Further tags

Η πάλαι κραταιά Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, για παππούδια άνω των 60 ή μητσάρες ανά την ελληνική επικράτεια.

Έλα να δούμε ποδόσφαιρο, Νικολάκο. Σήμερα παίζ' η Γιουγκοσκλαβία με τσ Τσεχοσκλοβάκους!

(από krepsinis, 06/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Καβάντζα ή καβάτζα: κατάλληλο μέρος για στήσιμο σκηνής (απήνεμο, ανήλιαγο, κλπ κλπ).

Το αίσθημα ιδιοκτησίας, νομής κατοχής και ψιλής κυριότητας προς αυτό το μέρος και των βοηθητικών του χώρων (γύρω καβάτζες) συνήθως αυξάνει ευθέως ανάλογα προς το βαθμό χιπισμού (άρα και αντι-ιδιοκτησιακής ρητορείας) του κατασκηνωτή.

Επίσης, βαρετό θέμα συζήτησης μεταξύ ελευθεροκατασκηνωτών που βρίσκονται τον Σεπτέμβρη και δεν έχουν ουσιαστικά κάτι να συζητήσουν...

- Μου 'κατσε στο Κεδρόδασος μια καβάτζα μπερεκέτι, φίλε...μέχρι Νοέμβρη καθόμουνα, σου λέω...
- Ναι, ε; Γαμώ φίλε...

Βλέπε και χεσοκαβάντζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγραφή της Ελλάδος που της δίνει τις αξίες και τις αρχές ιδίου επιπέδου με άλλες «προηγμένες» χώρες όπως το Αφγανιστάν, Καζακστάν, Τουρκμενιστάν με σκοπό να τονίσει το πόσο πίσω είμαστε ή το πόσο υποανάπτυκτα φερόμαστε μερικές (;) φορές.

Είδες προχθές τι γινόταν στο ΙΚΑ/ΕΦΟΡΙΑ/ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ/ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ/ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ/ΓΗΠΕΔΟ; Σκέτο Ελλαδιστάν!

Δες και Ελλαδιστανός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της γκιλοτίνας για τον αποκεφαλισμό των καταδίκων, που αποτελείται από δύο ορθοστάτες ανάμεσα στους οποίους κινείται μια τριγωνική λεπίδα. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για κάτι πολύ επικίνδυνο, που απειλεί ή αφαιρεί ζωές. Η ρίζα είναι από τα γαλλικά carmagnol(e) -α (χορός που χόρευε ο λαός κατά τη γαλλική επανάσταση) και δη όταν αποκεφάλιζε βασιλείς ή έκαιγε παλάτια.

Η Λεωφόρος Καβάλας είναι σκέτη καρμανιόλα, μέχρι στιγμής ο φόρος αίματος που έχει πληρωθεί είναι τεράστιος.

Κορίνθου-ΠΑτρών: Δε ρόουντ του Χελλ! (από Vrastaman, 10/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καλύβα ή πρόχειρο υπόστεγο, φτιαγμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια. Το πρόχειρο σπιτάκι ή κατάλυμα.

Η λέξη προέρχεται από τα τουρκικά [τουρκ. çardak -ι]. Συχνά χρησιμοποιείται ως υποκοριστικό, βλ. τσαρδάκι.

Ουδεμία σχέση με τον ουγγρικό χορό τσάρντας.

Καλώς ήρθες στο τσαρδί μου! Βλέπεις, δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο, απλό και φτωχικό. Το αγαπάω όμως και νιώθω ωραία, δε θα το άλλαζα ούτε με παλάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση που άρχισε να χρησιμοποιείται κατά τη δεκαετία του '70, υπονοώντας ότι υφίσταται έλλειμα ασφάλειας των πολιτών και ραγδαία αύξηση του εγκλήματος. Η αναφορά προέρχεται από την εποχή της αμερικανικής ποταπαγόρευσης τη δεκαετία του '30, όταν ο Αλ Καπόνε ήταν ο Βασιλιάς του Εγκλήματος στο Σικάγο των ΗΠΑ.

- Κύριε Κώστα προσέξτε στις σκάλες, η αστυνομία έχει τοποθετήσει κορδέλες στο σημείο που βρέθηκε νεκρός κάποιος άγνωστος και θα πάρει αποτυπώματα.
- Τσ τσ τσ τσ τσ, Σικάγο γίναμε, η Αθήνα δεν ήταν έτσι κάποτε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Φωκίωνος Νέγρη επί το εξωτικότερον και επί το ποιητικότερον.

- Θυμάμαι τα χρόνια εκείνα στη Φώκα Νέγκρα... Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις!
- Σιγά ρε περπατημένε που σε πήραν και τα χρόνια...

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση έντονα προσβλητική. Πρωτοεμφανίστηκε στα κατώτερα λαϊκά στρώματα και γρήγορα έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για να περιγράψουν την έντονη παρουσία γυναικείου, πολλά υποσχόμενου πληθυσμού.

- Μαλάκες, πήγατε στο πάρτυ της Φωφώς;; - Ναι, ρε φίλε!! Τόσες γκόμενες μαζεμένες... του μουνιού το πανηγύρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο, ζώο ή πράγμα που αποδεικνύεται εκ των υστέρων αναξιόπιστο, αναληθές, ψεύτικο και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών.

  1. Ρε φιλαράκι, που με έστειλες; Πολύ σότο η ταινία ρε.

  2. Ρε φιλαράκι, που τον έστειλες; Πολύ μεγάλο σότο το γκομενάκι. Σωστό μουστάκι.

  3. Πω πω ρε ψηλέ, τι σότο είναι αυτός ο παίχτης που πήραμε;

Δες και μούφα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση μανάδων και θειτσών, με την οποία αναφέρονται στα γνωστά «σφαιριστήρια» ή «μπιλιαρδάδικα», τις αποκαλούμενες και αίθουσες ψυχαγωγίας. Ειδικότερα κατά τη δεκαετία του '70 οι αίθουσες ψυχαγωγίας, με μπιλιάρδα και επιτραπέζια ξύλινα ποδοσφαιράκια, ήταν οι χώροι στους οποίους σύχναζαν οι μάγκες τύπου «Επαναστάτης χωρίς αιτία» της εποχής. Ως γνωστόν, το μπιλιάρδο ειδικότερα θεωρείται παιχνίδι των ζόρικων και σκληρών νεολαίων, που δεν σηκώνουν και πολλά πολλά. Οι μάνες και θείες μας, με δεδομένη τη διαφορά ηλικίας, ταυτίζουν τις αίθουσες ψυχαγωγίας με το παιχνίδι που είχαν δει από τα παιδικά τους χρόνια, δηλ. τα ξύλινα ποδοσφαιράκια.

- Μαμά, έχεις κανένα 500ρικο;
- Γιατί, τι το θέλεις;
- Θα βγω μια βόλτα.
- Πάλι στα ποδοσφαιράκια θα πας; Μαζεύεστε εκεί με όλους τους αλήτες και καπνίζετε, μού τα έχουν πει. Θα μιλήσω στον πατέρα σου, για να σταματήσει αυτή η ιστορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified