Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.
Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...
Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.
Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...
Got a better definition? Add it!
Στα βορειοελλαδίτικα, ο Αθηναίος. Προέρχεται από το χάμω δηλαδή κάτω.
-Μεθαύριο θα κατέβω Αθήνα.
-Πού μωρέ, στους χαμουτζήδες;
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που έχει φτάσει στο υπέρτατο στάδιο εξαθλίωσης, που έχει κατέβει όλα τα σκαλιά της παρακμής, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα.
Η λέξη σημαίνει επίσης κουρέλι.
Άσε τον πέτυχα στο δρόμο, σκέτο παρτάλι είναι ο τύπος...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα δυτικά παραθεσσαλονίκεια, ο αλήτης, ο άσωτος, ο εξώλης και προώλης. Ακόμη ρόγκατσος, ρογκάτσα.
Όσο για την προέλευση, το πιθανότερο λέω είναι να προέρχεται από τα ρουγκάτσια (< ρούγα), ένα σχετικά γνωστό παλιό καρναβαλίστικο έθιμο στη βόρεια και κεντρική ελλάδα, παρότι το συγκεκριμένο δεν ήταν και από τα πιο διονυσιακά ελλαδίτικα έθιμα (δείτε εδώ και αυτό το ωραίο ντοκιμαντεράκι).
Απ' την άλλη, λιγότερο πιθανής σύνδεσης, στα διαλεκτικά δουλγέρικα ρουγκάτσι ήταν ο «τούρκος», όπως μας πληροφορεί ο Τριανταφυλλίδης (στο κειμενάκι του για τις συνθηματικές γλώσσες και κατευθείαν στο χειρόγραφο γλωσσάρι για τα δουλγέρικα ή ντουγραματζίτικα από το Διδυμότειχο).
Τέλος όμως ν' αναφέρω και τα ρόγκια, τα «χωράφια που έχουν ρογκιστεί, δηλαδή καεί και ετοιμαστεί για τη νέα σπορά», όπως μαθαίνω απ' τις «Λέξεις που χάνονται» (2011) του κυρ-Σαράντ, τα οποία τα βρίσκω κοντά στη σημασία του εδώ ορισμού αν μη τι άλλο επηρεασμένος απ' τις τσαϊράδες κατά Χριστιανόπουλο.
Πόσις κι πόσις ρογκάτσις δεν έφηυγαν απ' τα χουριά κι' επήαιναν στ' γερμανία, δέν τις ήξηυρε κανείς και τ'ς ανηχόταν κι' έκαμναν τη ζουή τ'ς.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.
Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γενικά, τύπος άξεστος και βωμολόχος - η σημασία αυτή έχει καλυφθεί στον ορισμό του krepsinis.
Ειδικότερα, οπαδός του ΠΑΟΚ. Ιστορικά, απαξιωτικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν οπαδοί άλλων ομάδων - κυρίως της Θεσσαλονίκης - για να δείξουν ότι θεωρούν τους Παοκτζήδες άτομα κατώτερης κοινωνικής στάθμης. (Παρ. 1 & 2). Πιο πρόσφατα, αυτοχαρακτηρισμός που έχουν υιοθετήσει κάποιοι χαρκόρ Παοκτζήδες ως τίτλο τιμής, σε ένα κλίμα νοσταλγίας για τα χρόνια 1972 - 1986, για τον καλύτερο ΠΑΟΚ όλων των εποχών και, κυρίως, για την έξαλλη κερκίδα που τον στήριζε.
Παλιότερα, η λαχαναγορά στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν σε σχετικά κεντρικό σημείο - στην Αγίου Δημητρίου, δέκα λεπτά με τα πόδια από το Διοικητήριο/Υπουργείο Βορείου Ελλάδος και είκοσι λεπτά από την Τσιμισκή. Οι θόρυβοι, οι μυρωδιές, οι εικόνες της λαχαναγοράς ήταν οικεία για την πόλη. Και οι άνθρωποι της λαχαναγοράς επίσης - και είναι αλήθεια ότι οι Παοκτζήδες μεταξύ τους ήταν πολλοί.
Η χρήση της λέξης λαχαναγορίτης ως βρισιά με στόχο τους οπαδούς του ΠΑΟΚ άρχισε, νομίζω, να ατονεί στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν πια η αγορά είχε μεταφερθεί στην Δυτική Είσοδο της πόλης και οι άνθρωποι της ήταν πλέον αθέατοι. Η επαναφορά του χαρακτηρισμού, αυτή τη φορά με θετική φόρτιση, από τους ίδιους τους Παοκτζήδες συμπίπτει με τα πέτρινα χρόνια του συλλόγου, επί διοικήσεων Βουλινού, Μπατατούδη και Γούμενου, από το '90 και μετά.
Θέτικη φόρτιση, σε κάποιο βαθμό, έχουν η λαχαναγορά και οι μανάβηδες και στην σημειολογία του ρεμπέτικου - Παπάζογλου, Μπίνης, Τσιτσάνης, Σκαρβέλης, Παγιουμτζής, Μπαγιαντέρας και Γιοβάν Τσαούς έχουν όλοι αναφορές. Οι άνθρωποι της λαχαναγοράς μπορεί να είναι άξεστοι αλλά θεωρούνται και τσαμπούκια και μαγκίτες, ζόρικοι και λαρτζ - ιδιότητες με τις οποίες σαφώς θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ο πωρωμένος Παοκτζής, ειδικά όταν τα πράματα πάνε στραβά. (Παρ. 3)
Έχει σημασία και το γεγονός ότι όσοι κοιτούσαν αφ' υψηλού τους ανθρώπους της λαχαναγοράς δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ τους - και τον χαμάλη που δούλευε μέχρι να βγάλει τη ρετσίνα και τον πατσά και τον μεγαλοφρουτέμπορα με το κλασικό μασούρι τα χιλιάρικα που έκαιγε (κυριολεκτικά) τα μπουζουκομάγαζα, και τους δυο λαχαναγορίτες τους έβριζαν. Η ισοπέδωση αυτή λειτουργεί ως επιβεβαίωση ενός καίριου Παοκτζήδικου μύθου, ότι δηλαδή η αγάπη για τον ΠΑΟΚ ενώνει και καταργεί τις διαφορές - εξ ου και ο ΠΑΟΚ είναι θρησκεία/ιδεολογία/πάνω απ' όλα (Αθήνα καριόλα). (Παρ. 4)
Εμβληματική φυσιογνωμία για τον σύγχρονο Παοκτζή που γουστάρει να αυτοχαρακτηρίζεται ως λαχαναγορίτης είναι, εννοείται, ο Μάκης ο Μανάβης. Κατά κόσμον Θωμάς Μαυρομιχάλης, ήταν ο αναμφισβήτητος αρχηγός του σκληρού πυρήνα της Θύρας 4 στις δεκαετίες '70 και '80. Ήταν όντως μανάβης - δεν δούλευε, όμως, στη λαχαναγορά αλλά είχε δικό του μαγαζί στην πόλη. Οι φανατικοί πιτσιρικάδες που τον ακολουθούσαν ήταν γνωστοί και ως μαναβόσκυλα. (Παρ. 5, 6 & 7 και μήδια - αν θέλει κανείς να δει περισσότερα για τον Μάκη τον Μανάβη, ας πάει εδώ).
Άλλοι χαρακτηρισμοί για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ: γύφτοι, Τούρκοι, Τουρκάκια, Τουρκόγυφτοι, μωαμεθανοί, κοτόπουλα (ως σαρκασμός του δικέφαλου αετού) και βούλγαροι (αυτό σε χρήση μόνον από Νότιους).
Γύφτοι - αλήτες - λαχαναγορίτες! (Ιστορικό σύνθημα των οπαδών του Άρη)
Γιατί χωρίς τον Ντιόγκο μας, πάμε στην Τούμπα και μας κερδίζουν αυτοί οι αλήτες, οι άξεστοι, οι βάναυσοι οι Παοκτζήδες. Ας είχαμε τον Ντιόγκο μας και θα βλέπατε εσείς, ρεμάλια λαχαναγορίτες. Από εδώ
Όσο για το «χωριάτικο»... φιλαράκι να σε πω δυό πράγματα γιατί με τσάτισες; Εμείς είμαστε λαχαναγορίτες απ' τη Σαλονίκη, δεν είμαστε φλώροι και ας έχουμε τελειώσει και πανεπιστήμια. 'ντάξει τ' αγόριμ; ;ο) (Από εδώ)
Θυμάστε τότε που βγαίναμε στην αυλή του σχολείου και τραγουδούσαμε το «ήρθαμε από τη Βουλγαρία και μαμάμε Αθήνα Πειραιά»; Θυμάστε κάποτε που πηγαίναμε στο σταθμό και ζητάγαμε διαβατήρια από τους Αθηναίους; Θυμάστε πριν από χρόνια που μπαίναμε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα κάναμε γυαλιά καρφιά επειδή λέγανε διάφορα για τον ΠΑΟΚ; Θυμάστε κάποτε που λαχαναγορίτες, μορφωμένοι, αμόρφωτοι, κάθε καρυδιάς καρύδι ήμασταν ένα και το αυτό μέσα και έξω απ' την Τούμπα; (Από εδώ).
Ναι, ο Μάκης ο Μανάβης ήταν και η πρώτη μούρη των Ελληνικών γηπέδων. Κάθονταν προσοχή μπροστά του όλη η αλητεία της 4. (Σχόλιο στο You Tube)
Βλέποντας ότι θα φτάσουμε νωρίς, ο αρχηγός (Μάκης Μανάβης) πήρε το μικρόφωνο και κοντά στις 12 το βράδυ είπε: «Ακούστε λίγο ρε, να πούμε. Επειδn να πούμε, είναι πολύ νωρίς για να φτάσουμε στηv Αθnνα, θα κάνουμε μια στάση να πούμε, στη Λαμία, τρεις ωρίτσες. Ακούστε, να είστε, να πούμε, προσεκτικοί στις κινnσεις σας και να μn δώσουμε δικαίωμα μέσα στη Λαμία. Δε θα συγχωρέσω κανένα παρατράγουδο,…λέω,... με καταλάβατε να πούμε; . ..» (Από εδώ).
Γιατί δεν βγήκε κανένας από τα μαναβόσκυλα που τότε κάνανε πόλεμο στον Παντελάκη να πούνε κάτι αυτές τις μέρες; Για εσάς που γουστάρετε τον μάκη το λέω... αυτά τα ξέρετε η μόνο για τα ντου σας έχουν μιλήσει; (Από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.
Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).
Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.
Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».
Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.
Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.
Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).
Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό.
- Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.
Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά;
- Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...
Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Εκ του τουρκικού kartal = αετός. Στα Ελληνικά σημαίνει επίσης αετός αλλά σε ορισμένες περιοχές, κυρίως στη Θράκη, είναι και ένα είδος γύπα, όρνιου.
Άνθρωπος πανέξυπνος αλλά και άρπαγας και μάλιστα αδίστακτος.
Εξαπανέκαθεν, ο αετός είχε θετικές συνδηλώσεις καθ' ημάς - έμβλημα του Διός, του Πατριαρχείου και του ΠΑΟΚ, αετίσιο βλέμμα, αϊτός είσαι, σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα κλπ. Αντιθέτως, ο γύπας δεν πρόσεξε αρκετά το πι-αρ του και κατέληξε να σημαίνει τον στυγνό οπορτουνιστή - ψοφίμια, ετοιμοθάνατοι κοκ.
Η λέξη καρτάλι κρατάει κάποια από τα θετικά του αετού - ιδίως την οξυδέρκεια. Τα παντρεύει, όμως, με ορισμένες από τις ιδιότητες που αποδίδονται στον γύπα - κυρίως την απονιά. Μας θυμίζει δε η λέξη και ότι, στην τελική, και ο αετός και ο γύπας είναι αρπακτικά, ΤΑ αρπακτικά, με κάτι νυχάρες να.
Και έτσι το καρτάλι περιγράφει εύγλωττα τον τύπο που καραδοκεί, δεν του ξεφεύγει τίποτε και μόλις δει την ευκαιρία χυμάει και καταξεσκίζει το θύμα του. Συγγενή έννοια περικλείει και η λέξη αετονύχης, αλλά εκεί η έμφαση είναι στην πονηριά και την επιτηδειότητα ενώ το καρτάλι τονίζει την αναλγησία και την αρπακτικότητα - το κοινό χαρακτηριστικό που έχουν ο αετονύχης και το καρτάλι είναι, βέβαια, η εκμετάλλευση της ευκαιρίας. Ενδιαφέρον έχει, νομίζω, και η παραβολή με τις λέξεις σαΐνι και κοράκι.
Εξ όσων ξέρω, η λέξη χρησιμοποιείται μόνο στη Βόρεια Ελλάδα και μάλλον σπάνια πια.
... Και δεύτερον πολλές φόρες μας έκλεψε παίχτες ή προσπάθησε να μας τους αρπάξει. περιμένει σαν καρτάλι και με την πρώτη ευκαιρία έρχεται να κλέψει. θες τον παίχτη ρε μπαστ..δε Ντέμη κάνε πρόταση και αν τη δεχτώ πλήρωσε και πάρε ότι θες. (από forum στο paokmania.gr, παοξής εξηγεί γιατί μισεί την ΑΕΚ)
Για ποιόν πολιτισμό μιλάτε στο Ελλαδιστάν ;;;
Για ποιό κράτος ;;; Το παραδικαστικό ;;; Ή του Σανιδά με τα παράνομα σπίτια του ;;;
Για ποιά πρόνοια ;;; Των ράντζων και των προμηθειών ;;;
Για την πολεοδομία που το κάθε βλαχαδερό σαν καρτάλι περιμένει την μίζα του για να πάρεις πρωτόκολλο ;;; (από forum στο michanikos.gr)
- Φοβέρά τα ντολμαδάκια ... Δοκίμασες;
- Εμ, πρόλαβα; Δεν πρόλαβα... Πέσανε τα καρτάλια, ο αδερφός σου και η νυφούλα σου, φύλλο δεν αφήσανε εν ριπή οφθαλμού...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο/η κάτοικος της Βόρειας Ελλάδας, κυρίως της Θεσσαλονίκης.
Ετυμολογείται από τη φράση «σε λέω, με λες», που αντικατοπτρίζει τη χρήση της αιτιατικής πτώσης του αδύναμου τύπου των προσωπικών αντωνυμιών σε ρόλο έμμεσου αντικειμένου (με, σε, τον/την/το) αντί της γενικής που χρησιμοποιείται στην Κοινή Νεοελληνική (μου, σου, του/της/του).
Ήταν μια σελεμελού, φίλε, σήμερα στο λεωφορείο και όταν δεν άνοιξε η πόρτα στη στάση για να κατεβεί φώναξε «Οδηγέ, με ανοίγεις λίγο από πίσω;».
Δες και θεσσαλονικιώτικα.
Got a better definition? Add it!
Έχει έννοια αντίθετη από αυτήν που δηλώνει, δηλαδή ο καλύτερος, ο γαμώ τα παιδιά, ξηγημένος τύπος, τρελός, έχει πολλές σημασίες.
Το χρησιμοποιούσαμε στον Πειραιά από τα μέσα του '90, μπορεί και πιο παλιά! Προσωπικά δεν το έχω ακούσει πουθενά εκτός απ' τον Πειραιά!!
Got a better definition? Add it!