Further tags

Κρητική λέξη, προερχόμενη -προφ- από το χαλικούτης, χαλικουτίζω, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος που είναι τρομερά ακατάστατο ή/ και βρώμικο, και συνήθως κατοικείται από πολλούς. Προφέρεται με υποτιμητική διάθεση.

-Θα 'ρθείς στου Σήφη το βράδυ;
-Είντα λες μπρε, κουζουλός 'σαι; Εκειά μέσα είν' χαλικουταριό! Ούτε να μπεις δε χωρείς!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χαλικουταριού (από mafie, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως μη ανδροπρεπής χαιρετισμός, αλλά και ως εκδήλωση θαυμασμού. Συχνά την χρησιμοποιεί κανείς όταν θέλει να μιμηθεί κάποιον gay γιαυτό και η λέξη αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους ομοφυλόφιλους.

- Γιαννάαααααακηηη; Τσουτσουμπρούτζου!

- Τι καλέ αυτός δηλαδή είναι τσουτσουμπρούτζου τελείως;

- Άσε με ρε μαλάκα, εγώ είμαι άντρας, δεν τα μπορώ αυτά τα τσουτσουμπρούτζου.

ΑΜΑΝ (τσουτσουμπρούτσου) (από patsis, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, απαξιωτικά.

Εκφέρεται με το σκεπτικό (διαδεδομένο κυρίως σε παλαιότερες εποχές) ότι η ιδιωτική εκπαίδευση αφορά πρωτίστως μπούληδες με άι κιου ραδικιού που δεν την παλεύουν σε δημόσια σχολεία ή πανεπιστήμια.

Από το στουρνάρι και το γαμοσλανγκοτέτοιο -άδικο. Βλ. επίσης: κολεγιόπαιδο, μωραϊτόπαιδο, Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάου.

  1. άντε καιρός είναι να στείλετε τα παιδιά σας μακριά, εκεί στα στουρναράδικα της Ευρώπης να γίνουν κάτι σαν Σαμαροπαπανδρέοι ή γιάπις...
    (εδώ)

  2. Γιάννης Στουρνάρας... με μεταπτυχιακό από το στουρναράδικο της οξφόρδης στις υπηρεσίες του έθνους...
    (εκεί)

  3. Χτες έγραψε η «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» ότι έχω στείλει την κόρη μου στο Deree. Οντως, έτσι είναι. Ενα παιδί αν δεν μπορεί ή δε θέλει να πάει στο Πανεπιστήμιο, δεν έχει διέξοδο στην Ελλάδα, τι θα κάνει μετά το Λύκειο. Κάπου πρέπει να πάει.
    (Αλέκα Παπαρήγα για την χρησιμότητα των στουρναράδικων, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ορίτζιναλ. Η μητέρα όλων των εκφράσεων που προσδιορίζουν κάποιο μέρος που και έτη φωτός μακριά είναι και που κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται - αν και τώρα τελευταία λέγεται ότι ο Μάκης ξέρει...

Στου διαόλου τη μάνα καταλήγουμε διότι

α) κάποιος ανόητος μας έδωσε τη λάθος διεύθυνση
β) ο/η συνοδηγός δεν ξέρει να διαβάζει το χάρτη
γ) κάποιος από την παρέα είχε ιδέα να πάμε σε μια καλή ταβέρνα για την οποίαν του είχαν πει
δ) η αποκέντρωση του κρατικού μηχανισμού σε αυτή την περίπτωση λειτούργησε πέραν πάσης προσδοκίας.

Απαντάται και η ρωσσότροπη εκδοχή «στου διαόλου τη μανίτσκαγια». Όπου, εκτός όλων των άλλων, κάνει και κρύο.

Συνώνυμα: στου διαόλου το κέρατο, στου διαόλου τον πούτσο, στου διαόλου τον κώλο, στου διαόλου το ξεσταύρι

- Ρε πούστη μου, δεν είναι κράτος αυτό ... μια κωλοβεβαίωση για το οικόπεδο ήθελα ... στου διαόλου τη μάνα μ' έστειλαν σ'ένα γραφείο ... και μετά μου λένε πρέπει να την καταθέσω και στο υποθηκοφυλακείο ... τρέχα πάλι, μαλάκα, στου διαόλου τον κώλο ... γαμώτο, δηλαδή

...λίγο ευθεία θα πας, δε θα το χάσεις... (από Jonas, 18/03/09)

Βλ. και αλησμονιά, τέρμα Θεού, αρχές Αλλάχ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανόητη παραλλαγή της έκφρασης στου διαόλου τη μάνα και των λοιπών που θα βρείτε στο αντίστοιχο λήμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταμπάκης που χρησιμοποιούσε ακαθαρσίες σκύλων (δες) και υβριστικά ο κάτοικος της Άμφισσας που ήταν γνωστή για τα ταμπάκικά της (δες).

Εγώ πάντως ως παιδί πρόλαβα τους σκυλοσκατάδες να μαζεβουν κόπρανα για τα βυρσοδεψεία. Ωραίες εποχές που μας τέλειωσαν όταν όλοι θέλαν να γίνουν σαν την Αθήνα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Κάποτε λεγόταν έτσι η Καλλιθέα (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο τουλάστιχον).

Γενικά, ο όρος χρησιμοποιείται για την υποτίμηση και την υποβίβαση μια πόλης η οποία, απ' όλες τις απόψεις, μας κάνει τη ζωή δύσκολη (λες και η πόλη είναι κάτι μόνο του χωρίς τους κατοίκους, τεσπα).

Λογοπαίγνιο και με την Λιμνούπολη του Ντίσνεϋ.

  1. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος και η Νίκη έφυγαν από Αθήνα, ζούνε τώρα στα Γκράβαρα και καλλιεργούν λαχανάκια.
    - Όχι θα καθόντουσαν στη Σκατούπολη σαν και μας του μαλάκες.

  2. Ποιά Μπουγατσαδούπολη; ΣΚΑΤΟΥΠΟΛΗ πρέπει να λέμε τη Θεσσαλονίκη!
    (από μπλογκ)

Καλλιθιώτισσα τσακίστρα (1940 Γ. Καρίπης - Σ. Παγιουμτζής) (από HODJAS, 10/11/10)(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 29/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.

  1. -Κοίτα πόσο ανοιχτή είναι η σκατότρυπά της φίλε...κοίτα... Μας χωράει και τους δύο...
    - Όχι...μη!!! Σας παρακαλώ νιώθω ήδη ξεσκισμένη...!, παρακάλεσα. (Από ερωτική ιστορία στο Φλοκ τζι αρ).
  2. Η Φωφώ μη έχοντας τι άλλο να κάνει άρχισε να γλείφει τη σκατότρυπα της Σοφίας, που είχε κολλήσει πάνω στα χείλια της.
  3. Ε? Ε? μέχρι και την σκατότρυπά μου σου αρέσει να καθαρίζεις βρωμοπουστράκι μου! Λατρεμένο σιχαμένο κωλογλειφτράκι μου?» (Από το Μπουντουσουμού).

Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.

  1. Αλβανια- μια σκατότρυπα στα βαλκάνια. (Εδώ).
  2. Μια σκατότρυπα είναι η Αθήνα, όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται να επιβιώσουν, με τα νεύρα τους μονίμως σπασμένα. (Εδώ).
  3. Αξίζει κανένας από εμάς τους υπόλοιπους να παλεύει σε αυτή την άθλια χώρα; Καλύτερα να φεύγουμε από την σκατότρυπα όσο είναι ακόμα καιρὀς (Εδώ).
  4. ΤΟ ΣΑΙΤ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΣΚΑΤΟΤΡΥΠΑ ΓΕΜΑΤΗ ΤΡΟΛΛ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΑΤΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ? ΕΛΕΟΣ! (Εδώ).
  5. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίζεις λεφτά και μια σκατότρυπα για να μεγαλώσεις τα βρωμοπαιδά σου. (Εδώ).

Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.

  1. Είμαι πραγματικά περίεργος σε ποια σκατοτρυπα θα κρυβόταν ο Πάγκαλος αν κάποιος απ τους συγγενείς των νεκρών του ζητούσε αποδείξεις. (Από Τουίτερ).
  2. Μαλακάκο δεξιούλη πατριωτάκο πίσω στη σκατότρυπά σου, παίξε και καμιά μαλακία και άσε μας εμάς να κάνουμε ό,τι μας καυλώσει.. (Τρομπαχτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ελλάδα ως τόπος υποτέλειας, (νεο-)ραγιαδισμού, νέας αποικιοκρατίας, ενδοτισμού και μειοδοσίας σε εθνικά θέματα. Χρησιμοποιείται κυρίως από Ελληνάρες και e-λληνάρες, αλλά και άλλους που ασκούν κριτική στο ξεμνημούνιασμα της Ελλαδούλας. Εκ του τουρκικού raya, που σήμαινε τον χριστιανό υπήκοο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και κατ' επέκταση κάποιον με δουλοπρεπή στάση, και του συνηθέστατου σε εθνικούς αυτοφαυλισμούς -στάν.

  1. Merkel: Θέλουμε την Ελλάδα να σταθεί γρήγορα στα πόδια της. Ως 17ο ομοσπονδιακό αποικιακό ραγιαδισταν τις Γερμανίας. (εδώ)

  2. Σ' ένα σοβαρό κράτος, κι όχι σ' ένα λεηλατημένο και ξεπουλημένο μπουρδέλο όπως το ραγιαδιστάν.
    Στο ραγιαδιστάν δεν μας φτάνει μόνο το γελοίο και παντελώς ανίκανο κράτος, δεν μας φτάνουν τα πουλητάρια που εμείς οι ίδιοι «νομιμοποιούμε» για να μας καταδυναστεύουν, έχουμε από πάνω και τις ορδές των ανεγκέφαλων για να παίζουν τον ρόλο μιας ιδιότυπης Κου Κλουξ Κλαν, η οποία, όπως συμβαίνει με όλα τα ελληνικά καραγκιοζιλίκια, αν και ουσιαστικά γελοία, παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνη απ' όλες τις απόψεις. (εδώ)

  3. Ραγιαδιστάν- Αυνανιστάν: Εθνικός Ύμνος. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified