Further tags

Στα καλιαρντά είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για έναν επαρχιώτη που είναι χοντρός, οπότε κατά το συναμφότερον βλαχαδερού και ευχοντρίας δίνει την εικόνα ενός πολύ άξεστου ανθρώπου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) δίνει και το αρχοντοχωριάτης ως επεξήγηση, ενώ το ετυμολογεί από το ιταλικό carne (=κρέας) που χρησιμοποιείται συχνά στα καλιαρντά. Είναι δηλαδή ο βλάχος (με την ευρεία σημασία του χωριάτη, του επαρχιώτη) που έχει πολλά περιττά κιλά/ κρέατα πάνω του.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια αστεία λέξη που χρησιμοποιείται ως αόριστος κωμικός χαρακτηρισμός για άτομο που θέλουμε να παρωδήσουμε. Στο έργο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 44) βρίσκω την ετυμολογία της: "Ο βαρδαλαμπούμπας ήταν η δερμάτινη καλύπτρα (δαχτυλήθρα) που χρησιμοποιούσαν οι πολυβολητές στα παλιά εμπροσθογεμή κανόνια για να προστατεύσουν τον αντίχειρά τους, που έκλεινε την οπή του οπαίου. Ετυμολογείται από το ενετικό varda-la-bomba, όπως λεγόταν το σύνεργο αυτό. Συνεκδοχικά, βαρδαλαμπούμπας είναι ο αντίχειρας και μεταφορικά έτσι λέγεται ο κοντόχοντρος άνθρωπος, που μοιάζει με αντίχειρα".

Ο Νίκος Σαραντάκος παραθέτει παραδείγματα από τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων που έδωσε αυτήν την ονομασία σε έναν ήρωα του Φιλάργυρου του Μολιέρου κατά τη μετάφρασή του, και από τον Γιάννη Σκαρίμπα που ονόμασε το 1976 τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν ως "βαρδαλαμπούμπα του φαρισαϊσμού"! Για περισσότερα βλέπε στο σχετικό σημείωμα. Τα παραδείγματα που βρίσκω στο Διαδίκτυο δείχνουν ότι, με κάποιες εξαιρέσεις που θα δείτε, συνήθως έχει χαθεί η αρχική ετυμολογία και το βαρδαλαμπούμπας χρησιμοποιείται ως γενικός μειωτικός κωμικός χαρακτηρισμός, κάπως όπως τα χλιμίτζουρας και φίτσουλας. Κάποιοι που γνωρίζουν την αρχική σημασία επικεντρώνουν και αυτοί μάλλον στη χαρακτηριολογική σημασία για να δηλώσουν άνθρωπο κοντόχοντρο και ωσεκτουτού αμπλαούμπλα, μαλθακό, νωθρό, κλασικό μαλάκα Έλληνα και άλλα, ανάλογα με την ερμηνεία που δίνει στη λέξη ο κάθε βαρδαλαμπούμπας.

  1. Η καθοδική μας πορεία στο σπιράλ του θανάτου ίσως μας αναγκάσει να ξυπνήσουμε από την ληθαργική μας αφασία και από την υπνοβασία στο κενό και στο τίποτα. Εάν ο κάθε φραπεδόμαγκας και καφεδορουφήχτρας, εάν ο κάθε βλιτομάμμας και λουκουμομπεμπές, αν η κάθε κυρία με την ναρκισσιστική της πείνα, αν ο κάθε βαρδαλαμπούμπας με την ρηχή σκέψη και τις βαθιές τσέπες, εάν ο κάθε μεταπολιτευτικός αριστερούτσος με τα ιδεολογικά του αεροκοπανήματα, αν ο κάθε βολεμένος και βλαμμένος… αν όλοι μας δεν κάνουμε μία βουτιά σε βαθιά και θολά νερά και δεν καταλάβουμε ότι οι σημερινοί τοκογλύφοι δολοφονούν και σταυρώνουν τους λαούς στο όνομα της τοκογλυφίας, την οποία φροντίζουν να νομιμοποιούν και να Θεοποιούν οι συνειδητά Α-συνείδητοι συνεργάτες τους θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. (Εδώ).
  2. Ο Βαρδαλαμπούμπας κοντόχοντρος και ολοστρόγγυλος άνθρωπος, μόνιμα με ένα κουβανέζικο πούρο στο στόμα, μάλλον υποκατάστατο της πιπίλας. Ήρθε με μία Πόρσε του κουτιού. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ έξυπνος για να καταλάβεις ότι είναι από αυτούς πού προτιμούν την κόλαση της αλαζονείας απ το ξεφάντωμα των αγγέλων. Βαρδαλαμπούμπας ο πάμπλουτός με τη διπλή ηθική. Ανέντιμος κάθε Δευτέρα, Τετάρτη Και Παρασκευή και η παραμυθία της εντιμότητας κάθε Τρίτη , Πέμπτη και Σάββατο. Την Κυριακή έβαζε την μάσκα της προσωπικότητας και πήγαινε στην εκκλησία να την αφιερώσει στον ΘΕΟ. -Είσαι καλά; Λέει από συνήθεια ο Βαρδαλαμπούμπας στον μαλακοπίτουρα.
    -<<Δόξα τω Θεώ , καλά είμαι>>. -Το βλέπω. Έχεις περιοριστεί στον άρτο τον επιούσιο, μη τυχόν και σού έρθει η όρεξη και για κάτι παραπάνω.
    -Ίσως στον επουράνιο παράδεισο. -Ναι Μαλακοπίτουρα ως τότε θα μένεις για πάντα έξω από τον παράδεισο στη Γή. (Υπαρξιακός διάλογος για το νόημα της ζωής μεταξύ του κου Βαρδαλαμπούμπα και του κου Μαλακοπίτουρα εδώ).
  3. ΒΑΡΔΑΛΑΜΠΟΥΜΠΑΣ: Ειρωνικός χαρακτηρισμός των ελαφρών, των θορυβωδώς ανοήτων, των επιδερμικών και αταλάντων του φαίνεσθαι αντί του είναι, προθύμων πελατών και επικινδύνων υπηρετών, που επιτυχώς ανά την Ελλάδα έχουν εγκαθιδρύσει την γενεσιουργό τους αιτία, την συνωμοσία της μετριότητος , αναδεικνύοντας καθησυχαστικά και περιφέροντας σε κάθε χώρο ως αποδεκτό πρότυπο την κολοβή αξιοπρέπειά τους. Εκ της με εντυπωσιακή ηχητική Ενετικής εκφράσεως της πυροβολικής varda la bomba , ( ας την φανταστούμε ως ηχηρά διαταγή "vaaaaaaaardaa la bombaaaaa" που θα ανέμενε κανείς σε σπουδαίους με σπουδαίο να επιτελέσουν έργο να απευθύνεται -πλην όμως...) που σημαίνει ...δακτυλήθρα, εν προκειμένω δε δακτυλήθρα εκ μαλακού δέρματος, την οποία οι υπηρέτες και ανίκανοι δια να εκτελέσουν σημαντικότερο έργο φορούσαν στον αντίχειρα της δεξιάς προκειμένου να καθαρίσουν τα πυροβόλα των αληθινά μαχομένων. Συναντά καθημερινά ο καθημερινός Έλληνας τέτοιες κομπορρημονούσες "δαχτυλήθρες" του αντίχειρα και ευγενώς δεν χρησιμοποιεί τον μέσο του.- (Έεεετσι).
  4. Η περσόνα της Παρασκευής: Θοδωρής Κανελλόπουλος (Θεοδωρής, ντοριρίς, βαρδαλαμπούμπας). (Εδώ).
  5. Ο νεαρός πετεινός Κικιρής, ο φιγουρατζής κόκορας κυρ-Βαρδαλαμπούμπας, ο φασαριόζος σκύλος Μουντζούρης είναι οι ήρωές μας. (Από το παραμύθι της Πηνελόπης Δέλτα "Στο Κοτέτσι", βλ. εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά εις -φατσα για το πρόσωπο ενός ανθρώπου και κατ' επέκταση για τον ψυχισμό του.

Μπορεί να σημάνει ένα μεγάλο φάσμα από διαφορετικές φάτσες, λ.χ. φάτσα κυριολεκτικά μουνί, άντρα άσχημο, με άγαρμπα χαρακτηριστικά, ατσούμπαλο, στραβοχυμένο, αλλά και θηλυπρεπή, γυναικωτό, ή μπιμπερόπουστα, ή κλαψομούνη που η κλαψομουνιά είναι μονίμως αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, ή αγαθομούνη, ή πλαδαρό, σαρκώδη άντρα που φέρνει σε διαφθορά πατέρα Καραμάζοφ κ.ά. Έχω την εντύπωση ότι κυρίως για άντρες λέγεται η βρισιά.

1. ΑΥΤΗ Η ΜΟΥΝΟΦΑΤΣΑ ΗΤΑΝ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΕΙΣΤΑΤΕ [sick] ΤΟΥ ΣΔΟΕ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΦΘΟΡΑ.
ΑΥΤΟ το μεταλαγμενο γυναικωτο ανδροειδες ηταν ενας απο τα μεγαλα αφεντικα της μαφιοζικης οργανωσης στην Θεσσαλονικη.

2. ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΟ ΜΟΥΝΙ ΠΟΥ ΠΕΤΑΧΤΗΚΕ, ΤΕΤΟΙΑ ΜΟΥΝΟΦΑΤΣΑ ΒΓΗΚΕ... ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΝ ΚΑΝΑΝΕ ΝΟΜΙΜΗ...

3. Εντελώς μουνόφατσα όταν χαμογελά. Θυμίζει αυτο το γαμίδι τον Τζάστιν Μπίμπερ.

4. Αλλο σοκαριστικό να σου πω; Η φθείρα του εφηβαίου μπορεί να μετοικήσει ακόμα και στις βλεφαρίδες! Ετσι, αν σου πουν ότι είσαι μουνόφατσα, θα έχουν δίκιο.

Αυτόν βγάζει το Γκουγκλ Ίματζιζ. (από Khan, 17/05/14)(από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα ή το θηλυκόν ζώον που ξεχωρίζει στον περίγυρό της λόγω της κατανομής βάρους και του χοντρού κεφαλιού της που την κάνουν να ομοιάζει με μπάλα.

-Η χοντρομπαλού!
-Κάνε πέρα, βάζει για δήμαρχος θα κυλήσει πάνω μας αν μας δει να μας δώσει προσπέκτους!

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 04/04/14)(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 05/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντόχοντρος, από αρβανίτικα.

Τέτοια κοπέλα σαν τα κρύα νερά να παντρευτεί αυτόν τον μπακούκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του πολυτραγουδισμένου γαμοσλανγκοτέτοιου β' συστατικού -μούνα και του λαρδί, που σημαίνει «κομμάτι ζωικού λίπους, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό» (δες). Ετυμολογικώς το λαρδί αποτελεί αντιδάνειο: < μεσαιωνική ελληνική λαρδί(ο)ν, υποκοριστικό του (ελληνιστική κοινή) λάρδος < λατινική lardum (=αλατισμένο/ παστωμένο κρέας) < αρχαία ελληνική λαρινός (=παχύς, λιπαρός).

Τη λέξη διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997) ως χρησιμοποιούμενη στην Άνδρο. Υποτίθεται ότι η ηρωίδα, η Μοσχούλα, ήταν σλανγκομούνα before it was cool και προσπαθούσε στα εφηβικά χρόνια της να κρυφακούει και να καταγράφει εν συνεχεία σλανγκιές, μεταξύ των οποίων και το λαρδομούνα.

Η σημασία της σλανγκιάς δεν μου είναι απολύτως σαφής. Αφενός φέρεται να σημαίνει μια γυναίκα που «έπιασε ξίγκι» στο μουνί της, λόγω πολυχρόνιας αγαμίας, -συνήθως επειδή ο άντρας της ήταν ναυτικός και έλειπε καιρό στα ξένα-, και που ωσεκτουτού είναι λιγωμένη για σεχ. Αφεδύο φαίνεται να συνδέεται γενικότερα με μια χοιρινή jouissance, να δηλώνει ζουμπουρλού με την καυλή έννοια ή λιπαρό και αφράτο μουνί. (Τα δύο βέβαια αλληλοσυμπληρώνονται). Ως γαμησιάτικο μπινελίκι χρησιμοποιείται και στη μοναδική του εμφάνιση στον γούγλη.

  1. Χίλιες σκούνες και μαούνες λιγωμένες λαρδομούνες (έκφραση που διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 101).

  2. Όταν η Μόσχα ήταν έντεκα δώδεκα και δεκατριών ακόμα, πονηρευόταν, την έτρωγε η περιέργεια, κι όποτε η μάνα της, αραιά και πού, έπαιρνε το πανεράκι με ό,τι άρραφτο κι έβαζε πλώρη για της Μούραινας ή όπου αλλού μαζεύονταν όλες και το ασυμμάζευτο στόμα πρώτη και καλύτερη, έβρισκε αφορμή να ορμήσει άξαφνα κι ό,τι αρπάξει το αυτί της, τα αντέγραφε σε μικροσκοπικά χαρτάκια και πρωταγωνιστούσε κατόπιν στην παρέα με Κατίνα, Κική, Μαρί, ο πούτσος του κατάρτι, εξήντα αρχίδια στο βαπόρι ίσον τριάντα άντρες πλήρωμα, λαρδομούνες επειδή πιάνανε εκεί ξίγκι, αμάλαγες μήνες και χρόνια, η Αργεντινή βγάζει τις καλύτερες κουβέρτες γιατί είναι μπουρδέλο και σκέφτονται μόνο το κρεβάτι κι επίσης το πολύ λεμόνι του νησιού ξινίζει το φιλί, καμιά φορά και το πουτί. (Ibid, σ. 24)

  3. Το πήρε κατάκαρδα που ο άντρας της, που θα ήταν τάχατες μαγκωμένος εσαεί στη φάκα της κιλότας της, δε θα γύριζε ποτέ, τζάμπα και ολόσωμο τάμα στη θαυματουργή εικόνα της Θεοσκέπαστης, ο άσωτος ένστολος σε στάση προσοχής, αραίωσε από μόνη της τις συγκεντρώσεις κι ένα απόγευμα ζήτησε συγγνώμη κι έκλεισε την πόρτα της, είχε χάσει οριστικά την ευρηματικότητά της σε ερωτόλογα και απαγορευμένα, σιωπηρά είχε παραδώσει τη σκυτάλη στη χήρα του Νικηφόρου που είχε κι αυτή περάσει προ πολλού το φράγμα των εκατό οκάδων, λαρδομούνα εκ γενετής μα με λιγότερο ταλέντο από της προκατόχου. (Ibid, σ. 130)

4. Αναμφίβολα, υπάρχουν πολλές επικίνδυνες ράτσες. Επιγραμματικά θα αναφερθώ:
- στον τραγικό φορτηγατζή, ο οποίος έχει περισσότερο το νου το στο φραπέ που ισορροπεί πάνω στο τιμόνι, ενώ εστιάζει στο δρόμο μόνο και μόνο για να σφυρίξει σε οποιαδήποτε γυναίκα δει, θεωρώντας ότι κάθε γυναίκα αισθάνεται κολακευμένη και σίγουρα θα ανοίξει τη πόδια της για να τη γαμήσει ένας άπλυτος τύπος που οδηγεί φορτηγό αν της φωνάξει «μανούλι μου», «να ήμουν κιλότα με γλώσσα», «τι βυζόθρες είναι αυτές μανάρα μου», «κούνα την κωλάθρα σου λαρδομούνα μου» και άλλα εξίσου τρυφερά.

Στο 1.07 "το μουνί της Γεωργίας Βασιλειάδου πασαλειμμένο με λαρδί είναι άσχημο" ως ένα κλικ λιγότερο εμετικό από το απόλυτο ξερνάντερο. (από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ή γέρος, fun της Goth μουσικής και lifestyle, που χλαπακιάζει ασυστόλως burgers, πατατάκια, πίτσες και παιδάκια με το αίμα τους, με αποτέλεσμα να γίνεται παχύσαρκος και να μεγαλώνουν τα βυζιά του. Επιμένει να φορά όμως κολλητά μαύρα και δερμάτινα και μπιχλιμπίδια και να γίνεται ρόμπα στους Goth κύκλους. Από Βισιγότθος.

- Ακούνε οι ελέφαντες Goth; - Ο Λάκης είναι, ο Βυζιγότθος.

(από xalikoutis, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άκομψη σε εμφάνιση και τρόπους γυναίκα, η άτσαλη, η άγαρμπη, η αδιάκριτη, η αγενής αλλά και (ή σε συνδυασμό με) παχύσαρκη, χοντρή, τόφαλος.

Από το θηλυκό του αγελαίου ζώου της Αφρικής βούβαλος, που συχνά εμφανίζεται σε σχετικά ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ γυναικών για τη... φίλη τους:
- Α τη βουβάλα, δεν φτάνει που 'γινε τόφαλος, μας έρχεται κι άπλυτη, καθυστερημένη και μας το παίζει και γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως εμφάνιση, ο ανθρωπότυπος αρκούδα δεν είναι απλώς ο εύχοντρος, όπως μας λέει ο ορισμός του Azargled, αλλά ο εύχοντρος και τριχωτός. Η διαφορά της αρκούδας από τον γκάλη και τον γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ είναι, κυρίως, ότι η αρκούδα έχει τρίχωμα και στην πλάτη (έτσι γίνεται η διαφορική διάγνωση) και επίσης ότι η αρκούδα είναι εύχοντρος, ντουλάπα, με λεπτούς ώμους (αρσενική αχλαδομούνα ένα πράμα) και μεγάλη κοιλιά, ενώ περπατάει και πολύ βαριά.

Ψυχολογικά, είναι καλοκάγαθος κουλ τύπος, ενώ όταν ζευγαρώνει έχει τάσεις να εκτρέπεται στον λουλουκισμό. Νταξ, ο όρος αρκούδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον που έχει μερικές μόνο από τις παραπάνω ιδιότητες.

- Πάρε την αρκούδα πού 'ρθε να κάνει μπάνιο!...
- Πάλι πρέπει να αλλάξουμε παραλjία γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαράκτηρισμός για γυναίκα μετρίου αναστήματος, παχουλή και με μεγάλο στήθος.

- Κοίτα ρε κάτι βυζιά η Σούλα.
- Άσε ρε με τον κουβά... το σούπερ μάριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified