Ο εκτελών χρέη θαλαμοφύλακα στρατιώτης.
Ευτυχώς σήμερα θα είμαι θαλαμοντόγκ και δε θα φάω το κρύο στη σκοπιά.
Ο εκτελών χρέη θαλαμοφύλακα στρατιώτης.
Ευτυχώς σήμερα θα είμαι θαλαμοντόγκ και δε θα φάω το κρύο στη σκοπιά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο φαντάρος (συνήθως νέος) που τον χώνουν διαρκώς για αγγαρείες.
- Έχω καταντήσει αγγαρειομάχος στη μονάδα. Τη μια μαγειρεία, την άλλη τουαλέτες, δεν αντέχω άλλο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο συνοδός-βοηθός (συνήθως στρατιώτης) του αξιωματικού - αρχηγού της περιπόλου στο στρατόπεδο.
- Σήμερα περίπολο είναι ο επιλοχίας Μήτσου και περιπολόπουλο ο στρατιώτης Χρήστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο νυσταγμένος. Μεταφορικά, ο βλάκας.
Ξενύχτησε εχτές γι' αυτό είναι ούργιος.
Got a better definition? Add it!
Ο στρατιώτης που υπηρετεί στα τεθωρακισμένα, λόγω χρώματος μπερέ και, υποτιμητικά, λόγω των αγγαρειών που κάνει στα αντίστοιχα οχήματα.
- Πού υπηρετείς ρε σειρά; - Άσ' τα να πάνε, μαύρος στην Αυλώνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι στρατιώτες που υπηρετούν στις Ειδικές Δυνάμεις.
Στη πάντα, στη πάντα, περνάνε τα κομάντα!
Got a better definition? Add it!
Published
Οι στρατιώτες που κατατάσσονται με λίγους μήνες διαφορά.
Λέγεται και «κοντοσειρά».
- Πότε μπήκες μέσα εσύ;
- Τον Γενάρη.
- Έλα ρε κοντοσείρι! Εγώ μπήκα το Μάρτη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το αγγλικό champion δηλαδή πρωταθλητής. Ο γενικότερα ικανός.
-Τα κατάφερε χθές με τη γκόμενα ο άλλος;
- Εννοείται ρε, τι σε λέω, αφού το άτομο είναι τσαμπιόνι!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά, δηλώνει τον στρατιώτη που έχει μόνιμη αγγαρεία το καθάρισμα ταψιών.
Ο Δημητρίου είναι ο ταψίαρχος εδώ στο στρατόπεδο. Έχει τρελαθεί στο πλύνε-τρίψε-ξύσε στα μαγειρεία!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το ιταλίκό a picco, δηλαδή καθέτως.
Κυριολεκτικά η θέση της άγκυρας που δεν έχει ακόμα σηκωθεί από το βυθό αλλά της οποίας η αλυσίδα έχει ήδη πάρει κατακόρυφη θέση, είναι έτοιμη να σηκωθεί.
Μεταφορικά είμαι απίκο σημαίνει είμαι έτοιμος.
- Άντε ρε μαλάκα θα φύγουμε;
- Ναι ρε, είμαστε όλοι απίκο σε 2 λεπτά.
Got a better definition? Add it!