιτρινωπό (συνήθως) μέχρι ροζ, γκρι ή καφέ. Παραδοσιακά, η πρέζα στις ελληνικές πιάτσες καταφθάνει εξ ανατολών, την Τουρκία ή το Πακιστάν, εξ ου και τα γνωστότατα «τούρκικη» και «πακιστάνικη». Σήμερα πίνουμε και μπόλικη αλβανική πρέζα, αλλά και σκοπιανή (!) Σ' όλες αυτές τις χώρες λειτουργούν καζάνια, προχειροστημένα δηλαδή εργαστήρια παραγωγής κι επεξεργασίας ηρωίνης. Ως τη δεκαετία του '60, καζάνια υπήρχαν και στην Ελλάδα.

Συμπέρασμα: η άσπρη είναι τυπική περίπτωση σλανγκ που λειτουργεί τρόπον τινά ευφημιστικά, εξωραΐζοντας μια πραγματικότητα και εκφράζοντας το «δέον», το ευκταίο (μακάρι δηλαδή όλες οι ζαπρέ να 'ταν άσπρες!).

Γενικά, παίρνοντας ως αφορμή τη λευκότητα, την ακουστικότητα, τη βρωμιά, την επίσημη ονομασία ή και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα της ηρωίνης, μπορεί οποιοσδήποτε με λίγη φαντασία να δημιουργήσει άπειρα σλανγκωνύμια για την ουσία αυτή, πολλά από τα οποία δεν ξεπερνούν τα όρια της ιδιωτικής χρήσης. Θα έλεγε κανείς - με μια δόση υπερβολής - πως ο καθένας χρήστης έχει κατοχυρώσει μια δική του, καταδική του λέξη για να περιγράφει την ουσία-αρρώστια του...

Παραδείγματα: white horse=άλογο, hairy=μαλλιαρή (διότι προκαλεί μυρμήγκιασμα στο δέρμα), Harry=Ερρίκος (από το hairy), polvo, blanco, salt=αλάτι (υπάρχει και στο Εγκληματολεξικό του Γ. Πανούση), ζάχαρη, chick=γκόμενα, charlie, Helen, Hero, shit... Πολλά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και για την κόκα.

  1. Συχνά η άσπρη αντιδιαστέλλεται προς το μαύρο, δλδ το χασίς. Που κι αυτό, εξίσου παραπλανητικά, πολλές φορές μόνο μαύρο δεν είναι.

- Τρελάθηκες ρε; Δεν έχω φάει ποτέ άσπρη, μόνο κανά μαυράκι πού και πού πίνω, έτσι για το τζερτζελέ..

  1. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
    και δώστου εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.

Νίκος Καββαδίας, «Ο Γουίλι ο Μαύρος Θερμαστής από το Τζιμπουτί».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified