Further tags

Προσωνύμιο πληθώρας χωριών ή κωμοπόλεων ανά την Ελληνική επικράτεια, που σκοπό έχει να τονίσει την υποτιθέμενη ομοιότητα τους με τη διάσημη πόλη του φωτός, τη Γαλλική πρωτεύουσα. Φυσικά, στην πραγματικότητα ουδεμία ομοιότητα υφίσταται ανάμεσα στο κουτσοχώρι και το αληθινό Παρίσι και το μόνο που επιτυγχάνεται από την ατυχή σύγκριση είναι η πρόκληση γέλωτα ή θυμηδίας.

Όμως, στην επικράτεια της χώρας μας, έχουμε ανακαλύψει και τις μικρές Μόσχες, χωριά δηλαδή όπου το Κ.Κ.Ε. επιτυγχάνει παραδοσιακά υψηλά ποσοστά, θυμίζοντας την πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Βέβαια, τώρα τελευταία έχουν ενσκήψει και μικρά Βερολίνα, χωριά δηλαδή στα οποία το κόμμα της Χ.Α. έχει καταγράψει εκλογικούς θριάμβους.

Τυπικά παραδείγματα μικρών Παρισίων είναι το Ροδολίβος Σερρών, το Διακοφτό Αχαΐας και ο Βατόλακκος Γρεβενών κ.α. πολλά. Στις μικρές Μόσχες περιλαμβάνεται ο Αγ. Ματθαίος Κέρκυρας και στα μικρά Βερολίνα το Ζαγκλιβέρι Θεσσαλονίκης.

Πώς λέμε το Γιαννιτσοχώρι είναι το μικρό Παρίσι (χα..χα Έτσι για να τη σπάσω σε μερικούς, που έχουν άλλη γνώμη, όπως ο κουμπαράκος μου) (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το μοναστήρι. Προφάνουσλυ, με το να θεωρείται ως ένα σπίτι (τσαρδί) με κηφήνες θίγεται το γεγονός ότι ένα μοναστήρι δεν συμβάλλει και τόσο στην πραγματική οικονομία, αλλά λειτουργεί τρόπον τινά παρασιτικά επί της κοινωνίας.

Πόσα να φας σιχτίρ-πιλάφια; Και για πού είσαι μετά; Είσαι ή για το γκρεμό ή να την κάνεις για καυλόγερος στο κηφηνότσαρδο. Την έβγαζα εδώ κι εκεί. Τη μέρα στα τζουρά, τη νύχτα στα πάρκα. Κουλά. Πα ντ’ αρζάν. Νάκα μπερντέ. Οι λούγκρες είναι όλες καταδικασμένες υπάρξεις, περνάει η ζωή τους κολλημένη σ’ ένα ψέμα, σ’ ένα μουσαντό. Είναι ζούρλες, οι καψερές. Έτσι κι εγώ, ζούσα μέσα σ’ ένα τζασλό όνειρο, περιμένοντας το μιράκλι, τον πρίγκιπα του παραμυθιού να με σώσει. (Από καλιαρντογράφημα στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published

Συχνά χρησιμοποιείται με την έννοια του γλείφτη, σφουγγοκωλάριου, της βδέλλας που κολλάει και απομυζά, κ.λ.π.

Κολαούζος ωστόσο αντιθέτως σημαίνει οδηγός, μπροστάρης (εκ του Οθωμανικού kilavuz, που σημαίνει οδηγός).

Οι οδηγοί των καραβανιών της βαλκανικής τα έλεγαν τα άλογά τους κολαούζους, δηλ. οδηγούς, διότι ήξεραν το δρόμο (π.χ Γιάννενα – Βουκουρέστι), και έτσι ενώ ο αναβάτης μπορούσε να αποκοιμηθεί στο σαμάρι, αυτά πήγαιναν μόνα τους, χωρίς έλεγχο των χαλινών. Αν κάποιος δεν ήξερε το δρόμο, έπαιρνε ένα κολαούζο (άνθρωπο και άλογο) και έβρισκε το δρόμο του προορισμού του. Εξ ου και το «χωριό που φαίνεται, κολαούζο». Ο πιο γνωστός κολαούζος της ιστορίας των ελληνικών καραβανιών της Βαλκανικής ήταν ο Γιαννιώτης Ρόβας («Ο Ρόβας εξεκίνησε, μεσ’ τη Βλαχιά να πάει, νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει..»).

Πηγή: Δημ. Σταθακόπουλος, 24grammata.com

Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπηρεσία που δουλεύει με ρουφιάνους και καλλιεργεί την ρουφιανιά. Συνώνυμο δηλαδή στο περίπου του ρουφιανόσπιτο.

Ως σημαντικές περιπτώσεις ρουφιανομάγαζων θα μπορούσαν να θεωρηθούν η αστυνομία, (ή ένας οίκος ανοχής αν θεωρήσουμε τον όρο συνώνυμο με το ρουφιανόσπιτο), ωστόσο προσωπικά έχω συναντήσει τον όρο μόνο σε σχέση με δύο υπηρεσίες: α) Το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, κυρίως κατά την περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και των μέτρων που λαμβάνει. β) Το Facebook, που είτε εκ προθέσεως (βλ. θεωρίες συνομωσίας για CIA κτλ), είτε απλώς de facto, μας κατασκοπεύει και μας εκθέτει καθημερινά.

  1. Βούλτεψη: Ρουφιανομάγαζο του Παπακωνσταντίνου το ΣΔΟΕ.
    Σοβαρές καταγγελίες κατά του πρώην υπουργού Οικονομικών με αφορμή την υπόθεση Μεϊμαράκη, αλλά και τον έλεγχο για «ύποπτο πλουτισμό» 32 πολιτικών προσώπων. (Εδώ).

  2. Για 10 λεπτά μου διέκοψαν τον λογαριασμό μου στο Facebook. Μιλάμε για μεγάλο ρουφιανομάγαζο. Τελείως, όμως!

(από joe909, 04/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ελλάδα ως τόπος υποτέλειας, (νεο-)ραγιαδισμού, νέας αποικιοκρατίας, ενδοτισμού και μειοδοσίας σε εθνικά θέματα. Χρησιμοποιείται κυρίως από Ελληνάρες και e-λληνάρες, αλλά και άλλους που ασκούν κριτική στο ξεμνημούνιασμα της Ελλαδούλας. Εκ του τουρκικού raya, που σήμαινε τον χριστιανό υπήκοο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και κατ' επέκταση κάποιον με δουλοπρεπή στάση, και του συνηθέστατου σε εθνικούς αυτοφαυλισμούς -στάν.

  1. Merkel: Θέλουμε την Ελλάδα να σταθεί γρήγορα στα πόδια της. Ως 17ο ομοσπονδιακό αποικιακό ραγιαδισταν τις Γερμανίας. (εδώ)

  2. Σ' ένα σοβαρό κράτος, κι όχι σ' ένα λεηλατημένο και ξεπουλημένο μπουρδέλο όπως το ραγιαδιστάν.
    Στο ραγιαδιστάν δεν μας φτάνει μόνο το γελοίο και παντελώς ανίκανο κράτος, δεν μας φτάνουν τα πουλητάρια που εμείς οι ίδιοι «νομιμοποιούμε» για να μας καταδυναστεύουν, έχουμε από πάνω και τις ορδές των ανεγκέφαλων για να παίζουν τον ρόλο μιας ιδιότυπης Κου Κλουξ Κλαν, η οποία, όπως συμβαίνει με όλα τα ελληνικά καραγκιοζιλίκια, αν και ουσιαστικά γελοία, παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνη απ' όλες τις απόψεις. (εδώ)

  3. Ραγιαδιστάν- Αυνανιστάν: Εθνικός Ύμνος. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Πολυτεχνειούπολη της Αθήνας μάγκικα.

- Τί λέει; Τί θα παιχτεί το βράδυ;
- Δεν ξέρω. Ψήνεσαι να πάμε με τους άλλους πολυτέ;
- Μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός οικοδομής όταν βρίσκεται στην φάση κατασκευής των τούβλων, πριν αρχίσει το σοβάντισμα δηλαδή.

Ετυμολογείται από το τουρκικό «καρά» = μαύρο + γιαπί.

Πού να πάει να μείνει στο καινούριο σπίτι; Αφού είναι ακόμη καραγιαπί! Έχει μέλλον μέχρι να τελειώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τόπος που είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά μπάτε σκύλοι αλέστε. Αναφέρεται στην χαρακτηριστική παρουσία αγελών αδέσποτων σκύλων σε πολλά ελληνικά δημόσια κτήρια, συνήθως σε Πανεπιστήμια και Νοσοκομεία.

Τους σκύλους ταΐζουν ή προστατεύουν διάφοροι ζωόφιλοι (άλλη μια παραφιλία), τζιβάτοι και άλλοι εξαρχειωμένοι τύποι.

  1. Σχεδόν κάθε ελληνική δημόσια πανεπιστημιούπολη, ο κήπος πολλών δημόσιων νοσοκομείων. Τέηκ γιορ πικ.

  2. (ένα χαϊκού)

Γαβ γαβ γαβ γαβ γαβ
Στην κυνόχρηστη Εστία χειμερινό συσσίτιο τζιβάτων ορκ
Γαβ γαβ γαβ γαβ γαβ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η Βωβούπολη, δηλαδή το τμήμα του Αμαρουσίου κοντά στην λεωφόρο Κηφισίας που είναι γεμάτο με κτήρια που κατασκεύασε ο Μπάμπης Βωβός, ή άλλη περιοχή με κτήρια του ίδιου κατασκευαστή, λ.χ. ο Βοτανικός (που δεν έχει όμως ολοκληρωθεί), η γενικά η Αθήνα ως ένας τριτοκοσμικός τόπος, όπου οι εκσυγχρονιστικές λύσεις τ. Ελλαδέξ θεωρείται ότι δεν έχουν και την καλύτερη πχοιότητα. Εξ ου και το β΄ συστατικό -στάν, που παραπέμπει σε υπανάπτυκτο κράτος που μάταια προσπαθεί να ακολουθήσει δυτικά πρότυπα, συχνά με τραγελαφικά αποτελέσματα.

Περισσότερα για το Βωβοκιστάν-Βωβούπολη στον ορισμό του Πάτση.

  1. επιμενω αστροπελεκι, τι δουλεια κανεις; αν θες βεβαια μου λες την αληθεια, διαφορετικά μπορείς να γραψεις: «αστροναυτης σε τροχια γυρω από το Βωβοκισταν» (Εδώ).

  2. Ο εμπνευστής και δημιουργός της «Βωβούπολης» ή «Βωβοκιστάν», του «μαρουσιώτικου Μανχάταν» με τους ενεργειοβόρους γυάλινους πύργους και τις εκνευριστικές, θηριώδεις, προκλητικές επιγραφές με το όνομα του: babis vovos. Ένας επαρχιώτης από τα Φιλιατρά, οπλισμένος μόνο με ένα πτυχίο πολιτικού μηχανικού, θράσος και οράματα από ταξίδια στο Μανχάταν. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ νέας κοπής παραλλαγή του κομπλέ ή του κομπλέντερ, πιο αρχαιοπρεπίζουσα μάλλον, ένεκα η κατάληξη -δόν (βαθμηδόν, σωρηδόν κλπ).

ωραιος καλυτερη ποιοτητα να ειχε και θα ηταν κομπλεδον
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified