Further tags

Μαμούνια αποκαλούνται και οι γκόμενες / αιθέριες υπάρξεις / -μούνες, θαμώνες σε νυχτερινά μαγαζιά / ναούς διασκέδασης / σκυλάδικα, ντυμένες αυστηρά με ενδύματα αποκλειστικά μαύρης απόχρωσης.

Η εν λόγω ενδυμασία, κάτι σαν εθνική φορεσιά των μαμουνιών, που εκτός από το μαύρο κατραμί του χρώματος χαρακτηρίζεται εισέτι και από μινιμαλισμό / αποκαλυπτικότητα, αποκαλείται αμερικλανιστί ως lbd, δηλαδή little black dress, αφήνοντας σαφή υπαινιγμό για τη λίμπιντο, την οποία εκτοξεύουν στα ουράνια.

Οι παίκτες του Αστέρα Νέας Ραιδεστού γιόρτασαν την άνοδο της ομάδας τους στην Α' κατηγ. ΕΠΣ Θεσ/νίκης με ένα ξεφάντωμα μετά των συμβίων τους και πλήθους άλλων μαμουνιών στo «Μαμούνια LIVE!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πιωμένος, αλλά λέγεται όταν κάποιος φτάνει κάπου και είναι ήδη πιωμένος. Όταν, δηλαδή, αλλάξει μαγαζί, πιθανώς και παρέα, έχοντας πιει ποσότητα της τάξης του τελωνείου. Δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να χρησιμοποιηθεί για το τέλος ξιδοποσίας.

- Τι έγινε χτες ρε; Γύρισες σπίτι σου ή ούτε καν;
- Γάμησέ με ρε συ...Θυμάσαι που ήμουνα ήδη φορτωμένος όταν ήρθα στο Μπιγκ Μπεν να σας βρω ε; Ε. Μετά πήγαμε σε άλλα δυο τελειωμενάδικα με τον Τάσο τον καολίλα και το λήξαμε μαζί με την αρτοκλασία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα-σκυλί των μπουζουκιών, της πίστας κ της νύστας. Ο όρος από το συμπαθές τρίποδο.

- Καλά μιλάμε χτες στον Καρρά ήταν τίγκα στο λαμπραντόρ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδύνατος άνδρας, σε τέτοιο βαθμό που ο θώρακας του παραπέμπει σε πιατοθήκη (à la Στάθη Ψάλτη).

Πιθανότατα πρωτοειπώθηκε σε καβγά όπου ο αδύνατος, πλην τζώρας, προτάσσει τα στήθη διαρρηγνύοντας τα ιμάτια του. Aκολούθως, βέβαια, ακούει την μάγκικη απάντηση (βλ. παράδειγμα).

- Πού πας μωρή πιατοθήκη, που μού βγάζεις και το πουκάμισο; Κάτσε ήσυχα μη φας κάνα μπουκέτο και πας πίσω στο χρόνο!

(από Abas, 05/11/09)Σκαφοειδής θώρακας (Pectum excavatum): Εισολκή στο κατώτερο ήμισυ του στέρνου (από allivegp, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκυλάδες αποκαλούνται οι:

Βλ. και κρυφοσκυλάς.

  1. Ποιος είναι ο καλύτερος λαϊκός και σκυλάς τραγουδιστής; Tolis Tsimoggianis; Alekos Zazopoulos; Giannis Kollias; Kostas Safetis; Vasilis Mitropoulos; Stathis Ksenos; Xara Vera; Xaris Kostopoulos; Spiros Zaxarias; Anneta Marmarinou; Giannis Floriniotis; Giorgos Salampasis; Antzela Dimitriou; Vasilis Karas; Vasilis Terlegas; Gonidis; Konstantinopoulos; Notis Sfakianakis... (Βλ. εδώ)

  2. Αγαπητοί συνφορουμίται, με περίσσια χαρά σας παρουσιάζω το ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ εξώφυλλο της υπερ-καλτ μοναδικής ταινίας «Ο ΣΚΥΛΑΣ» με τον Κώστα Στεφανάκη. Δώστε προσοχή στις διάφορες ατάκες όπως «μια ταινία για όλη την οικογένεια» και «γυρισμένη στη όμορφη Χαλκίδα». Επίσης παρατηρήστε την έντονη ανορθογραφία : Η Μανουσέλη έγινε Μανουσέλι, το «guest star» έγινε «gest star», στην πλοκή, αντί «κυνηγιέται» γράφει «κυνηγιέτε». Η μόνη αληθινή ατάκα, είναι ότι «δε θα ξεχάσετε ποτέ αυτή την ταινία». (Βλ. εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημιστικός τεχνικός όρος για εργάτιδα της σεξουαλικής βιομηχανίας. Κυρίως για συνήθη πόρνη, ελάχιστα για τουρίστρια (εκτός αν είναι όντως μοντέλο κυριολεκτικά), μάλλον καθόλου για φραπεδιάρα, ναι για πορνοστάρ. Προς Θεού να μην συγχέεται με τις άλλες σημασίες του όρου!

Τουλάχιστον αυτό μου είπε ο μπατζανάκης του αδερφού της συνυφάδας ενός συμφοιτητή μου στο Εράσμους, που σκοτώθηκε όταν έπεσε πάνω του ογκολίθινο άγαλμα στα νησιά του Πάσχα.

Σε λίγα λεπτά το μοντέλο θα είναι έτοιμο.

το moai που έφαγε το δόλιο το μπατζανάκη (από johnblack, 21/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεράστιος Βασίλης Καρράς, παραπέμπει και ολίγον στον Τζιμ Κάρεϋ. Αστικός μύθος για την πάρτη του ότι όταν τραγούδαγε κάπου έξω απ' τη Σαλλλλονίκη, νομίζω, δεν πήγαινε και πολύ καλά το μαγαζί και ο μπος αποφασίζει να τον διώξει. Τελευταίο βράδυ ο Μπιλ Κάρεϋ πηγαίνει με το πλάι κι όσο πάει, δεν κατεβαίνει απ' την πίστα, και για να κλείσει το μαγαζί ο αφεντικός κατεβάζει το γενικό. Και ο Μπιλ Κάρεϋ λέει στον κόσμο κάτι σαν «Ευχαριστούμε που ήσασταν μαζί μας στην τελευταία βραδιά του σχήματος, κερασμένα όλα απ' το μαγαζί».

Άλλα αντίστοιχα φιλολογικά ψευδώνυμα είναι το Σταγό, για τον Σταμάτη Γονίδη, το Μαζώ για το Μαζωνάκη, Ζαμέ ο Ζαφείρης Μελάς (θξ χότζα) και βέβαια ο Λεπάς, ο Λευτέρης Πανταζής.

Βλέπε και το και συ λάμπεις, Μπάμπη.

- Γύρισέεεεεεεε!! (μεσολαβεί χτικιό, άσθμα, ψόφος) Γύρισέεεεεεεεε!! Γεια σου ρε Μπιλ Κάρευ αθάνατε!! Όλα τα πανέρια για την πάρτη σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεκετζής είναι ο εξειδικευμένος υπάλληλος ταβέρνας ή τεκέ που ανεφοδιάζει τους ναργιλέδες με ποικίλα καπνά. Βέβαια ο πελάτης μπορεί να απολαμβάνει τα καπνά χωρίς ναργιλέ αλλά σε τσιγαριλίκι. Και σε αυτήν την περίπτωση ο ρόλος του τεκετζή είναι ο ίδιος ακριβώς, ο τακτικός ανεφοδιασμός.

Στα ρεμπέτικα / λαϊκά τραγούδια άλλες φορές αναφέρεται με θαυμασμό, πόθο, προσμονή ή και ευχαρίστηση. Βεβαίως του χρεώνεται συχνά και η ξενέρα, απουσία κάνναβης με ό,τι κακό χαρακτηρισμό συνοδεύεται.

Προφανώς η συναισθηματική αμφιταλάντευση του «πότη» είναι κομμάτι της σχέσης του με τον τεκετζή. Κύριοι παράγοντες που το καθορίζουν είναι η ποιότητα, η ποσότητα και η διαθεσιμότητα. Ως τεκετζής μπορείς να χτίσεις κακή ή καλή φήμη, ανάλογα με την συμπεριφορά σου στην αγορά.

και κατά το γνωστό άσμα:

«Του τεκετζή ξηγήθηκα να τον ξαναπατήσει Κατά κακή μου σύμπτωση σώθηκε το χασίσι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified