Further tags

Σύνθετη λέξη που προκύπτει από την συγκοπή και την σύνθεση των λέξεων Πεθε(ρά) + (Σα)βούρα.

Άχρηστο, άκομψο και ακαλαίσθητο αντικείμενο που έχει περιέλθει στα χέρια σου ως δώρο από την πεθερά σου.

- Πού το βρήκες μωρή αυτό το βάζο; Ούτε στα κινέζικα δεν τα πουλάνε πια αυτά...
- Άσε, έμπλεξα με την πεθεβούρα και δεν μπορώ να την πετάξω. Όποτε έρχεται σπίτι κοιτάει να δει που την έχω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των θαμώνων του προποτζίδικου. Περιγράφει το δελτίο του στοιχήματος που περιλαμβάνει περισσότερες από 6 (έξι) στοιχηματικές επιλογές. Το δελτίο εκτυπώνεται σε κομμάτι χαρτί ποιότητας που προσιδιάζει στην απόδειξη που παίρνουμε από τις συνήθεις συναλλαγές με καταστήματα. Όσο πιο πολλά πονταρίσματα, αυξάνει, ευθέως ανάλογα με το ανώτατο κέρδος, το μήκος του δελτίου και αν το απλώσεις μοιάζει πιότερο με στύλο, παρά με στήλη. Συνειρμική εξήγηση για τη χρήση του όρου, είναι ότι τα πολλά ματς που έχουν παιχτεί (μαζί με το μεγάλο ανώτατο κέρδος στο οποίο στοχεύουν, λόγω των πολλών αποδόσεων) «στηρίζουν» ένα όνειρο για πιο εύρωστο οικονομικά μέλλον -όμως αυτή η εξήγηση δεν στηρίζεται από την πλειοψηφία.

Η λέξη «δελτίο» δεν πρέπει να συγχέεται με το κουπόνι του «Πάμε Στοίχημα», το οποίο είναι η χαρακτηριστική πράσινη-άσπρη σελίδα που περιλαμβάνει όλα τα πιθανά πονταρίσματα και τις αποδόσεις τους για τους αγώνες των επόμενων ημερών, βρίσκεται σε αφθονία στα πρακτορεία του ΟΠΑΠ και θέλει πολλή τέχνη για να τα διπλώσεις σωστά, ώστε να μην μοιάζει με χρησιμοποιημένο χαρτομάντηλο.

Ηλίας: - Πήγα στο προποτζίδικο και έπαιξα 9 ακριβή σκορ για το Σ/Κ! Ανώτατο κέρδος, 1.000.000 ευρώ.
Κωνσταντίνος: - Πού είναι ο κουβάς, να τον δω να γελάσω;
Ηλίας: - Να, εδώ μαζί μου το έχω, ρε βλακαμά.
Κωνσταντίνος: - Καλά ρε, πώς χώρεσες ολάκερη κολόνα στο πορτοφόλι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηχάκι που χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο από τους καραβομαραγκούς. Μεταφέρει ουσιαστικά τη μέτρηση από ένα τμήμα του σκαριού στο άλλο και μετά πετιέται. Απαντάται στις αρχές του 15ου αιώνα σε Ιταλικά ναυπηγικά κείμενα ως morello.

Για να βρεις σωστά το βιάρισμα της κουπαστής καλό είναι να πάρεις μερικά μορέλλα πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η τουαλέτα, εκ του Αλβανικού hale. Προφέρεται με βαρύ σαλονικιώτικο λ για να είναι πιο χορταστικό. Παρότι η λέξη δεν είναι χυδαία, το άκουσμά της προκαλεί αποτροπιασμό στους «καθωσπρέπει» γύρω μας. Είναι αυτό που λεν οι Άγγλοι «crude expression». Ιδανική η χρήση του όταν θέλουμε να συγχύσουμε καμιά θείτσα.

  2. Το χαμένο κορμί, ο τίποτας, το ρεμάλι, το κατακάθι, ο τελευταίος. Συνήθως άεργος, παράσιτο της κενωνίας, πότης, τζογαδόρος και ό,τι άλλο κουσούρι μπορεί να φανταστεί κανείς. Μία λέξη τα καλύπτει όλα.

  1. Η θεία: - Πού πας αγόρι μου;
    Το οργισμένο νιάτο ανηψιός: - Στο χαλέ πάω ρε θειά! Θες να 'ρθείς;
    Η θεία:- Τσ τσ τσ! Τί εκφράσεις θεέ μου...

  2. - Τα'μαθες; Κόψαν το ρεύμα στο σπίτι του Τάκη.
    - Τελέρε! Έχει δυσκολίες ο Τάκης;
    - Τι δυσκολίες μωρέ; Το ρεμάλι έπαιξε το μισθό του στο στοίχημα.
    - Α καλά μιλάμε για μεγαααααάλο χαλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mια λέξη της αργκό που κατά την γνώμη του γράφοντος θα έπρεπε να αντικαταστήσει την ευπρεπισμένη, αλλά ανακριβή, έκφραση «εργολάβος οικοδομών» ή πιο λαϊκά, κατασκευαστής πολυκατοικιών.

Πρόκειται για ένα σύνηθες «επάγγελμα» που απέφερε πολλά λεφτά σε πολλούς, αμφιβόλου ηθικής, απεγνωσμένους και πρόθυμους να ρισκάρουν και να παραβιάσουν τον Νόμο ανθρώπους (κοινώς λιγούρηδες), (αποτυχημένους) πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες, αλλά και σχεδόν ή εντελώς άσχετους με το αντικείμενο της οικοδομής, από νομικούς, γιατρούς και λογιστές μέχρι εργάτες και νταλικέρηδες, μέχρι το ξεφούσκωμα της φούσκας των ακινήτων στην Ελλάδα με την οικονομική κρίση, το 2009.

Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι αυτοί κατά κύριο λόγο πουλούσαν σπίτια, ήταν έμποροι σπιτιών. Δεν τα σχεδίαζαν, δεν τα κατασκεύαζαν, δεν είχαν καν αναλάβει το έργο (εργολάβοι), αφού απλά επόπτευαν μια έμπειρη μάδα οικοδόμων που έχτιζε τυποποιημένες πολυκατοικίες στον αυτόματο πιλότο και που στην πράξη διηύθυνε ο συνήθως Αλβανός και ανασφάλιστος, όπως και οι οικοδόμοι και εργοδηγοί, υπεργολάβος.

Με το τριτοκοσμικό σύστημα της αντιπαροχής, έχτιζαν σε ξένα οικόπεδο χωρίς να χρειάζονται κεφάλαιο και πλούτιζαν λειτουργώντας σαν νταβατζήςδες -αφού ο μέσος άνθρωπος δεν μπορούσε να βρει και περισσότερο να ελέγξει τους αλλοδαπούς χτίστες, το έκαναν αυτοί με αντάλλαγμα χιλιοστά του οικοπέδου που τρέπονταν σε διαμερίσματα που κατόπιν πουλούσαν σε υπέρογκα ποσά.

Εν ολίγοις πουλούσαν σπίτια που δεν ήταν δικά τους και έβγαζαν τα περισσότερα λεφτά από όλους χωρίς να έχουν δουλέψει ή να έχουν οικόπεδο να χτίσουν. Αυτό που διέθεταν ήταν τίποτα, αέρας κοπανιστός στην αργκό, εξού και αεριτζήδες. Παρεμπιπτόντως, είχε τύχη να πέσει στα χέρια μου έγγραφο Εισαγγελέα όπου ελεγχόταν ένας εμποροσπιτάς για τον πλουτισμό του. Με μια πολύ προσεγμένη διατύπωση που δυστυχώς δεν ενθυμούμαι επακριβώς, περιέγραφε απαξιωτικά την ''εργασία'' του χωρίς να τον καθυβρίζει. Περίπου τον χαρακτήριζε καθ'επάγγελμα μεσίτη / μεσολαβητή ανάμεσα σε οικοπεδούχους και συνεργεία ανέγερσης οικοδομών.

Αυτή είναι μάλλον και η πιο σωστή περιγραφή αυτού του ιδιότυπου σχεδόν επαγγέλματος, που υφίσταται μόνο στην Ελλάδα και στην Μάλτα από όλες τις χώρες -πολιτισμένες και μη- του κόσμου, του εμποροσπιτά που εποπτεύει συνεργεία οικοδόμων που χτίζουν σε ξένα οικόπεδα και στη συνέχεια πουλάει τα διαμερίσματα που χτίστηκαν σε ξένο οικόπεδο με ξένα λεφτά και πλουτίζει!

-Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;
- Eπιχειρηματίας.
- Τι επιχειρηματίας;
- Eργολάβος οικοδομών.
- Α κλέφτης ήταν...
- Ε όχι και κλέφτης!
- Καλά... Εμποροσπιτάς... Πφφ...

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 25/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για όλα τα νονέϊμ είδη που χορηγεί ο Ε.Σ. στους στρατευόμενους. Χαρακτηρίζονται από:

  • Αμφίβολη ποιότητα
  • Άγνωστη προέλευση
  • Άγνωστη σύνθεση
  • Το λογότυπο Ε.Σ. που τα καθιστά ακατάλληλα για χρήση εκτός στρατοπέδου χωρίς να γίνουμε ρόμπα κλαρωτή.

Αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις:

  • Τυρί υπηρεσίας (το κλασικό κίτρινο εγκυτιωμένο τυρί)
  • Κρέας υπηρεσίας (ο πάλαι ποτέ γκοτζίλας)
  • Κουνουπέλαιο υπηρεσίας
  • Πετρέλαιο υπηρεσίας (νοθευμένο μέχρι αηδίας)
  • Πετσέτα υπηρεσίας (η γνωστή πράσινη με το Ε.Σ.)
  • Σαγιονάρα υπηρεσίας (η γνωστή μπλέ με το Ε.Σ.)
  1. (Σε εστιατόριο κέντρου νεοσυλλέκτων)
    - Ρε μαλάκα, στο θεό σου! Τι είναι αυτό που τρώμε; Χοιρινό ή μοσχάρι;
    - Είναι κρέας υπηρεσίας φίλε.
    - Δηλαδή;
    - Μού'πε ο μάγειρας οτι η σφραγίδα του κτηνίατρου είναι απο το Μάρτιο του 1952, και οτι το κόβουνε μερίδες με την πριονοκορδέλα.
    - Αυτή είναι η γκοτζίλα που ακούγαμε... Λές να πάθουμε τίποτα;
    - Μπαααα αφου μας κάναν αντιπεθανικό.

  2. (Σε παραλία)
    - Κόζαρε ρε μαλάκα αυτούς τους δύο τύπους.
    - Ε τι;
    - Πετσέτα και σαγιονάρα υπηρεσίας στην παραλία;
    - Πώ-πώ μαλάκα... Δεν προκειται να σταυρώσουν γκόμενα με τίποτα.

  3. (Μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έπαθε το κινητό σου ρε φίλε;
    - Μη μου το θυμίζεις ρε, έπεσε αντικουνουπικό στην οθόνη και μου την έλιωσε.
    - Απο Autan έγινε αυτό;
    - Τι Autan μου λές ρε; Κουνουπέλαιο υπηρεσίας ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική αργκό των τραινάδων, συνήθως προφέρεται με μαγκίτικο τόνο ένεκα το επάγγελμα.

«Στη ρόδα» αποκαλείται το μάχιμο τροχαίο υλικό (αυτοκινητάμαξες, μηχανές έλξης, βαγόνια, φορτάμαξες κλπ) που βρίσκεται πάνω σε ράγες.

Σε αντίθεση δηλαδή με το υλικό που είναι προς συντήρηση, παροπλισμένο, ή που χορταριάζει εγκαταλελειμμένο σε μήκος των γραμμών του ΟΣΕ ή στους Λαχανόκηπους Νέας Ιωνίας.

Πρακτικά αν τα τρένα είναι συνέχεια στη «ρόδα» και δεν διερευνώνται λεπτομερώς οι όποιες ενδείξεις βλαβών στη διάγνωση, αυτές προκαλούν επόμενες. Συσσωρεύονται κια μετά το πράγμα καταλήγει σε γενικό blackout (μουλάρωμα). (εδώ)

Ceci n\'est pas στη ρόδα. (από σφυρίζων, 06/02/14)(από σφυρίζων, 06/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Κοκταίηλ σερβιρισμένο στο σκαμμένο εσωτερικό ενός καρπουζιού, το οποίο χρησιμεύει ως δοχείο και για να δίνει τη γλυκιά γεύση του στο περιεχόμενο. Πίνεται με καλαμάκια από την παρέα - υποτίθεται ότι παίζει και με βιδωτό βρυσάκι στο κάτω μέρος του καρπουζιού.

Πολύ καλοκαιρινό, παρεΐστικο και ταιριαστό με beach bar και ψιλοξεσαλώματα (τα γλυκά κοκταίηλ βαράνε!).

Από εδώ:

Ένα παιδί από την Κω έμαθε στην παρέα την Καρπουζοχαρά. Δες κι εσύ για να μαθαίνεις.
Παίρνεις καρπούζι, ρούμι, χυμούς, πάγο, μαχαίρι, κουτάλι, καλαμάκια και σουρωτήρι.
Από το καρπούζι κόβεις το 1/4.
[...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορικά: κάγκουρες υπήρχαν ανέκαθεν. Οι ιστορικές και τεχνολογικές εξελίξεις όμως τους ευνόησαν να αναπτυχθούν επικίνδυνα. Οι Άνδρες με το Α κεφαλαίο αποφάσισαν να δηλώσουν τον ανδρισμό τους είτε για να κεντρίσουν το γυναικείο ενδιαφέρον είτε για να νιώσουν απαλλαγμένοι από αυτό ως εξής:

Στυλιστικά: Και πρωί και βράδυ κάτι με τζιν, κάτι στενό αλλά όχι με έξαλλο κόψιμο, γυαλί που βγάζει μάτι από χιλιόμετρα, μαλλί φτιαγμένο ''αλά αντρικά''(=μαλλί που προσδίδει ύψος)

Κοινωνικά: συμπεριφορά αρνητική προς κάθε τι το γυναικείο. μηχανάκι/αυτοκίνητο -οι πιο τυχεροί- με εξάτμηση (τα αυτόματα για τις γυναίκες και τους πούστηδες) φτιαγμένο (οι άντρες ανέκαθεν είναι ικανοί στα ηλεκτρολογικά. τι; δεν το έφτιαξαν αυτοί; άντε καλέ).

Η καγκουριά συνοψίζεται σε μία απεγνωσμένη έκκληση για ενδιαφέρον και για πρόκληση της προσοχής, γι' αυτό και άλλος έχει καγκουριά στην εμφάνιση, άλλος στην συμπεριφορά, άλλος και στα δύο.

Ως καγκουριά πολλές φορές θα πούμε και τη γαϊδουριά.
Η καγκουριά ως τάση ξεκινάει από τα σχολικά χρόνια, αλλά υιοθετήθηκε και από μεγαλύτερης ηλικίας Άνδρες, πολλές φορές με καταστροφικά αποτελέσματα.

Σχετίζεται με την δήλωση ανδρισμού, με την διαφοροποίηση από τους γκέυ, με την ανάγκη για γκόμενα επειγόντως.

Παρκαρισμένο αμάξι κίτρινο μεταλιζέ, πάμφθηνο όταν αγοράστηκε, με διπλάσιο κόστος στο να φτιαχτεί: τι εξάτμιση, τι ηχεία, γενικά ό,τι βγάζει μάτι και κάνει θόρυβο (σε είδαμε αγόρι μου ερέμησε).

Ξαφνικά ένα τριχωτό χέρι με καδενούλα χρυσή ή δαχτυλίδι βγαίνει από το παράθυρο του αυτοκινήτου το οποίο έτσι κι αλλιώς το οδηγεί με το ένα χέρι (το άλλο στο λεβιέ). Και πετάει σκουπίδι. Ενώ οδηγεί. Πίσω εσύ με τον κουβά. Σου ήρθε στο παρμπρίζ. Γελάει. Καγκουριά. Χρειάζεται πολύ για να το καταλάβεις;

Ομώνυμο άσμα (από Khan, 11/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νίντζα γιαγιαδισμός που επαναφορτώθηκεκαι φοριέται από αστειάτορες νέας κοπής.

Εκφέρεται στην θέα κάποιου αλλόκοτου, αινιγματικού ή σουργελώδους υποκειμένου ή αντικειμένου, πάντα με επιτηδευμένη ρουστίκ προφορά.

1.
αβατάρα; τ' είν' τούτο; ή τα ελληνικά μου πάσχουν ή κάποιο τυπογραφικό λάθος έγινε.

1.
ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ... τ' ειν' τούτο πάλι!

2.
Τ’ είν’ τούτο που φοράς, καλή μου;

3.
[img]http://img383.imageshack.us/img383/1264/ela1cq.gif[/img]
Τ' είν' τούτο;;;;; :-o :-o :-o :-o :-o :-o :wow: :wow: :wow: :wow: :wow: :-; :-; :-;

Στο 1.00 με την καυλή έννοια. (από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published