Further tags

Έτσι αποκαλούμε κάποιο προσφιλές άτομο όταν θέλουμε να το πειράξουμε χαριτολογώντας.

- Πού εξαφανίστηκες μωρή παπαρόσκονη; Έναν μήνα έχουμε να μιλήσουμε, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδίδεται σε σατανιστικές πρακτικές.

Στο βιβλίο της «Τρελή για άντρες» η Τζόις Κάρολ Όουτς περιγράφει μεταξύ άλλων την φρίκη της ζωής που προτείνουν τα σατάνια.

(από patsis, 15/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει μικρό πέος.

- Ο Τάκης γάμησε την Πόπη.
- Αυτός την γάμησε, αυτή το κατάλαβε; Ο τύπος είναι φίφας.

Βλέπε και φίφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δεν είναι γκέι αλλά το παίζει για λόγους glamour!

- Είδα τον Τάκη εχτές σε ένα γκέι μπαρ. Τι έγινε, άρχισε να τον παίρνει;
- Άσε με μωρέ, με τον ψευτογκέι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλά ο κάγκουρας. Kάποια εποχή χαρακτηριστικό τους ήταν το παπί, τα τσουλούφια και το μπουφάν τύπου φλάι. Είχαν πράσινο φλάι για τις βόλτες και μπλε για την εκκλησία. Κάποια άλλη εποχή φοράγανε σκαρπίνι με άσπρη κάλτσα.

Παράγωγο είναι το καρεκλόνι.
(Το καλό το καρεκλόνι, όλο τρέχει και γλιτώνει!)

- Κοίτα πώς είναι ντυμένος ο Τάκης!
- Φίλε ο τύπος είναι μεγάλος κάρεκλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ψηλός και χοντρός.

Αλλιώς: δαμάλι.

- Πού είσαι ρε δάμαλε!
- Άσε φίλε, τις γιορτές κατέβασα τον αγλέουρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που δεν του αρκεί τίποτα, δεν του φτουράει τίποτα!

Δεν μου φτουράει τίποτα = δεν μου φτάνει τίποτα.

Είσαι ανεσίφταγος, τα θέλεις όλα, δεν σου φτάνει τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published

Από το λατινικό ignoramus, ο αδαής, αυτός που δεν έχει ιδέα, ο άσχετος.

Πάγωσε ο Κώστας, είναι άσχετος με τη συζήτηση... Ιγνοράνος!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ξερόλας της παρέας.

Ρε το ξερόλι... Όλα τα ξέρει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του πάτος, που αντιστοιχεί στα οπίσθια (κυρίως γυναικεία). Χρησιμοποιείται επαινετικά για μια γυναίκα με ωραία οπίσθια.

-Κοίτα την ξανθιά με το μίνι! -Πώπω μια πατούρα που έχει! Πολύ θα ήθελα να την είχα για ένα βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified