Further tags

Ο αξιωματικός που του αρέχει να αγγαρεύει τους φαντάρους και τους τρέχει αλύπητα.

-Σήμερα έχει υπηρεσία ο αρχιλοχίας Κωσταντίνου.
-Ωχ αυτό το καψωνόμουτρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βλάχος, μα και πολύ χωριάτης συνάμα, στη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τη γλώσσα ή συνδυσμό τους.

-Έσκασε ένας βλαχωριάτης στην αντιπροσωπία το πρωί και με ρώταγε αν έχω τη M3 «σιμπιζάκι»!
-Και;
-Του είπα να πάει δίπλα στα τυριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άχρηστος, που δε κάνει για τίποτα.

Σε ποδόσφαιρο, αν μπει το γκολ ο τερματοφύλακας που το έχασε είναι τουφεκαλεύρης.

Μαλβίνα Κάραλη, ΜΑΛΒΙΝΑ LIVE. Στο 2:21 και 2:36. (από patsis, 21/05/10)

Βλ. και ντουφεκαλεύρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αργόμισθος, αργόστροφος, ή γενικότερα, αργός άνθρωπος.

Απ' το επάγγελμα του καστανά της Πανεπιστημίου που 8+ ώρες την ημέρα κάθεται στον κώλο του και ψήνει 5 κάστανα. Κάθε 24 λεπτά τα γυρνάει κιόλας μην αρπάξουν απ' τη μία.

(14:19) -Πιάσε γρήγορα μια τυρόπιτα γιατί βλέπω το λεωφορείο μου να έρχεται!
...
(14:26) -Έτοιμος!
(14:26) -Άντε ρε καστανά 10 ώρες να μου βάλεις μια τυρόπιτα σε μια χαρτοπετσέτα! Το 'χασα το λεωφορείο! Φα' τη μόνος σου τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση έχει ιδιαίτερη απήχηση σε φαντάρους, ιδαίτερα των ειδικών δυνάμεων. Αντιπροσωπεύει τον φαντάρο που όπου σταθεί κι όπου βρεθεί τονίζει τα «κατορθώματά» του.

Ακόμα και θαλαμοφύλακας να κάνει, εξιστορεί στην παρέα -η οποία βαριέται ασυστόλως αλλά δε μιλάει για λόγους ευγένειας- το δήθεν ντου Τούρκων κομάντος εντός του θαλάμου που τους απώθησε με μία λαβή.

Ιδιαίτερα οι φαντάροι των ειδικών δυνάμεων εξιστορούν το «άλμα με το αλεξίπτωτο από τα 30.000 πόδια με την αποφυγή στον αέρα επερχόμενης τουρκικής ρουκέτας», την «εξόντωση επιτιθέμενου καρχαρία κατά τη διάρκεια αμφίβιας άσκησης» και την «εισβολή στα τουρκικά παράλια όπου κάρφωσαν τον μπερέ τους στο μιναρέ».

-Και την ώρα που αναλαμβάνω θαλαμοφύλακας γίνεται ένα σκηνικό με Τούρκους βατραχανθρώπους. Βγάζω την ξιφολόγχη, καρφώνω έναν και μετά οι άλλοι κλάσαν ρέγγες και φύγαν...

-Άσε ρε Μίλτο. Παπάτζα νίντζα είσαι κι εσύ!!! Όλα σε σένα τυχαίνουν....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηριστικός τύπος που μιλάει για σκηνικά ενώ δεν ήταν ποτέ μπροστά, απλά τα έχει ακούσει. Συνήθως υπερηφανεύεται για τις κατακτήσεις του, για τις αντοχές του στο ποτό και για τους σαματάδες σε γήπεδα, τις πορείες που είδε αλλά δεν πήρε μέρος.

Μπορεί να συμμετέχει σε καταστάσεις που δεν υπάρχει περίπτωση να του βγουν σε κακό, π.χ. πεσίματα 10 σε 1.

Ακούει λαϊκή μουσική και βγαίνει κυρίως σε μπουζούκια, αλλά δεν έχει πρόβλημα να βρεθεί σε τρεντομάγαζα όπου συνήθως το παίζει ζάντα ακόμα κι αν έχει πιει μια μπύρα φωνάζοντας «Πω πάλι κομμάτια έγινα».

Συνώνυμο του στραβοστόμης.

- Τι σου έλεγε ο Γιώργος;
- Έλα μωρέ... Ότι έδειρε 10 άτομα μόνος του, ότι πήδηξε τρεις γκόμενες σε παρτούζα και τέτοιες παπαριές. Δεν τον ξέρεις τον βλαχόμαγκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοικος της Κοζάνης.

-Πού πέρασες;
-Στα ΤΕΙ στη Κοζάνη.
-Ωχ... Θα αντέξεις τοσα χρόνια με τους Σούρδους;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαλάκας, ο πεοπαίχτης, ο ηλίθιος. Η φράση συναντάται και χρησιμοποείται κατά κόρον στο νησί της Σύρου.

- Ρε ψωλοκόπανε Ντόντο, πάλι έκλασες;

Βλ. και ψωλοβρόντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαιτητής ενός αγώνα. Προφανώς λόγω του μαύρου χρώματος.

- Και εκεί που πάμε για το διπλό, σφυρίζει το κοράκι πέναλτυ. Θά' μπαινα μέσα να του χώσω τη σφυρίχτρα στον κώλο.

και το κοράκι, πέναλντι δίνει θα τρελαθώ...0:34 (από euripidisk, 21/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πορτιέρης με το ξυρισμένο κεφάλι και το βλέμμα «γαμάω-τάω». Η λέξη προέρχεται από τον πρωταγωνιστή της παλιάς τηλεοποτικής σειράς «Σογκούν».

- Μαλάκα την κόβω τη δουλειά, θα φάμε ήττα σοκ στο ενενήντα φεύγα. Κοίτα ο Τορονάγκας πώς μας κοζάρει. Θα φάμε πόρτα σου λέω. Πάμε να την κάνουμε με ελαφρά!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified