Further tags

Αυτό που είναι εμφανέστατο, το πολύ φανερό, που «κραυγάζει» από μακριά, που δεν περνά απαρατήρητο, που θα το δεις θες δε θες.

-Α πόψε κάνεις μπαμ! (λαϊκό τραγούδι)

- Θα φορέσω το κόκκινο φόρεμα που κάνει μπαμ!

- Δεν είδες την ταμπέλα; Μπαμ κάνει από μακριά!

- Ο τύπος κάνει μπαμ πως είναι ηλίθιος...

Βλ. και κάνω μπαμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζόρικη λεξούλα, λόγια, κυριλέ ή τουλάχιστο mainstream για πολλούς, που –φυσικά– σημαίνει τον υπερθετικό βαθμό/κορυφή (summit)/επιτομή του φαύλου, διεφθαρμένου, ανήθικου, αχρείου ανθρώπου. Η βρώμικη δουλειά γίνεται με το τρυκ της επανάληψης της λέξης φαύλος, με τη μεσολάβηση του τοπικού επιρρήματος «επί», δηλαδή φαύλος επί φαύλου ==> φαυλότητας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν.

Το έτυμον του φαύλος ανάγεται στο <αρχ. φαύλος < *φλαύλος, συγγ. του φλύω (= φλυαρώ).

Σας ασπάζομαι,
Ο θείος Φαύλος

Χα! Θα βάλει τάξη στο ΙΚΑ ο Διοικητής του! Ποιός; Ο για χρόνια φαυλεπίφαυλος που εμφανίζεται τώρα τιμητής της χρηστής διοίκησης! Πλάκα με κάνεις ρε καρντάσι; Ούσουτου, το αρχιλαμόγιο.

(Μωχάμετ Ρεζά Παχλεβί - Σάκης του Ιράν 1941/1979): Παχλεβίπαχλος...  (από HODJAS, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που τονίζει την δίψα του ατόμου για μάθηση και προέρχεται από άτομα που κατά κύριο λόγο τους φαίνεται κάτι δύσκολο ή άθλος. Άνθρωποι μεγάλης ηλικίας (δη η γιαγιά μου) το χρησιμοποιούσανε αφού το σχολείο αποτελούσε μια μακρινή πραγματικότητα.

Συχνά χρησιμοποιείται χάριν αστεϊσμού.

- Η εγγόνα μου η Σταματινούλα πέρα από παιδί μάλαμα είναι και πολύ διαβαστερή. Οι δασκάλοι της όλο επαίνους της δίνουν. - Μπράβο τζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καπάτσος, ο καταφερτζής. Ο διαόλου κάλτσα. Ο σαρβάιβορ.

Και γενικότερα: ο μαγκιόρος, ο έμπειρος, ο καραμπουζουκλής.

Λέγεται για γυναίκες, αλλά και για άντρες. Και στις δύο περιπτώσεις έχει το γούστο του, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Όταν το πεις σε γυναίκα, αλλά είσαι λίγο φλωράκος ή φοβάσαι μην παρεξηγηθείς, μπορείς να προσθέσεις το εκτονωτικό με την καλή έννοια. Κάτι σαν το να βάζεις emoticon στον γραπτό ιντερνετικό λόγο. Το καλύτερο είναι βέβαια να τις παινεύεις πουτάνες σκέτο νέτο, χωρίς πισωγύρια και επιφυλάξεις. Όπως μου έλεγε και μια φίλη μου πορνίδιο 22 Μαΐων, «το πουτάνα είναι τίτλος τιμής σήμερα για μια γυναίκα»...

Κάποιος μπορεί να είναι πουτάνα γενικώς στη ζωή του, είτε να είναι πουτάνα σε κάποιον ειδικό τομέα.

Στη δεύτερη περίπτωση είναι συνώνυμο με το μανούλα.

- Ο Khan είναι μεγάλη πουτάνα στη φιλοσοφία.

Λόγω του καταρχήν υβριστικού περιεχομένου της, η λέξη διαθέτει ισχυρές, ισχυρότατες συνδηλώσεις (connotations, που αφορούν κατά τον Μπάμπη ιδίως το συγκινησιακό, βιωματικό επίπεδο). Ακούς λ.χ. να φωνάζουν κάποιον πουτάνα και αμέσως σου 'ρχεται κείνο το μπουρδελάκι στη Θήρας όπου είδες για πρώτη φορά στη ζωή σου πουτάνα live.

Eξ ου τώρα και οι εξίσου ισχυρές υποδηλώσεις της λέξης (implications): αυτό που λανθάνει στη σημασία της λέξης, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά υπονοείται.

Εν προκειμένω, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά εννοείται είναι πως ο άνθρωπας πουτάνα-έμπειρος δεν είναι αυτό που λέμε με το σταυρό στο χέρι. Δεν είναι αυτό που λέμε καλό παιδί. Συνήθως (όχι πάντα ωστόσο) είναι χωμένος σε βρομοδουλειές και η ικανότητά του έγκειται στο να επιβιώνει και να βγαίνει κερδισμένος ισορροπώντας σε τεντωμένο σκοινί, στα όρια μτξ του νόμιμου και του παράνομου.

  1. - Ο Μάκαρος είναι μέγιστη πουτάνα και εξίσου μέγιστη μορφή.

  2. - Θα πετάξω λίγο μπούτι λίγο βυζί έξω και να δεις για πότε θα σταματήσει ταξί να με πάρει. Είμαι μεγάλη πουτάνα εγώ, όχι που θα κάτσω να περιμένω...

  3. - Lacan, η μεγάλη πουτάνα της ψυχανάλας στη Γαλλία και όχι μόνο.

- Lacan, η μεγάλη πουτάνα της ψυχανάλας στη Γαλλία και όχι μόνο. (από Khan, 10/05/10)

βλ. και δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα από το πουθενά, ο ουρανοκατέβατος, αυτός που δεν έχει παρελθόν, η εμπειρία του είναι μικρή, η αξία του αμφίβολη.

Ο χαρακτηρισμός χτεσινός είναι απαξιωτικός και ως τέτοιος εστιάζει αποκλειστικά στα μειονεκτήματα του νέου (τα «ο νέος είναι ωραίος» δεν αφορούν στην προκείμενη). Τι να μας πει ο χτεσινός από τη ζωή του, εδώ έχουμε παλιούς, καθιερωμένους επαΐοντες που το ‘χουν χτίσει το μαγαζί, που όλοι ξέρουν την αδιαμφισβήτητη αξία τους, που είναι λίρα εκατό.

Η αίσθηση υπεροχής που έχουν οι παλαίουρες, που βεβαίως τους κάνει να χαρακτηρίζουν τους άλλους απαξιωτικά και αγενέστατα με αυτό τον τρόπο, μπορεί τους φέρει προ εκπλήξεων όταν ο υποτιμημένος χτεσινός αποδειχτεί γατόνι.

Το άσμα: Εγώ δεν είμαι χτεσινός
κι ο έρωτας ο αληθινός κοντά μου δε ζυγώνει...

Η διαφωνία: Re: ΑΕΚ: Παίρνει τον Χέρσι, από enwsiths21 «hersi who re paidia;;;»
από Giovanni10 «Ένας χτεσινός,τον οποίο μόνο ο Αισθησιακός μπορεί να γνωρίζει,καθότι γνωρίζει όλους τους ανύπαρκτους».

Η συζήτηση:
(Για την εκπομπή του Χαρδαβέλα με τον Γιούρι Γκέλερ από εδώ): -Ωπα παιδιά ηρεμία. Δεν περιμεναμε κανενα χαρδαβέλα να μας μάθει για τέτοια πράματα. Απλα λέω οτι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι χτεσινός. Δεν το ανακαλύψαμε τώρα, πιθανώς κάποιοι να μην τον ήξεραν. -Και η Αγία Αθανασία του Αιγάλεω δεν ήταν χτεσινή. Δεν πάει να πει τίποτα. Και ο Βούδας δεν είναι χτεσινός ούτε κανένας τυχαίος. Για εκατομύρια δεν είναι παρά ένας ψευτοπροφήτης (Χριστιανοί, Μωαμεθανοί κλπ) και για άλλους ένας κοινός απατεώνας.

Ο τύπος είναι χρήστης του σλανγκ, χαρακτηριστικό το 0:15 (από Galadriel, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λίγο παλαβός, αυτός που χάνει στροφές, ο πυροβολημένος. Ο όρος προέρχεται μάλλον από τη μουσική τζαζ, που οι παλαιότεροι (όσοι την είχαν ακουστά, δηλαδή) θεωρούσαν ως μουσική για τρελλά νιάτα και γενικά για πυροβολημένους.

Ρήμα: τζαζεύω, τζάζεψα.

Ο Δήμος, ρε; Αυτός είναι τζαζεμένος, τι την ψάχνεις μαζί του;

Βλέπε και τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά μεθυσμένος και/ή μαστουρωμένος.

Βλ. επίσης: σούρα, σουρώνω.

Σουρωμένος θα 'ρθω πάλι,
στην παλιά μας γειτονιά,
να σου παίξω μπουζουκάκι,
μ' όμορφη διπλοπενιά…
(παλιό ρεμπέτικο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βαράει προσοχές, ο τσανακογλείφτης, αυτός που λέει ναι σε ό,τι προστάζει τ' αφεντικό, χωρίς να εξετάζει την ορθότητα της προσταγής. Από το αγγλικό yes man (yes= ναι, man = άνθρωπος).

Συνώνυμα: τσανακογλείφτης, αυλοκόλακας, (ενίοτε και) μαντρόσκυλο.

- Χαιρέτα, ρε! Περνάει ο καθηγητής σου.
- Σιγά μη γίνω γιέσμαν του μαλάκα, εγώ. Να χαιρετήσει αυτός πρώτος.

yes, Aλάριχος! (από MXΣ, 15/05/10)(από Khan, 15/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στον κλασικό μποντιμπιλντερά που έχει φάει τη ζωή του στα γυμναστήρια λιώνοντας στα βάρη, αποκτώντας αφενός μεν ένα σφριγηλό σώμα, αφετέρου δε, παραμένει ευαισθητούλης και λίγο φλωράκος.

Χαρακτηρισμός για τα άτομα που θεωρούνται προστάτες των φίλων τους στις δύσκολες στιγμές (καυγάδες) εξαιτίας της σωματοδομής τους, αλλά λόγω της ευαίσθητης φύσης τους -καρδιάς πατάτας- απογοητεύουν, με αποτέλεσμα να πέφτει αρακάς.

- Χθες μας τη πέσανε, σε μένα και τον Αλέξη, κάτι αλάνια να μας ψειρίσουν στην Αθήνα, άσε φάγαμε πακέτο μαλάκα..
- Ε πάλι καλά ρε, ήσουν με τη ντουλάπα ρε, τι να σου κάνουν...
- Ποια ντουλάπα ρε, ο Αλέξης με το που τους είδε έκανε κακάκια ρε.
- Καλά ρε, 10 χρόνια γυμναστήριο πήγανε κουβάς πάλι.

(Η ντουλάπα είναι στήθος μάρμαρο, καρδιά πατάτα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified