Further tags

Άλλη μία από τις ονομασίες της γνωστής πλατείας της Αθήνας. Το Κολωνάκι αποκαλέστηκε «μπιντές» κατά τη δεκαετία 50-60, τότε που υπήρχε ένα δρομάκι εκεί όπου τώρα βρίσκεται το πέρασμα των πεζών ανάμεσα στο κτίριο της Λυκόβρυσης και τα καθίσματα των καφεστιατορίων. Το εναπομένον σχήμα της μικροπλατείας που δημιουργούνταν εκεί, θύμιζε μπιντέ και απ' αυτό πήρε το όνομά της και η όλη πλατεία γενικά.

Δες και Σκομπία, Κολωνάκα.

  1. O Λεωνίδας Xρηστάκης -ή αλλιώς Λεό Kρις-, φιγούρα της εποχής (όλων των εποχών) στον πρωτευουσιάνικο μικρόκοσμο, στο βιβλίο του «O κύριος Aθήναι» (εκδ. Δελφίνι) «χαρτογραφεί» τη διάσημη πλατεία. Tο ζαχαροπλαστείο «Eλληνικόν», απέναντι το cafe-ζαχαροπλαστείο «Carissimo» στη γωνία πλατείας και Tσακάλωφ, στην αντίστοιχη γωνία με την Aναγνωστοπούλου το γαλακτοπωλείο «Λυκόβρυση». Mεταξύ Σκουφά και Tσακάλωφ, το καφενείο «Eλλάς». Kαι ο «μπιντές» στη μέση της «άνω πλατείας Kολωνακίου», με τα τραπεζάκια των τριών. «Mπιντέ» το ονόμασε ο Mίνως Aργυράκης λόγω σχήματος. Όλοι περνάνε από τον «μπιντέ», για να ακολουθήσουν τους «μέντορες», τα φωτεινά μυαλά της εποχής. εδώ

  2. Τα περισσότερα σχέδια Νόμων οι μεγαλύτερες αποφάσεις
    Πολιτικού Χαφιεδικού Ρουφιανικού ή άλλου περιεχομένου
    έχουν ληφθεί στη Μικρή Βουλή της
    Πλατείας Μπιντέ (Κολωνακίου)
    όπως την έλεγαν παλιοί Κοσμικοί και Λαϊκοί Αθηναίοι
    λόγω του σχήματος.....αλλά και της ουσίας.

  3. Ο Καραμανλής, που ζούσε σε μικροαστικό διαμέρισμα στο Κολωνάκι, δεν είχε καμιά εκτίμηση στους μπουρζουά και στους MareRazis αργόσχολους του «μπιντέ»της πλατείας, θεωρώντας τους καρκίνωμα της πολιτείας.

όλα από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός χαρακτηρισμός στρατευμένου αναλόγως του υπολοίπου θητείας. Παλαιάς κοπής (αν και τα μαντάτα λένε ότι η θητεία θα αυξηθεί). Χρησιμοποιήτο από Θεσσαλονικείς.

Ο έχων υπόλοιπο θητείας πλέον των 400 ημερών μένει Καλαμαριά (αρχικό ψηφίο τηλεφωνικού αριθμού κλήσης 4)
Ο έχων υπόλοιπο θητείας πλέον των 300 και μείον των 400 ημερών μένει Πυλαία (αρχικό ψηφίο τηλεφωνικού αριθμού κλήσης 3)
Ο τυχερός έχων υπόλοιπο θητείας πλέον των 200 ημερών μένει Κέντρο (αρχικό ψηφίο τηλεφωνικού αριθμού κλήσης 2).

Παρακάτω δεν πήγαινε.

- Φιλαράκι, πού μένεις είπαμε;
- Πυλαία ακόμη, αλλά από τη Δευτέρα μετακομίζω κέντρο.
- Και ο Παπαϊωάννου; Γειτονάκι;
- Αρχικά ναι, αλλά με τις μαλακίες που κάνει τον βλέπω να μετακομίζει στην Όλγας*!

  • Περιοχή Λεωφόρου Β. Όλγας, αρχικό ψηφίο τηλεφωνικού αριθμού κλήσης 8!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Σπαταναίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο είδος εις την ανθρώπινην εξελικτική αλυσίδαν... Ο Homo Spataneus διαφέρει από εμάς τους κοινούς θνητούς ως προς την αισθητική του (καρακιτσαριό του κερατά), ως προς την μετακίνησή των (καράκωλοφτιαγμένα αυτοκίνητα-άρματα μάχης-λούναπαρκ) και ως προς τα μουσικά ακούσματα (Έφη Βόδη, Χαρά Βέρρα, «πάρε το scania και τράβα στο καλλό κτλ»). Σκέτη ποιότητα. Πλέον, διαφοροποιούντο και εις τον τομέαν της γραμματικής! Η οδική αρτηρία η οποία οδηγεί εις τα Σπάτα δεν αποκαλείται λεωφόρος Σπάτων αλλά Σπατών (όπως λέμε σκατών!). Φαίνεται ότι τα Σπάτα στην πραγματικότητα λέγονται Σπατά, δεν εξηγείται άλλως... Περιττεύει δε να ειπωθεί ότι επιμένουν σθεναρώς παρά τις αποδείξεις του εναντίου...

Φαίδων, εποχούμενος, εν ώρα στάσης εις το φωτεινό σηματοδότη: «Ω Ηφαιστίων, κύττταξε εκεί! Ο αερολιμήν Αθηνών! Μα που είμεθα τέλοπσπάντων;»
Ηφαιστίων: «Ας ρωτήσουμε τον διπλα οδηγόν... Συγγνώμη που είμεθα;»
Δίπλα οδηγός, καθήμενος εν κάθισμα με ροζ γούνινη επένδυση εν αυτοκίνητο χρώματος φωσφωρίζοντος λαχανί φέροντας σεμέν εις τον καθρέπτη: «Ρε φλαράκιεεε... στιε λεουφώροου Σπατών είshαι να ούμ...» Φαίδων: «Εννοείται: Σπάτων;»
Δίπλα οδηγός: «Ουόχιεεε, Σπατών!»
Ηφαιστίων, σκεπτόμενος: «Ευρισκόμεθα εν τη λεωφόρο Σπατών, δίπλα σε αυτοκίνητο καυτόν!»

βλ. και σπατάνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ των βλάκας και Βαλκάνια, αποτελεί έναν μειωτικό τρόπο να αποκαλέσει κανείς τα Βαλκάνια και τις χώρες τους, που ναι μεν είναι μπανεύκολος, αλλά αρκετά διαδεδομένος (πάνω από 10 σελίδες χτυπήματα στον γούγλη). Μπορεί να λεχθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα, λ.χ. ότι τα Βαλκάνια είναι ένας καθυστερημένος τόπος, ή ότι μας πιάνουν κότσους κ.ά.

  1. Και για να το δούμε σφαιρικά..... ΚΡΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑα στα ΒΛΑΚΑΝΙΑ που μας νταβατζάρουν τόσα χρόνια και εμείς γιορτάζουμε και ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΕΣ.........ΚΡΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
    παιδιά σόρρυ αν το βάρυνα πολύ αλλά ήθελα να κράξω..... (Εδώ).

  2. Εδώ είναι Βλακάνια, δεν είναι παίξε - γέλασε (Εδώ).

  3. Την ίδια ώρα στα βλακάνια, οι συνομήλικοί τους πηδούσαν κατσίκια. (Εδώ).

(από Khan, 22/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιλιαρδάδικο είναι ένας υγειονομικός σχηματισμός, συνηθέστερα Νομαρχιακό Νοσοκομείο ή περιφερικό Νοσοκομείο μεγάλου αστικού κέντρου, που δεν είναι σε θέση να προσφέρει ολοκληρωμένη νοσηλεία αλλά κατευθύνει / παραπέμπει τα δύσκολα περιστατικά (περίπλοκα ή επιπεπλεγμένα) σε άλλα, μεγαλύτερα, με αρτιότερη λειτουργία Νοσοκομεία. Αυτή η μετακίνηση των ασθενών από το ένα Νοσοκομείο στο άλλο, προσομοιάζει, βεβαίως, με τις σπόντες με τις οποίες μετακινούνται οι μπάλες πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου.

Συνηθέστερες αιτίες που προφασίζονται τα μπιλιαρδάδικα για να δικαιολογήσουν το ξεφόρτωμα των ασθενών τους προς άλλα Νοσοκομεία, είναι η έλλειψη συγκεκριμένων ειδικοτήτων (π.χ. Νευρολόγος, Αγγειοχειρουργός κ.λπ.), η αδυναμία πραγματοποίησης εξειδικευμένων παρακλινικών (π.χ. spiral CT, σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς κ.λπ.) ή εργαστηριακών (κουφά αυτοαντισώματα, διάφορες ό,τι νά 'ναι ορμόνες) εξετάσεων, που ούτε και οι ίδιοι οι θεράποντες ιατροί ξέρουν για ποιο λόγο τις ζητάνε ή πώς να τις αξιολογήσουν άμα λάβουν τ' αποτελέσματα, αλλά σε κάθε περίπτωση χρησιμεύουν ως πρώτης τάξης δικαιολογία για να αδειάσουν την κλινική από τις δύσκολες περιπτώσεις και να απαλλαγούν από τη σχετική μέριμνα, ευθύνη και άγχος (πασάροντας τα βέβαια όλ' αυτά στους συναδέλφους τους).

- Προϊσταμένη, με ποιο άλλο νοσοκομείο συνεφημερεύουμε σήμερα;
- Μια στιγμή να δω... εεε...Παρασκευή... Παρασκευή... α! Άγιος Δημήτριος!
- Όχι ρε πστ μου, πάλι με το μπιλιαρδάδικο, τη γκαντεμιά μου μέσα! Θα φτύσουμε αίμα πάλι Παρασκευιάτικα, γμτ.

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (χαμηλή) κορφή, κρητιστί.

Μα σένα η αγάπη σου
μοιάζει των ατσιγγάνω,
που στήνουν τα τσαντίρια τους
εις τα παπούρια απάνω!

Got a better definition? Add it!

Published

Σκωπτικά η πόλη Τρίκαλα, υπονοώντας ότι οι κάτοικοί της είναι τυρόβλαχοι, τύροι, ή τυρόλδοι (βλ. και ντιρόλο). Βέβαια, συνήθως οι παρόμοιες εκφράσεις χαρακτηρίζουν τους Λαρισαίους, πρβλ. τυρί, τυρέμπορας, τυρόγαλο, αλλά πιάνει η μπάλα και τους Τρικαλινούς.

- Πώς το βλέπεις το Μαράκι; Νταξ, είναι από τα Τυρίκαλα, αλλά από όταν πήγε Εράσμους στην Μπαρτσελόνα έχει κάνει στροφή στην πχοιότητα!
- Καλό το Τρίκαλο! Τι λέω; Τι καλό; Τρίκαλο και βάλε.

(από Khan, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάστημα, κυρίως στον χώρο της διασκέδασης / εστίασης / τουρισμού, που πιάνει κώλο, τουτέστιν χρεώνει υπερβολικά τις υπηρεσίες του. Φαρμακείο. Μπορεί ν’ αναφέρεται είτε σε σούπερ κυριλέ μαγαζί, είτε, το συνηθέστερο, σε τυχάρπαστα λαμόγια που, ιδίως κατά τη θερινή σεζόν, επιθυμούν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τον μήνα που θρέφει τους δώδεκα, την περατζάδα ή την καλή θέα του καταστήματος, την άγνοια της τοπικής κουζίνας από τους αλλοδαπούς επισκέπτες που όσο να ’ναι δυσχεραίνει τον άμεσο γευστικό εντοπισμό της φόλας και το γεγονός ότι μέχρι να την καταλάβουν θα έχουν φύγει και θα έχει αφιχθεί η επόμενη φουρνιά θυμάτων.

Ο δε ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως κωλοπιάστης.

- Πάμε στο bar restaurant; Έχω ακούσει ότι έχει φοβερή κουζίνα;
- Όχι ρε φίλε, κωλοπιαστράδικο είναι. Πάμε να φάμε καμιά μαρίδα να φχαριστηθούμε, να ’χει και χύμα κρασί να πιούμε όσο θέλουμε!

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταρχήν ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο. Κατ' επέκταση, αποτελεί βρισιά για οποιοδήποτε σπίτι, οικογένεια και δη για το γήπεδο της ομάδας αντίπαλου φιλάθλου. Συχνά ενταγμένο σε βρισιές όπως «γαμώ το πουτανόσπιτό σου», «το πουτανόσπιτό σου μέσα» κ.τ.ό.

  1. Καλά τους τρέντηδες που βγαίνουν για φαί- πιοτό στα δηθενάδικα στο Μετάξι δεν τους ενοχλούν τα πουτανόσπιτα που είναι σειρά το ένα μετά το άλλο;

  2. Κοιταξτε εναν που θελει να ειναι και βαζελος το πουτανοσπιτο του μεσα (Εδώ).

  3. να γκρεμισω το πουτανοσπιτο σου ρε κωλοτρυπιδακι; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη για το μπάγκαλοου, σε χρήση κυρίως στις δεκαετίες 60-70. Από τα γαλλικά, όπου cabane = καλύβα.

Bungalows - Οι θρυλικές καμπάνες του Αστήρ Παλλάς Βουλιαγμένης.
Κάθε ένα από τα 58 πλήρως ανακαινισμένα Bungalows στο Arion Resort & Spa, Astir Palace είναι πραγματικά εκπληκτικά.
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published