Further tags

Εκφέροντας τον όρο, μιλάμε:

1) Χιουμοριστικάγια τη χύτρα ταχύτητας. Διανθίζουμε έτσι τη φάση, κάνοντας σεξουαλικό υπονοούμενο, εάν η περίσταση το επιτρέπει. Η γλώσσα του σώματος (πονηρό κλείσιμο ματιού, μορφασμοί, κλπ) και τα συμφραζόμενα, βοηθούν στην ορθή αποκωδικοποίηση του λόγου μας. (βλ. παρ.1).

2) Για μια μάνα, που σα χύτρα ταχύτητας ξεπέταξε απ' τη μήτρα της, ένα λόχο παιδιά σε χρόνο ρεκόρ. Δεν κωλώνει με τίποτα. Σωστό...ντούρασελ (βλ. παρ. 2 και φωτογραφία 2).

3) Για τη βασίλισσα της ξεπέτας, που σα χύτρα ταχύτητας, φτάνει γρήγορα σε σημείο βρασμού και ολοκληρώνει γρήγορα. Για πουσάρισμα των γήπεδικών επιδόσεων, συνίσταται συνεύρεση με ταχυπηδήκουλα. (βλ. παρ. 3).

  1. - Άντε... πείνασα. Πότε θα βάλεις τη μήτρα ταχύτητας στη φωτιά;

  2. Με μια χύτρα ταχύτητας κάνεις παϊδάκια σε 9-13 λεπτά. Με μια μήτρα ταχύτητας κάνεις τα παιδάκια της φωτογραφίας 2 σε 9-13 χρόνια (βλ. φωτογραφίες).

  3. Η Μαρίτσα που λες, είναι ευρύτερα γνωστή ως μήτρα ταχύτητας. Ήρθε στην Αθήνα από την Κοζάνη για να σπουδάσει στη Φαρμακευτική, αλλά μόλις τέλειωσε το πρώτο έτος, συνειδητοποίησε πως άλλη ήταν η κλίση της. Έτσι άλλαξε κλάδο. Προκειμένου να αξιοποιήσει τον υπάρχοντα εξοπλισμό της και να κάνει μια λαμπρή καριέρα, δανείστηκε, αγόρασε διαμέρισμα και μέσα σε λίγα καιρό με τις υπηρεσίες που παρείχε στους πελάτες, έκανε απόσβεση. Αλλά μιλάμε για προκομμένη κοπέλα. Όχι αστεία. Εκεί που οι άλλες σταματούν, εκείνη συνεχίζει. Το... ντούρασελ. Γεννήθηκε για αυτό. Έχει το...τάλαντο.

Παράρτημα
Από ταινία του Στάθη Ψάλτη

-Έβαλα το φαγητό στη μήτρα ταχύτητας!
-Πού το έβαλες;
-Στη μήτρα ταχύτητας!
-Φαγητό θα φαμε, μωρή, ή αποβολή;;;

Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε μια διαδικτυακή αγορά, νήμα αποκαλείται το σύνολο των απαντήσεων σε κάποια αρχική καταχώριση. Τα νήματα συνήθως φέρουν τίτλο και εμφανίζονται χρονολογικά ως ενότητες. Οι συντελεστές των αγορών συχνάκις υφαίνουν ολάκερα σεντόνια.

Ως νέοι Άτροποι, οι ρουμάνοι τε και e-πονοματάρχες μπορούν να κόψουν το νήμα της ζωής ενός νήματος εάν αυτό κριθεί αναγκαίο.

Δεν πρέπει να συγχέεται με το νήμα εκτέλεσης, τεχνικό όρο που αναφέρεται σε εντολές προγραμματισμού Η/Υ.

Εκ του αγγλικού thread.

Ρε πστ'μ, η σεντόνα του μπαταρισμένου κοντεύει να ξεπεράσει το νήμα του βερμουδιάρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόστρα, φιγούρα, επίδειξη, ποζεριά, Πουλ Μουρ.

Κατά την καθιερωμένη σημασία, λεζάντα είναι το σύντομο επεξηγηματικό κείμενο που συνοδεύει εικόνα, σκίτσο, φωτογραφία, βιντεάκι του Εσύ Τιουμπ κ.λπ. Είναι μεταφορά από το γαλλικό légende < λατινικό legenda («αναγνωστέα», γερούνδιο του ρ. lego = διαβάζω). Το κειμενάκι αυτό παίζει συνήθως πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του μηδιού που συνοδεύει, ακριβώς όπως η εξωτερική εμφάνιση μετράει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, στην εικόνα που θα σχηματίσουμε για το ποιόν ενός ανθρώπου.

Γίνεται κατανοητό λοιπόν, πως η σημασιολογική απόκλιση ανάμεσα στο «συνοδευτικό κειμενάκι» και τη «μόστρα», είναι μάλλον αμελητέα. Μ΄ένα λόγο, η μετάβαση απο την «κυριολεξία» στην σλανγκική μεταφορά, γίνεται χαλλλαρά και εύκολα.

Όταν π.χ. μια γκόμενα νοιάζεται μόνο για τη λεζάντα της, αυτό σημαίνει πως την απασχολεί μόνο το Φαίνεσθαι, το Θεαθήναι, η επιφάνεια, η εξωτερική της εμφάνιση. Οι παραδοσιακοί κλαψιάρηδες θα την έκραζαν, θα την εγκαλούσαν για έλλειψη βάθους, καλλιέργειας, ουσίας. Όπως ακριβώς καταδικάζουν και τις σύγχρονες κοινωνίες (αλλά και κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή). Ίσως της έλεγαν «είσαι ρηχή σαν το ταψί του μπακλαβά».

Καμιά όμως Ουσία δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι μόνο το Κείμενο (Derrida), δηλ. η Λεζάντα. Μόνον η Επιφάνεια σώζει. Όπως έλεγε ο Nietzsche, είμαστε επιφανειακοί από αγάπη για το βάθος (αυτό στέκει και ως σεξουαλικό υπονοούμενο). Με απλά λόγια, αν δεν πουλήσεις και λίγη μούρη, όλοι σ' έχουν χεσμένο (όπως είπε ο πόντικας Μοντεχρήστος στον Ισοβίτη του Αρκά και μετέφερε στα καθ' ημάς ο Χαλικούτης).

  1. - Είδες η Κατερινούλα πως εξελίχθηκε από τότε που ξεφόρτωσε το γιωργάκη (sic); Κάθε μέρα έξοδος κι έτσι, έχει πάρει αμπάριζα όλα τα γκλαμουρομάγαζα της Παραλίας σου λέω.. Τι Ακρωτήρι, τι Mao, τι Room, τι της Παναγιάς τα ράμματα.. Έχει βρει και κάτι μαλάκες καληνυχτάκηδες με Πορσικά και την πηγαινοφέρνουν. Πολύ λεζάντα μιλάμε η δικιά σου, πολύ Πουλ Μουρ.

  2. - Γάμησέ τα ρε φιλαράκι, χαθήκαν οι σοβαρές γυναίκες απ' την πιάτσα. Όλες μόνο για τη λεζάντα τους κόβονται, για τα παπούτσια τους, τα βαφτικά τους, τα βρακιά τους, τις μουνότριχές τους... Επίπεδο πάτωμα σε λέω, άστα να παν στο διάλο.
    - Δηλαδή εσύ ρε μεγάλε την προτιμάς γραμματιζούμενη κι έτς τη γκόμενα, να βλέπετε τη φεγγαράδα και να συζητάτε για ποίηση; Ή θες ένα ξανθό πατούρι να το σπάσεις στον πούτσο; Γιατί αν ψάχνεις το πρώτο, εσύ δε θες γυναίκα, εσύ θες την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ ναούμε..

  3. - Να σου πω ρε Τζορτζ, δε τσιμπάς το Μερσεντικό να πεταχτούμε μία μέχρι το Κολωνάκι για καφέ;
    - Την παλεύεις αγορίνα μου με την πάρτη σου ή σου 'χει λασκάρει; Θα κουβαλάω τη Μερσέντα σαββατιάτικο, σε μέρος που θα βρούμε να παρκάρουμε του του Αγίου Πούτσου ανήμερα; Είσαι σοβαρός; - Μην πήζεις ρε μαλάκα.. Θα σου πληρώσω γω το πάρκιν άμα είναι. Στην τελική, για λίγη λεζάντα ζούμε σ' αυτή τη ζωή..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο çamaşır που απλά σημαίνει άπλυτα.

Άλλη μια τουρκική λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον για να εκφράσει καταστάσεις στα Ελληνικά, που οι περισσότερες δεν αντιστοιχούν ούτε στην κυριολεξία αλλά σε μια μεταφορά που πολλές φορες είναι τιραμισουρεαλιστική, όπως τα καλαμπαλίκια και το ντεμέκ π.χ..

Μπορεί να σημαίνει (τυχαία συλλογή από το νέτι): αρχίδια, πούτσες, σεξουαλικές στάσεις, emoticons σε chat, περιττά πράγματα, εμπόδια, φίδια, μύδια, κλπ. Εναλλακτικό λήμμα στο slang.gr είναι και το τσαμπασίρια για τα προσωπικά είδη, μάλλον γυναικεία αλλά το έξτρα π θεωρώ ότι είναι πλεονασμός του καλλιτέχνη…

Αν και πολλά από τα προαναφερόμενα μπορεί να είναι και άπλυτα σχεδόν ποτέ πια δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για τα λερωμένα, τα άπλυτα, αυτά που χρειάζονται μπουγάδα δηλαδή.

  1. - Άντε μην μαζέψω τα τσαμασίρια μου και την κάνω από δω μέσα καμμιά μέρα. Όλο αύριο, αύριο, έχω τρελλαθεί στο χειρογλύκανο… Το δεξί μου χέρι μοιάζει με μποντιμπιλντερά ρε πούστη μου…

  2. - Ρε συ Λούλα, σαν πολλά τσαμασίρια δεν μάζεψες εδω μέσα, μην χέσω!

  3. - Άιντε, πάρε τονμπούλο, μην σου ρίξω κανά τσαμασίρι και με θυμάσαι για πάντα...

  4. - Τα τσαμασίρια, τ'άπλυτα, τα παραπεταμένααααα, πάρτα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πιά για μέεεεναααα! (o original στίχος του άσματος που κόπηκε από την Ελληνάραδικη δικτατορία του Μεταξά σύμφωνα με έγκριτους μουσικονετολόγους)

Βλέπε και μαρκούτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλείται έτσι περιφραστικά το αυτοκίνητο. Κύρια και πιο σημαντική παράμετρος καταξίωσης στον άτυπο αλλά αδυπώπητο ανταγωνισμό μεταξύ των ανδρών αποτελεί, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το γεννητικό μόριο τους, το μέγεθος (κεφαλουραίο μήκος του οχήματος) και έπονται η ιπποδύναμη, οι άνετοι χώροι και τα αξεσουάρ. Όταν την έχουμε μεγάλη (την προέκταση του ανδρισμού μας), μεταμορφωνόμαστε σε κυρίαρχους της ασφάλτου και όλοι οι υπόλοιποι υπάρχουν μόνο για να μας υποβάλλουν ταπεινά ρισπέκ και αυτό αντανακλά τόσο στην οδήγηση μας όσο και γενικότερα στον τρόπο συμπεριφοράς μας. Άλλωστε για μια υπόληψη δε ζούμε όλοι;

- Πήγε ρε συ ο τρισμάλ και πάρκαρε την προέκταση του ανδρισμού του πάνω στη ράμπα των ατόμων με αναπηρία. - Ευτυχώς τον πήρανε χαμπάρι οι streetpanthers και του κολλήσανε το αυτοκόλλητο με τον γάιδαρο πάνω στο παρπρίτς, τον καραγκιοζάκο.

(από allivegp, 06/06/09)(από allivegp, 06/06/09)(από allivegp, 06/06/09)(από allivegp, 24/05/10)Προέκταση του ανδρισμού δέν νοείται μόνο το αυτοκίνητο. (από vikar, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό: είναι η «κομψή» θήκη για το μαξιλάρι που κατά τα προβλεπόμενα φτιάχνουν οι φαντάροι με μια μπιχλιασμένη κουβέρτα. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα αυτή η διαδικασία πέρα από την αμφιβόλου αισθητικής μόστρα του θαλάμου, αλλά αν δεν το φτιάξεις όπως το θέλουν πέφτει και καμπάνα άμα λάχει.

(από εδώ)
«Τα κρεβάτια είναι πάνω κάτω. Είναι στρωμένα με μια καφέ κουβέρτα και δύο μπλε σεντόνια τα οποιά παρέχει η υπηρεσία (τώρα τα σεντόνια που χρησιμοποιούνται είναι πράσινα). Ο φάκελος που γίνεται με μια άλλη κουβέρτα είναι ο χώρος που μπαίνει το μαξιλάρι όπως φαίνεται στη φωτογραφία.»

(από Cunning Linguist, 05/06/09)Ο φάκελός μου... Δεν είναι και υπόδειγμα, αλλά δεν βαριέσαι... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σλανγκ ονομασία της γνωστής μάρκας τσιγάρων με σκοπό την γελοιοποίηση των Γάλλων και της συνήθειάς τους να προσθέτουν άχρηστα γράμματα σε όλες τις λέξεις, την προσπάθεια να δοθεί στην αφ' υψηλού γαλλική προφορά της μάρκας μια πιο λαϊκή χροιά και ωσεκτουτού ευκολότερη εκφορά και την έμφυτη τάση του απλού καθημερινού καλλιτέχνη, που δημιουργεί τη σλανγκ, να δημιουργεί τη σλανγκ.

Η πραγματική προφορά της μάρκας τσιγάρων είναι (από ό,τι με πληροφορεί ο απεσταλμένος μου στο απέναντι περίπτερο) «γκουλουάζ». Άντε τώρα τρέξε και βγάλε την προφορά από αυτήν εδώ τη λέξη «Gauloises» αν δεν είσαι γαλλομαθής ή έστω έχεις εξασκηθεί στη γαλλική (και ναι, τα ασανσέρ, καλοριφέρ, μιλφέιγ, κρουασάν, βουλε βου κου σε αβέκ μουά δεν πιάνονται για γαλλικά). Ίσως τα ακούσετε και σαν «γκαυλοίσες» ή ακόμη καλύτερα σαν «γκαβλίτσες». Να ξέρετε ότι είναι ακριβώς το ίδιο - και δεν χρειάζονται σχόλια για το γκαβλ-, πάλιωσε.

- Κυρ-Παντελή, πιάσε δύο Ντιξάν αναβράζοντα με προτοκαλιούς κόκκους, ένα πακέτο Μίσκο αλντέντε, δύο χλωρίνες Κλινέξ με την νέα βελτιωμένη δράση οξυγόνου, δυο σοκοφρέτες και δυο τσικουλάτες για τα πιτσιρίκια και 2 πακέτα γκαυλόισες για μένα.
- Καλά Ορέστη μου, να στα στείλω με το παιδί;
- Όχι ρε Παντελή, από τότε που είδε το Μπακαλόγατο μας έχει τρελάνει στα «αμ πως» και στις μαλακίες, θα περάσω να τα πάρω εγώ.

(από Vrastaman, 04/06/09)(από vanias, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίαν εντυπωσιακός και extreme τύπος κόμμωσης, σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς.

Αμερικανιστί είναι γνωστό ως Mohawk, βρεττανιστί ως Μοhican, αλλά και (σπανιότερα) ως Mowie. To styling απλό: ξυρίζεις τελείως τις δύο πλάγιες όψεις του τριχωτού της κεφαλής, αφήνοντας στην κορυφή, στο μέσον ακριβώς, μια άθικτη λωρίδα μαλλιού να κυματίζει ανέμελη. Το αποτέλεσμα απλά βγάζει μάτια.

Ονομάστηκε έτσι από την ιθαγενή αμερικανική φυλή των Mohawk, για τους οποίους σώζονται μαρτυρίες πως όταν πήγαιναν στον πόλεμο, ξύριζαν το κεφάλι τους κατ’ αυτό τον τρόπο.

Η μοϊκάνα έγινε το απόλυτο σύμβολο της υποκουλτούρας των Punks, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Αργότερα υιοθετήθηκε και από άλλα groups και άλλες υποκουλτούρες, όπως π.χ. αυτή του Goth (γκοθάδες), υφιστάμενη κάθε φορά ποικίλες μετατροπές και διαφοροποιήσεις. Η μοϊκάνα δεν θα αργήσει να χρωματιστεί και πολιτικά, με την θερμή υποδοχή που της επιφύλαξαν οι νέας κοπής αναρχικοί/αντιεξουσιαστές (που ασφαλώς ανήκαν στο πολύ ευρύτερο ρεύμα των punk rockers). H σημειολογία της είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Διαθέτοντας αρχαίες πολεμικές περγαμηνές, συμβολίζει την προσχώρηση / εμπλοκή του φέροντος αυτήν, στον ακήρυχτο κοινωνικό πόλεμο εναντίον κάθε είδους Αρχής, που συνήθως συγκεκριμενοποιείται (ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο;) στο Κράτος, την Κυβέρνηση, το Σύστημα Εξουσίας, τον Καπιταλισμό, τον Ιμπεριαλισμό και (πιο πρόσφατα) την Παγκοσμιοποίηση.

Αυτός ο συσχετισμός με τους Ινδιάνους και την όλη ερυθρόδερμη μυθολογία (αντίσταση κατά του Λευκού, αδούλωτο πνεύμα, νομαδικός τρόπος ζωής, μυστικιστικές συνάφειες με τη Μητέρα Φύση) εξηγεί κατά το μεγαλύτερο μέρος την απίστευτη δημοφιλία της. Όμως κάτι υπολείπεται από την εικόνα για να είναι πλήρης, κι αυτό είναι η Ψυχολογία. Το απομονωμένο περήφανο τσουλούφι στην κορυφή της κεφαλής, δημιουργεί ευθέως φαλλικούς συνειρμούς, είναι φαλλικό σύμβολο. Όπως οι οβελίσκοι, τα μενίρ, τα αγάλματα των νησιών του Πάσχα και τόσα άλλα μνημεία, η αρρενωπή μοϊκάνα διατρανώνει την αδάμαστη ενεργητικότητα του κατόχου της, την ατσάλινη θέλησή του για επικυριαρχία, επιβολή, επικράτηση. Ο φαλλικός συνειρμός καθίσταται ακόμη περισσότερο άμεσος στην περίπτωση που η μοϊκάνα συνδυαστεί με τα καρφιά (spikes), τα οποία μορφοποιούνται με τη βοήθεια ποικίλων κολλωδών ουσιών. Η μοϊκάνα είναι απλά μνημειώδης, τελεία και καύλα.

Διατήρηση. Στην περίπτωση της απλής μοϊκάνας (μακρύ τσουλούφι που πέφτει προς τα πίσω), το μόνο που έχεις για να νοιαστείς είναι το τακτικό ξύρισμα των πλαγίων όψεων, ώστε να οριοθετείται με σαφήνεια το τσουλούφι. Θέλει βέβαια λίγη εξάσκηση για να πετυχαίνεις την τέλεια διαγράμμιση, αλλά σε γενικές γραμμές τα πράματα είναι εύκολα. Σε άλλες παραλλαγές, όπως αυτήν όπου το τσουλούφι διαμορφώνεται σε τεράστια καρφιά, κατακόρυφα διατεταγμένα, ίσως υπάρξουν (στην αρχή τουλάχιστον) κάποια ζόρια, αναλόγως και την επιδιωκόμενη πολυπλοκότητα. Για τη συγκράτηση των καρφιών (που ενίοτε αναφέρονται ως Liberty spikes, εκ της ομοιότητάς τους με τα καρφιά της κόμης του αγάλματος της Ελευθερίας στη Ν.Υ.) επιστρατεύονται κάθε είδους κόλλες, ασπράδια αυγού, ζελατίνη, άμυλο καλαμποκιού, καθώς και ειδικά προϊόντα styling (σπρέι, τζελ, αφρός, κερί κλπ). Περιττό να αναφέρουμε ότι τα τελευταία θεωρούνται φλώρικα και απορρίπτονται μετά βδελυγμίας από τους ορίτζιναλ μοϊκανούς, που προτιμούν να ζέχνουν αυγουλίλα παρά να υποκύψουν στα θέλγητρα του καταναλωτισμού και να θεωρηθούν επαναστάτες γιαλαντζί και υποφρικιά. Αν πάλι γουστάρεις το λουκ περικεφαλαία, με έναν ορθωμένο συνεχή τοίχο μαλλιού να τέμνει δεσποτικά απ' άκρου εις άκρον το κεφάλι σε δύο ημισφαίρια, τότε θα πρέπει μάλλον να γίνεις μάστορας και στο πιστολάκι, προκειμένου η φούντα σου να αποκτήσει την πολυπόθητη ξηρή εμφάνιση.

Πολλές μοϊκάνες βασίζονται και στη χρήση έντονων χρωμάτων (ροζ, κίτρινα, κόκκινα, πορτοκαλιά, μοβ), τα οποία μπορεί και να τίθενται εναλλάξ, σχηματίζοντας ψυχεδελικά ουράνια τόξα. Τα εγχώρια φρικιά ποτέ δεν πολυσυνήθιζαν την εμπριμέ μοϊκάνα. Όντας πολύ πιο μπρουτάλ και θιασώτες της sancta simplicitas (άγια απλότης), δεν ένιωθαν άνετα με τέτοιου είδους βρετανικίλες, που πάντοτε ήταν πιο πολύ μόδα και λιγότερο εξεγερσιακή στράτευση. Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για δεκάδες άλλες παραλλαγές του βασικού Mohawk, όπως το bi-hawk (δύο λωρίδες), το tri-hawk (τρεις λωρίδες, αναγκαστικά μικρότερες, όσο αυξάνεται ο αριθμός τους τόσο μειώνεται το πλάτος τους), το duo-hawk (όταν η λωρίδα ξεκινά ενιαία για να χωριστεί κατόπιν σε δύο τμήματα), το dreadhawk (όταν η τούφα πλάθεται σε τζίβα), το Inverted Mohawk ή Reverse Mohawk ή No-hawk ή Anti-hawk (όταν ξυρίζεις μόνο μια λωρίδα στην κορφή, εκεί που θα ήταν κανονικά το Mohawk), το Roman Mohawk ή Sunhawk (όταν η λωρίδα διασχίζει το κεφάλι εγκαρσίως, από το ένα αυτί στο άλλο, και όχι κατά μήκος, από το κούτελο ως το σβέρκο).

Το Halfhawk ή Tophawk συνιστά μια μεσοβέζικη κατάσταση, όπου το τσουλούφι καλύπτει μόνο το επάνω τμήμα του κεφαλιού, και δεν κατεβαίνει προς τα πίσω, στο σβέρκο. Είναι οπωσδήποτε πιο φλώρικο από την αυθεντική μοϊκάνα, πλην όμως έπαιξε αρκετά εδώ στην Ελλάδα, από όσους ήθελαν να είναι μέσα στο πνεύμα της εποχής, απέφευγαν ωστόσο να ταυτιστούν με τα άκρα.

Σε γυναίκες κυρίως απευθυνόταν το λεγόμενο Garbo-hawk: στις πλάγιες πλευρές αντί για ξύρισμα πέφτει απλά ένα πολύ κοντό κούρεμα, ενώ μια μεγάλη φράντζα (το ίδιο το hawk) πέφτει μπροστά και καλύπτει το ήμισυ του προσώπου, όπως περίπου στα γιαπωνέζικα καρτούνια. Κάτι παρόμοιο, σε εντελώς fashion victim πνεύμα, είχε κάνει πριν κάτι χρόνια η Βίσση.

Υπάρχει τέλος και το ντιπ για ντιπ φλώρικο Fauxhawk, όπου απλά έχεις αφήσει ελάχιστα πιο μακριά τα μαλλιά στο κέντρο και τα σηκώνεις με τζελ, χωρίς βέβαια να έχεις ξυρίσει καθόλου τα πλάγια. Είναι ένα από τα πολλά hairstyles των σημερινών ερμαφρόδιτων πιτσιρικάδων, εκφυλισμένη μορφή και μακρινή ανάμνηση της ένδοξης μοϊκάνας των 80's (άντε και λίγο των 90's).

Και αφορμής δοθείσης εκ του Faux, λίγη κοινωνιολογία για το τέλος. Πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια ακόμη, τα μοϊκάνια, τα πανκιά, τα φρικιά, οι ανάρχες, ενέπνεαν το δέος και το σεβασμό. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν θέσει ενσυνείδητα εαυτόν παρά την κοινωνία την οποία μάχονταν. Δεν κρύβονταν πίσω από κουκούλες διότι δεν είχαν τίποτα να κρύψουν. Ήταν αυτό που ήταν. Δεν το 'χαν δίπορτο. Δεν είχαν διπλή ζωή, του στιλ σήμερα τα σπάω στην πορεία με τους μπάχαλους και αύριο πάω με το γκομενάκι μου σε χλιδάτη καφετέρια και πληρώνω 4 ευρώ το νεροζούμι. Ο χώρος του «περιθωρίου» ήταν πολύ περισσότερο περιχαρακωμένος, ήθελε αρχίδια για να περάσεις στην αντίπερα όχθη. Το περιθώριο θέλει ζόρι και κουπί και δεν μπορείς πάντα να κάνεις το παπί, τραγούδαγε ο Μπουλάς στο Ελλάς.

Σήμερα όλα παίζουν, οι κίνδυνοι είναι πολύ περισσότεροι, δεν ξέρεις από πού να φυλάγεσαι. Στη σαλαμοποίηση αυτή κυρίαρχο ρόλο έχουν παίξει τα νέα μέσα επικοινωνίας με την τερατώδη ανάπτυξή τους. Σήμερα όσο εξτρίμ κι αν είσαι, όσο σουρωτήρι κι αν έχεις γίνει απ' το piercing, όσο εφημερίδα κι αν είσαι απ' τα τατού, δύσκολα θα πάρεις μια δεύτερη ματιά στο δρόμο. Όλα πλέον είναι μόνο μόδα, καμιά ουσία δεν υπάρχει (αν ποτέ υπήρξε). Όλα είναι απλά σημεία, όπως έλεγε ο λατρεμένος Jean Baudrillard. Kι αν ακούγομαι κάπως νοσταλγικός, ανασυστήνοντας ένα εξιδανικευμένο πλασματικό παρελθόν, να με συγχωρείτε, διότι το παρόν έχει το χαρακτήρα ενός tribute, ενός φόρου τιμής, μιας εκδήλωσης μνήμης.

Νομίζω πως περιττεύει.

(από BuBis, 21/08/09)

Σύγκρινε με μουλέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως ήδη όλοι γνωρίζουμε, κερατάς είναι ο μπάτσος, διότι λόγω της κωλοδουλειάς που κάνει έχει αφήσει τη γυναίκα του ελεύθερη να ξεσαλώνει.

Ο μπάτσος γενικώς και αορίστως; Εδώ οφείλουμε να προβούμε στις αναγκαίες λεπτές εννοιολογικές διακρίσεις, να εισάγουμε τις απαραίτητες διαφοροποιήσεις. Διότι εδώ ούτε μπρίκια κολλάμε, ούτε τζιτζίκια πεταλώνουμε, ούτε τσάμπα χτενιζόμαστε.

Κερατάδες είναι κατεξοχήν οι μπάτσοι της ασφάλειας, οι ασφαλίτες, που συχνά τους αναφέρουν και ως λίτες, χάριν ανετίλας και ξεκαρφώματος. Πέραν της απέχθειας και της περιφρόνησης που εμπεριέχει, ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός παραπέμπει επίσης και στις κεραίες-κέρατα που διαθέτουν οι ασφαλίτες, μέσω των οποίων γνωρίζουν τα πάντα. Αυτά τα κέρατα-κεραίες αφορούν είτε εξελιγμένο τεχνολογικό εξοπλισμό και λοιπά μπατσικά ψιψιψόνια, είτε και τις φυσικές ικανότητες των ασφαλιτών, που βέβαια δεν είναι οι τσάκαλοι που θέλουν να μας τους παρουσιάζουν, αλλά όσο και να το κάνεις δεν είναι και τα γίδια που θα συναντήσεις στο τμήμα της γειτονιάς σου.

Κερατάδικο, λοιπόν, είναι το μπατσικό της ασφάλειας, το ασφαλίτικο αυτοκίνητο, σε αντίθεση με το καρούμπαλο, που είναι το απλό περιπολικό. Καμιά φορά βέβαια, όταν οι ασφαλίτες έχουν όρεξη για ταρζανιές, κοτσάρουν το removable καρούμπαλο (λέγε με και σειρήνα) στην οροφή και τη βλέπουν αμερικάνικη ταινία κι έτσι.

Κατά τον ίδιο τρόπο, κερατιά δεν είναι τόσο το σύνολο της τιμημένης μπατσοσύνης, όσο η επίφοβη Ασφάλεια, και ακόμη πιο συγκεκριμένα η Δίωξη Ναρκωτικών, η νάρκα.

- ...και σκάει ρε φίλε το κερατάδικο, ακριβώς επάνω στο νταραβέρι και μας την πέφτουν για έλεγχο...
- Και τι έγινε;
- Ευτυχώς προλάβαμε και τα ξεφορτώσαμε ό,τι είχαμε, αλλιώς την είχαμε πουτσίσει.
- Καλά, και δεν την ψυλλιάστηκαν;
- Η κέντα ήτανε στημένη για άλλον, απλά γαμήθηκε ο Δίας και πέσαμε πάνω τους, κατάλαβες; Πήγαμε πάσο και τη βγάλαμε καθαρή.
- Σωστός ο νέος.

Dial 999... (από HODJAS, 03/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified