Further tags

Η πιο περήφανη κλανιά. Ηχεί δυνατή και καθάρια ακόμα και μέσα από τα ρούχα, έχει σταθερή ένταση από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν σου ξεφεύγει ποτέ, ίσα-ίσα είναι πιστότατη και ρυθμίζεται το πότε θα την αμολήσεις -κάτι σαν τραγούδι ρε παιδάκι μου, άντε σαν ρέψιμο-, αντηχεί ωραιότατα μέσα στη λεκάνη, εισάγει, συνοδεύει, ή επιλογίζει αριστοτεχνικά το χέσιμο, τραντάζει γλυκά τον πρωκτό και τα κωλομέρια, σκάει αναπάντεχα ωσάν το πυροτέχνημα, δεν μυρίζει, ανακουφίζει, αδειάζει χώρο στο έντερο και ξεφουσκώνει η κοιλιά, σημαίνει υγεία και όχι αρρώστια, σημαίνει αντρισμό άλλο πράμα, είναι η αρχόντισσα των κλανιών. Μετά απ' αυτήν έρχονται οι άλλες, η κούφια, η σφυριχτή, η καυτή, τι να σου πουν όλες αυτές οι βρωμερές καταστάσεις...

- Καλά πέθανα στο γέλιο προχτές στο γεύμα με τους γονείς της Άννας. Εκεί που τρώγαμε, δίνει μια ο γέρος και αμολάει μια κομπολογάτη άλλο πράμα και μετά λέει κιόλας: «Αααχ!» όλος ικανοποίηση και συνεχίζει να τρώει!
- Και η Άννα;
- Νομίζω ότι θα κάνει καμιά βδομάδα να του ξαναμιλήσει.

Οι πιο εκλεκτές αποκαλούνται "καχραμανάτες". (από Vrastaman, 26/09/08)(από jesus, 16/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανηγυριώτικα ή πανηγυρτζίδικα αποκαλούνται απ' «αυτούς που ξέρουν» εκείνα τα λαϊκά άσματα που αποτελούν μίγμα δημοτικού (καγκέλλι κατά προτίμηση), γύφτικου και καθαρού σκυλάδικου.

Οι στίχοι είναι συχνά χειρότεροι και από το σοζέμι, καθώς αποτελούν αληθινά συναξάρια του βίου φορτηγατζήδων, νταβατζήδων, ταξιτζήδων, σουβλατζήδων, σαματατζήδων, αεριτζήδων, μπανιστηρτζήδων κ.ο.κ. Τυπικοί εκπρόσωποι μπορούν να θεωρηθούν καλλιτέχνες όπως οι: Γιωργάκης Τρομάρας, Γιαννάκης Καψάλης, Σοφούλα Βόττα, Τασούλα Βέρρα κ. (άπειροι) ά.

Πήραν την ονομασία τους από το ότι ακούγονται κατά κόρον στα πανηγύρια, όπου αντικατέστησαν τα παραδοσιακά δημοτικά. Ακούγονται επίσης σε σκυλοκαταγώγια της Ομόνοιας, του Μεταξουργείου κ.τ.λ.

Κύρια όργανα: α) σόλο κλαρίνο, β) συνθεζάιζερ κινέζικο για γέμισμα, γ) ηλεκτρική κιθάρα για ρυθμό, αλλά με άθλιο ενισχυτή και άσχετες ρυθμίσεις, δ) ντραμ(ι)ς για φραμπαλά και κέφι, που το χτυπάνε σα γκαζοτενεκέ με κατσαρόλες μαζί.

Κλασικές εταιρείες που εξέδιδαν τέτοια τεχνουργήματα ήταν: ΣΥΜΠΑΝ SOUND, PANIVAR κ.ά.

— Θα 'ρθεις σπίτι τ' απόγε(υ)μα;
— Θα 'ναι κι ο πατέρας σου;
— Ναι, αλλά δεν έχει πρόβλημα.
— Έχω εγώ, όμως! Ακούει όλη μέρα εκείνα τα πανηγυριώτικα και φεύγω με το κεφάλι καζάνι!

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό και χαριτωμένο αμνο- ή/και ερίφιο που όσοι έχουν ζήσει σε χωριό για ικανό διάστημα έχουν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους λατρέψει και πιστέψει ότι με τη δύναμη του έρωτά τους μπορούν να μετατρέψούν σε pet πόλης...

Αλίμονο, το αρνί δεν είναι ιγκουάνα (όπως αντίστοιχα και το μουνί δεν είναι αρνί).

Αυτός ο καταραμένος και δίχως αύριο έρωτας είναι μεγάλο λάθος να αφυπνίζεται κατά τη διάρκεια της Μεγάλοβδομάδας.

- Μαμά, κοίτα το αρνάκι μου, το πάω βόλτα;
- Μην το τραβολογάς από δω κι από κει παιδί μου και το κατσιάσεις...
- Γιατί να μην το κατσιάσω μαμά..;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαλλικό μπιλιάρδο.

Το γαλλικό μπιλιάρδο είναι αυτό που παίζεται σε τραπέζι χωρίς τρύπες και με τρεις μπάλες. Συνήθως οι δύο μπάλες είναι άσπρες, η μία από αυτές (λέγεται και «πικέ», έχει ένα μικρό σημαδάκι σαν κύκλο για να ξεχωρίζει από την άλλη, και η τρίτη μπάλα είναι χρώματος μπορντό. Ο κάθε παίκτης διαλέγει μία από τις άσπρες και σκοπός του παιχνιδιού είναι, με το χτύπημα, να βρει τις άλλες δύο, δηλαδή να κάνει μια καραμπόλα, όπως λέγεται. Υπάρχουν και παραλλαγές του παιχνιδιού. Η πιο γνωστή κατηγορία, και σε αυτή που γίνονται επαγγελματικά τουρνουά είναι το τρίσποντο.

Σλανγκ ορολογία του γαλλικού:

- κορδόνι: ένα κορδόνι ισούται με 25 καραμπόλες. Το σκορ στο γαλλικό κρατιέται σε ένα πινακάκι, που θυμίζει άβακα και προσαρμόζεται στον τοίχο. Είναι ένα κάδρο ξύλινο με τρεις σειρές (κορδόνια) από στρογγυλές μάρκες (25 μάρκες σε κάθε κορδόνι, ανά πέντε μία μάρκα με άλλο χρώμα, για να βοηθάει στον υπολογισμό), περασμένες σε ένα σύρμα. Η πάνω και η κάτω σειρά, που αντιστοιχούν στους δύο παίκτες, είναι οι μονάδες (μία καραμπόλα) και η μεσαία μετράει κορδόνια.

- διαμάντι: τα τραπέζια του μπιλιάρδου έχουν στο ξύλινο γείσο τους, σημάδια που βοηθούν στη στόχευση. Επτά στη μεγάλη σπόντα και τρία στη μικρή. Αυτά τα σημάδια έχουν το σχήμα διαμαντιού, οπότε και λέγονται διαμάντια. Με αυτόν τον τρόπο χωρίζεται με το καρτεσιανό σύστημα όλη η επιφάνεια του τραπεζιού. Στο γαλλικό, αντίθετα με το αμερικάνικο, τα διαμάντια βοηθούν πολύ στους υπολογισμούς για τις στεκιές.

- σερί (γαλ. série): σειρά από πετυχημένα χτυπήματα. Στο γαλλικό, ο παίχτης που βγάζει καραμπόλα συνεχίζει μέχρι να αποτύχει, οπότε και παίρνει σειρά ο αντίπαλος. Μονάδα μέτρησης ικανότητας στο άθλημα. Ο καλός παίκτης είναι αυτός που έχει και το μεγαλύτερο σερί.

- τζόγος (ιταλ. giocco) : ο όρος αναφέρεται σε όλα τα είδη του μπιλιάρδου. Τζόγος σημαίνει ότι, αφού βάλεις μια μπάλα (αμερικάνικο), ή μετά από μια καραμπόλα (γαλλικό), οι μπάλες καταλήγουν σε πλεονεκτική θέση για το επόμενο χτύπημα, ώστε να συνεχιστεί το σερί.

- μακαρόνι: η άφαλτση δυνατή στεκιά κατά μήκος της μεγάλης σπόντας. Τα μακαρόνια, είναι κλασσικές βολές αρχάριων και ψιλοάσχετων, γιατί θεωρούνται άτεχνες στεκιές, και κυρίως γιατί δεν φέρνουν καλό τζόγο.

- (τα έφερα) ματάκια: η κατάσταση στην οποία οι δύο μπάλες που πρέπει να χτυπήσουμε απέχουν μεταξύ τους γύρω δυο πόντους το πολύ, και τις έχουμε απέναντι από την δικιά μας. Δηλαδή θυμίζουν μάτια (σαν του μίκι μάους ένα πράμα).

- σαλίγκαρος: κλασσική δίσποντη ή τρίσποντη στεκιά, που οι δύο μπάλες είναι σχεδόν κολλημένες στη μεγάλη σπόντα (απέναντι η μία από την άλλη κοντά σχετικά στη μικρή σπόντα) και η δικιά μας είναι περίπου στη μέση του τραπεζιού, στο ύψος των άλλων δύο. Παίζοντας απαλά, πρώτη μπάλα, μεγάλη σπόντα μικρή σπόντα, και μετά μεγάλη σπόντα και μπάλα, βγάζουμε τον σαλίγκαρο (η μπάλα μας κάνει έναν κύκλο θεωρητικά) και τζογάρουμε τις μπάλες ματάκια στη μέση του τραπεζιού.

- αμερικέν: η ικανότητα τιτανοτεράστιου παίχτη που άπαξ και τζογάρει τις τρεις μπάλες ματάκια στη γωνία, μετά τις πάει κωλοφεράντζα, γύρω γύρω το τραπέζι επί ώρες, καταφέρνοντας να μην απομακρυνθούν πάνω από ένα πόντο η μία από την άλλη. Αυτός που κάνει το αμερικαίν είναι έτοιμος να περάσει στο τρίσποντο, γιατί το απλό γαλλικό πια το έχει.

- μπρικόλα (ιταλ. bricolla): λέγεται η μονόσποντη (με την χρήση της μεγάλης σπόντας) καραμπόλα, όπου η μπάλα μας διαγράφει την τροχιά μιας γωνίας 90μοιρών, με όρτσα φάλτσα. Στο ιταλικό μπιλιάρδο, μπρικόλα είναι η στεκιά που βρίσκει πρώτα σπόντα.

- πικέ ή μασέ (γαλ. piqué(e), masser): το χτύπημα της μπάλας κρατώντας την στέκα κάθετα σχεδόν στο τραπέζι. Αυτό το χτύπημα δίνει στην μπάλα καμπύλη πορεία και ανάποδα φάλτσα. Αν δεν το ξέρετε, σκίζει και την τσόχα.

- ελευθερατζής: ο παίκτης του γαλλικού που παίζει το «ελεύθερο» γαλλικό, δλδ χωρίς περιορισμούς (π.χ. απαγορεύονται τα ματάκια στις γωνίες, ή το τρίσποντο, μονόσποντο ή δίσποντο κ.ο.κ.). Ο ελευθερατζής είναι ή πολύ καλός και κάνει φιγούρα (διότι ένας πολύ καλός παίκτης μπορεί να παίζει για ώρες), ή αρχάριος που μαθαίνει.

  1. - Πάμε για γαλλικό;
    - Τι σερί έχεις ρε μπάμια, που θέλεις να παίξουμε μαζί;
    - Δεκαπέντε, το καλύτερό μου.
    - Άντε ας παίξουμε. Αλλά πάρε και μια μπύρα να την απολαύσεις, γιατί θα σου ρίξω τουλάχιστον δύο κορδόνια, αν παίξουμε στα πέντε (κορδόνια, 125 καραμπόλες). Ή σκέφτομαι να παίζω χωρίς να φέρνω τζόγο, για να έχει ενδιαφέρον.
    - Ίσα ρε τιτανομέγιστε. Πολλά μας τα λες, και σε βλέπω να πηγαίνεις πάγκο.

  2. - Ρε, έχει σκάσει μύτη ένα παιδί στο μπιλιαρδάδικο που βγάζει μάτια!
    - Δηλαδή;
    - Μπήκε μέσα κι έπαιζε μόνος του κανά δίωρο. Ματάκια της έφερνε στην τρίτη στεκιά από σπάσιμο. Κοντά στην έκτη στεκιά ματάκια στη γωνία, και μετά αμερικέν. Κουφάθηκα! Και μου είπε να παίξουμε μαζί μετά γιατί βαριόταν.
    - Ανέβηκες κατηγορία δηλαδή;
    - Ναι, αυτός έπαιζε με μπρικόλες, εγώ κανονικά, και πάλι έφαγα δυο κορδόνια διαφορά!

(από electron, 25/09/09)αμερικέν, και δεν είμαι εγώ!!! (από electron, 07/12/10)

Δες και φάβα/φάφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.

  2. Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.

  1. - Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
    - Για μαλάκα ψάχνεις;

  2. Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.

Στο 8:01. (από vikar, 10/06/11)

βλ. και πατητή μάρκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περπάτημα προς τα πίσω, ελληνιστί φεγγαροπερπάτημα (δεν το λέει σχεδόν κανείς πια έτσι). Είναι η πιο γνωστή χορευτική κίνηση του Μάικλ Τζάκσον που όμως έχει μεγάλη προϊστορία.

● μια εισοδος με μουνγουοκινγκ στην επομενη συναντηση με τους βαρετους ευρωπαιους θα ανεβαζε κι αλλο τη δημοφιλια του γιανη
● Στις σχέσεις δεν κανω ποτε πισωγύρισματα. ...Ισως μερικές φορές λιγο μουνγουοκινγκ••
● Σύμφωνα με πρόχειρο υπολογισμό, όλοι καπχοια στιγμή δοκιμάσαμε να κάνουμε μουνγουοκινγκ σαν τον Μιχάλη τον παοκτζή a. k. a Jackson
● Φοβαμαι μη βρω γκομενο κ δεν μπορω να πηγαινω για κατουρημα με μουνγουοκινγκ.

THE BEST MOONWALK EVER !! IN SLOW MOTION - MICHAEL JACKSON  (από soulto, 13/03/15)(από soulto, 15/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό cocooning, όπου cocoon = το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, της κάμπιας κλπ.

Κάνω κοκούνινγκ σημαίνει αποκηρύσσω για ένα διάστημα φίλους, παρέες, μπαράκια κλπ και κλείνομαι μέσα στο προστατευτικό περίβλημα του σπιτιού μου όπου έχω προηγουμένως αποθηκεύσει:

  1. ποσότητα έτοιμων φαγητών, παγωτού και σοκολάτας ικανή να αντιμετωπίσει την επαύριο πυρηνικού ολοκαυτώματος.
  2. ένα καπνοχώραφο τσιγάρα, ή/και μια φυτεία - αναλόγως
  3. τα 'Φιλαράκια' - την πλήρη σειρά DVD 1994-2004, δηλ. 238 επεισόδια (πιστέψτε με, το έχω ψάξει).

Για το διάστημα που διαρκεί το κοκούνινγκ απλώς σέρνομαι από το κρεβάτι στο ψυγείο και από το ψυγείο στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση και τούμπαλιν. Δεν απαντώ στο τηλέφωνο και φυσικά δεν βγαίνω έξω - δεν έχω λόγο να πάω καν στο περίπτερο ή στην Έβγα διότι αυτά τα έχω προβλέψει.

Όταν κοκούνινγκ κάνει ένας άντρας μόνος του, κάπου στο μείγμα μπαίνει και PC ή παιχνιδομηχανή π.χ. τρεις σαιζόν Championship Manager απνευστί. Όταν κοκούνινγκ κάνει μια γυναίκα μόνη της, γίνονται απαραίτητα διάφορα χουχουλιάρικααντικείμενα, μάσκες προσώπου κλπ. Κοκούνινγκ μπορεί να κάνει κι ένα ζευγάρι, αλλά η ισορροπία είναι ασταθής και δεν διαρκεί πολύ. Μετά το αναπόφευκτο σεξ του πρώτου 24ωρου, η γυναίκα θέλει να χουχουλιάσει, ο άντρας θελει να πάει στο κομπιούτερ, καβγαδίζουν και τελικά λένε 'δεν πάμε και μια βόλτα να δούμε και κάναν άνθρωπο'. Κοκούνινγκ με πάνω από δυο άτομα π.χ. ένα ζευγάρι κι ένας φίλος/-η ή δυο ζευγάρια, καταγράφεται μεν, αλλά συνήθως μετεξελίσσεται σε πάρτι με ούζα.

Ιδανική διάρκεια για κοκούνινγκ είναι ένα Παρασκευο-σαββατο-κύριακο. Μπορεί να τραβήξει μέχρι τετραήμερο, άντε πενθήμερο, αν βολέψουν οι αργίες. Ο,τιδήποτε πάνω από πενθήμερο είναι ανησυχητικό και ελέγχεται ως σύμπτωμα κατατονικής κατάθλιψης.

Κοινωνικά, το κοκούνινγκ ανθεί σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας καθώς είναι ένας καλός τρόπος περιορισμού των εξόδων. Είναι επίσης εύσχημος τρόπος αποφυγής της ταλαιπωρίας που συνδέεται με τις εξόδους του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου κλπ.

- Λέμε να πάμε Σέλι το Σαββατοκύριακο, είσαι;
- Μπα, για κοκούνινγκ με βλέπω ... οι καιροί γαρ χαλεποί ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντίδραση παθιασμένων φάνγκερλ (σ.ς.: κοριτσιών φαν) σε οποιαδήποτε αναφορά, θέαση ή εκδήλωση του υποκείμενου ή αντικείμενου του πόθου τους: ταχυπαλμίες, λιποθυμίες, τρέμουλο, τσιρίδες, και ατέρμονες αναρτήσεις με καρδούλες και αρκουδάκια σε μπλογκ ή στο σνάπτσατ. Σε ακραίες περιπτώσεις όπου χτύπησε ο σκληρός του φάνγκερλ, δυστυχώς μπορεί να επέλθουν κατάθλιψη, χαρακώματα ή και αυτοκτονία ακόμα.

Η πάσα ανήκει στην κόρη μου, η οποία χθες βράδι με έπιασε στα πράσα να γουγλάρω μήδια του Βαρουφάκη για κάποιο λήμμα:

Αμάν ρε μπαμπά, πάλι φανγκερλινγκ στον Βαρουφάκη κάνεις, ερωτευμένος είσαι, ξεκόλλα επιτέλους! Ούτε εγώ δεν κάνω έτσι με τους One Direction.

Εφηβική αργκό εκ του αγγλικανικού fangirling.

Περισσότερα παραδείγματα:

Ε- Να ζησουμε ευτυχισμενα και να κανουμε σεξ.. εεε... εννοω να κανουμε φανγκερλινγκ για τους 1Δ... χαχαχαχα ωρα μαλακινσης! τι λεω βραδιατικα θεε μου; (εδώ)

NΑΤΟ, ΝΑΤΟ ΤΟ ΦΑΝΓΚΕΡΛΙΝΓΚ, ΦΕΛ ΣΕ ΕΠΙΑΣΑ ΣΤΑ ΠΡΑΣΑ! gelio (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελευταία τζούρα του γάρου, γνωστή και ως καυτή. Ονομάζεται έτσι, καθώς, κατά Χότζα, «επειδή το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι' αυτό και η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Μόνο μια δυο μπριζολάτες έχουν μείνει...

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δημιουργία νεόκοπων άκλιτων ουσιαστικών μέσω της άμεσης ουσιαστικοποίησης κάποιου ρήματος. Η «ουσιαστικοποίηση» αυτή γίνεται με την προσθήκη ενός άρθρου μπροστά από το πρώτο ενικό του ρήματος (ενεστώτα κυρίως, αυτού που λειτουργεί περίπου ως απαρέμφατο), με νοηματικό αποτέλεσμα την απόδοση σε κάποιο πρόσωπο της ενέργειας του ρήματος ως ιδιότητας σε ακραίο βαθμό. Αυτός ο ακραίος βαθμός συνήθως εμπεριέχει μια ειρωνεία ως προς το πρόσωπο που αφορά.

Η αμεσότητα της «ουσιαστικοποίησης» αφορά στο ότι το νέο ουσιαστικό δεν αποκτά αυτούσια (και κλινόμενη) μορφή, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες (π.χ. διώκτης<διώκω) αλλά διατηρεί αυτή του ρήματος, άκλιτη.

Πρόκειται για συχνό φαινόμενο στην καθομιλουμένη λόγω και του εύχρηστου μηχανισμού του, ο οποίος επιτρέπει τη δυναμική δημιουργία και άλλων, μη παγιωμένων ακόμα τέτοιων ουσιαστικών, εν τη ρύμη και προς εξυπηρέτηση του λόγου.

Υφιστάμενα παραδείγματα: ο γαμάω, ο σκοτώνω, ο σκοτώνω και δεν πληρώνω, ο μπορώ, ο γαμάω και δέρνω, ο δεν κόβομαι, ο πεινάω.

Παραπλήσια και μάλλον σπανιότερα φαινόμενα είναι τόσο η ουσιαστικοποίηση επιρρήματος (π.χ. ο μάλλον), όσο και η δημιουργία ουσιαστικού από συγκεκριμένη έκφραση, με τα μέρη του λόγου περίπου να συνενώνονται (π.χ. άκλιτα: ο στ' αρχίδια μου, ή ο σας-γράφω-όλους-στον-κώλο-μου, κλινόμενα: τασπάος, σασείδας). Επίσης παραπλήσιο είναι και το φαινόμενο του «καθώς μπαίνεις», με το οποίο δημιουργείται ουσιαστικό για πράγμα (άψυχο) και όχι για πρόσωπο.

- Πάμε παιδιά ένα ρασάκι να τους πάρουμε!
- Εγώ βαριέμαι, ράσαρε μόνος σου.
- Άντε ρε κότες, όλα μόνος μου θα τα κάνω;
- Αφού είσαι ο ρασάρω και ο ξεσκίζω ρε φιλαράκι, δώσε πόνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified