Further tags

Έκφραση που περιγράφει μια μάζωξη γνωστών μεταξύ τους ανθρώπων, φίλων ή συγγενών, σε στενό κύκλο, συνήθως σε σπίτι κάποιου από την παρέα, για κανένα ουζάκι, για κανένα μεζεκλίκι, για κουβεντούλα και καλό χαβαλέ.

Και οι δύο συνιστώσες λέξεις (biz bize) είναι τουρκικές αντωνυμίες, ολόκληρη δε η έκφραση σημαίνει αυτολεξεί εμείς σε εμάς ή εμείς για μας. Η επιτυχέστερη, δηλαδή, μετάφραση είναι το γνωστό εμείς κι εμείς.

Πρβλ. και αζμπέτε.

[Ασίστ acg από το δημόσιο πρόχειρο.]

- Έβγαλα τη φουφού, την καθάρισα και πήρα κρεατικά, πράμα που σαλεύει! Το βράδυ σας έχω υπερπαραγωγή!
- Θα έρθει πολύς κόσμος;
- Όχι ρε, μπιζ μπιζέ φάση, εσύ φέρε μόνο την κιθαρούλα σου κι είμαστε πρώτοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την κλασική σημασία, υπάρχει και έτερη δευτερογενής, εκ της κλασικής προερχόμενη.

Ταρίφας είναι ο θύμας εκείνος, τον οποίο όλοι εκμεταλλεύονται για να τους πηγαινοφέρνει με το γιωταχί του. Συνήθως δεν είναι άτομο που χαίρει ιδιαίτερα μεγάλης εκτίμησης, ωστόσο όλοι θέλουν να τα έχουν καλά μαζί του, για ευνόητους λόγους.

Ταρίφας μπορεί να είναι κάποιος που μόλις αγόρασε καινούργιο αμάξι και ψάχνει ευκαιρία για να το μοστράρει και να γράψει χιλιόμετρα, με μια κουβέντα να κάνει απόσβεση τα λεφτουδάκια του. Ταρίφας μπορεί να είναι κάποιος πολύ αφελής και αγαθιάρης τύπος, που την έχει δει Μητέρος Τερέζος κι έτσι. Περιστασιακά, όλοι έχουμε υπάρξει ταρίφες, για διάφορους λόγους, π.χ. επειδή στην συγκεκριμένη φάση ήμασταν καυλωμένοι για αυτοκινητάδα και αδράξαμε την ευκαιρία, ή - συνηθέστερα - όταν είχαμε κάποιου είδους υποχρέωση σε αυτόν που μεταφέραμε.

Ο all time classic ταρίφας είναι βεβαίως ο αγαμίδης / λιγούρης / χασογάμης / λούζερ με τις γυναίκες / ο που δεν το 'χει με τα θηλυκά. Ούτος ο κακοδαίμων προσδοκεί ότι δια της εξυπηρετήσεως (ταριφικής) θα κάνει τη γκόμενα που μεταφέρει να τον συμπαθήσει, να τον δει μ' άλλο μάτι, να νιώθει υποχρεωμένη απέναντί του και εν τέλει να του κάτσει. Στη συντριπτική των περιπτώσεων πλειοψηφία, ο ταρίφας μένει με το πουλί στο χέρι, έχοντας αποσπάσει απ' τη γκόμενα μόνο ένα τυπικό «ευχαριστώ πολύ» ή ένα «να 'σαι καλά, τα λέμε» όταν την αποβίβαζε. Το οποίο όμως ευχαριστώ, κατά κανόνα λέγεται και με μια δόση τσαχπινιάς, ούτως ώστε να εξακολουθήσει να ελπίζει ο μαλάκας ο ταρίφας και να συνεχιστεί κανονικά στο μέλλον η εκμετάλλευση της βενζίνης του. Αυτά είναι με τις καριόλες! Εν προκειμένω, ο ταρίφας ταυτίζεται κατά το μάλλον ή ήττον με τον καληνυχτάκια.

Ενίοτε, ένας ταρίφας δύναται να πάρει προαγωγή και από καληνυχτάκιας να γίνει γκομενοφύλακας, ήτοι ο θλιβερός εκείνος τύπος ο οποίος πηγαινοφέρνει την γκόμενα (ή και ολόκληρη γκομενοπαρέα) σε δουλειές, πανεπιστήμια, βραδινές εξόδους κλπ, εκτελώντας παράλληλα χρέη ψυχοθεραπευτή, σύμβουλου μόδας, υπευθύνου ασφαλείας κλπ. Ο ερίφης λιώνει μέσα του απ' την καψούρα και προσδοκεί ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος, αλλά η γκόμενα τον βλέπει σαν κάτι μόλις παραπάνω από υπηρέτη (ουπς, σαν φίλο ήθελα να πω)!

  1. - Πάμε για κανά καφέ το απόγεμα;
    - Φίλε το κανονίζουμε για άλλη μέρα, έχω να πάω τη Γιάννα στον οδοντίατρο.
    - Ε ας πάρει τον κώλο της να πάει μόνη της! Ταρίφας έχεις γίνει, το 'χεις πάρει πρέφα;

  2. - Άκουσες που ο Ηλίας κι ο Κατσαρίδας βγήκανε με δυο γκόμενες που γνώρισαν απ' το τσατ;
    - Όχι, για λέγε..
    - Τίποτα, τις πήγαν Κολωνάκι και καλά, αλλά πήραν τ' αρχίδια μου ως συνήθως και στο τέλος χρεώθηκαν και την ταριφική μέχρι το Κορωπί στου διαόλου τη μάνα που έμεναν οι γκόμενες.
    - Αυτά είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόλαβα να βγάλω λέξη από το στόμα μου, ή να κάνω οτιδήποτε, επειδή κάποιος άλλος μονοπωλούσε την συζήτηση ή, γενικώς, τα 'κανε όλα μόνος του.

Παίζαμε στο ίδιο γήπεδο, σφύριξε η λήξη και την μπάλα στα πόδια μου δεν την είδα, την είχε ο άλλος, ο παράλλος, κάποιος, εγώ μια φορά δεν την είδα. Η μπάλα σε αυτό τον βαθύ στοχασμό είναι η μεταφορική έννοια που εκφράζει την σειρά στην συζήτηση, ή σε μια συνέχεια ενεργειών.

Αφορά συνήθως διαλόγους, συνομιλίες κ.λπ. μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων. Παίζει ιδιαίτερα άμα σου κάτσει συζήτηση με άτομα που διακόπτουν τον εαυτό τους, μπουρμπούραγες και γλωσσοκοπάνες.

Και καλά άμα τον ξέρεις τον άλλο, κολλητός κιέτσ', είσαι προετοιμασμένος αρμοδίως κι όταν τον πιάνει η μαλακία, του παίρνεις την μπάλα από τα πόδια θρασύτατα τ. «πάλι μονότερμα θα με πας ρε, κάτσε να σου πω εγώ και μου λες». Αν δεν τον ξέρεις και σου βρεθεί σε παρέα απρόοπτα την έκατσες, αφενός γιατί σε πιάνει απροετοίμαστο, αφεδύο γιατί τί να του πεις τώρα ξένου ανθρώπα, τόνε ντρέπεσαι και την τρως...

Όταν αφορά ενέργειες, συχνά δεν είναι και χάλια να μην παίρνεις πάσα, μπορείς να ξαπλώσεις κάτω από το πεύκο παίζοντας την φλογέρα σου, όσο ο άλλος κάνει τα πάντα για πάρτη σου κι όταν ολοκληρώσει, να σηκωθείς, να τινάξεις τις πευκοβελόνες και να τον ευχαριστήσεις που σε βοήθησε.

Πάσα: acg από το ΔΠ.

  1. Κρυφό τεύχος της Φραπέ Slangossip (το εξώφυλλο που απορρίφθηκε):

Νέα από την τελευταία συνάντα slang.gr Νοτίου Ελλάδος: «Δεν πήρα πάσα» ομολόγησε ο ρουμάνος. Ποια πρωτοπαλίκαρά του μονοπώλησαν την συζήτηση. Έξτρα cd με τα ροχαλητά όσων δεν είδαν καν την μπάλα... μπόνους μήδι με δαιμονικό γέλιο, έτοιμο για uploading.

  1. (ευγενική χορηγία από poniroskylo)
    - Είχε και κάτι ντολμαδάκια... ωραία φαινόντανε, αλλά δεν πήρα πάσα... μέχρι ν' ανοίξω το κρασί, πέσανε όλοι οι νηστικοί και τα εξαφανίσανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε ότι ανοίγουμε πετρελαιοπηγή όταν είμαστε μια παρέα από αρκετά άτομα και στεκόμαστε όρθιοι σχηματίζοντας πηγαδάκι λίγο πριν το διαλύσουμε και αποχωριστούμε, όμως το κουράζουμε πολύ το θέμα και τελικά μένουμε εκεί για πολλή ώρα.

Υποτίθεται ότι από την μακρά παραμονή μας, το πηγάδι που σχηματίζουμε βαθαίνει τόσο πολύ, που κοντεύουμε να χτυπήσουμε φλέβα πετρελαίου και να αναβλύσει ο μαύρος χρυσός, ήγουν ανοίγουμε πετρελαιοπηγή.

(μετά από 30 επαναλήψεις):

- Και πότε ταμελέ τώρα;
- Τα μελέ μελομακάρονα. Τομπούλογλου καμιά φορά; Πετρελαιοπηγή ανοίξαμε!

Oil drill (από allivegp, 16/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως το λέμε σε κάποιον που έχει του κώλου του τον χαβά και μας καθυστερεί, και συνήθως καθυστερεί την αναχώρηση όλης της παρέας. Είτε επειδή είναι καλοχαιρέτας, είτε πολυλογάς, είτε χαλβαδιάζει γκόμενα χωρίς πιθανότητα επιτυχίας.

Η φράση πρωτοελέχθη και εγένετο κλασική από το ιταλικό κωμικό δίδυμο Φράνκο και Τσίτσο.

σ.σ.
Εξαιρετικά αφιερωμένο, με τεράστια δόση αγάπης και νοσταλγίας αυτό το λήμμα στον Σάκη (Οδυσσέα), που μας άφησε νωρίς. Να είσαι ευτυχισμένος εκεί πάνω Σάκη, και είμαι σίγουρος ότι έβγαλες την παναγία του Άγιου Πέτρου μέχρι να βρεις τη θέση σου στον παράδεισο.

- Σάκη, πού θα πάμε σήμερα; Παίζει πανηγύρι, ή στρέιτ μπουζούκια;
- Το πανηγύρι σήμερα δεν θα είναι καλό. Τσεκάρω τι έχω να κάνω, δίνω οδηγίες και φεύγουμε για μπουζούκια.
(μετά από 20 λεπτά)
- Σάκη, πάμε;
- Τελειώνω σε δέκα λεπτά και φύγαμε...
(μετά από 20 λεπτά)
- Σάκη, την κάνουμε!
- Περιμένετε, έρχομαι...
(μετά από 20 λεπτά)
- Σάααααακη, το λιμάνι φεύγει!

(από electron, 30/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είχα ακούσει από έναν φίλο μου και σημαίνει σύναξη ανδροπαρέας.

Βγήκα με τα παιδιά της προάλλες και τα 'πιαμε. Ωραία ήταν, αλλά πάλι τίγκα στο αρχίδι ρε ψηλέ. Πού να ζυγώσει γκόμενα με τόσους μαλάκες στο μπαρ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχει μαζευτεί μια μπακουροπαρέα και βρίσκεται σε φάση αράγματος, κουβεντιάζοντας για το νέο προπονητή του Γαύρου και άλλες μαλακίες, το «διαφημίσεις!» είναι το συνθηματικό για να σταματήσουν προς στιγμή οι βαθυστόχαστες αναλύσεις και να επικεντρωθεί η προσοχή της παρέας σε κάποιο ωραίο καυλάκι / καυλάκια που περνάνε εκείνη τη στιγμή από μπροστά. Η παρέα κάνει ένα κιτ-κατ και απολαμβάνει το θέαμα ενώ συνήθως γίνονται και κάποια χυδαία σχόλια. Μετά το διαφημιστικό διάλειμμα το πρόγραμμα επιστρέφει στην κανονική ροή του.

- Τώρα με Βαλβέρδε θα σας πάμε πίπα-κώλο παλιοβαζελάκια!
- Κάνε υπομονή μισό λεπτό κωλόγαυρε και θα σου απαντήσω. Προς το παρόν έχουμε διαφημιστικό.
- Πού βρε μαλάκα;
- Πίσω δεξιά. Κοίτα με τρόπο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω επαφή με κάποιον, κάνουμε παρέα, κλπ.

Η έκφραση σπανίως χρησιμοποιείται θετικά. Συνήθως λέμε «Δεν μιλέμαι», εννοώντας ότι τσακώθηκα, χώρισα τα τσανάκια μου, έκοψα, κάνω μούτρα, κουτουλού.

- Τά 'μαθες; Η Βάλια και η Κάτια δεν μιλιούνται λέει!
- Έλα!!!

(από MXΣ, 18/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονίζουμε μπασκετάκι για Σάββατο βράδυ, ένεκα ότι μεγαλώσαμε, δουλειά σπίτι κ.λ.π. και οι εποχές που ήμασταν δεκάξι και παίζαμε κάθε μέρα φύγαν ανεπιστρεπτί. Η παρέα είναι 10 άτομα, σπανίως μαζευόμαστε ζυγός αριθμός (φαντάσου τι τραβάει ο Πλατινί), και συνήθως εμφανίζονται βία έξι άτομα.

Έλα που σήμερα μαζευτήκαμε και οι δέκα, και ο Μάκης έφερε και έναν εξτρά. Το σύνολον 11. Άντε τώρα να παίξεις μονό...

Οπότε ο Μάκης που έκανε την μαλακία, ως άλλος Κύρος Γρανάζης προτείνει να αγγαρέψουμε έναν πιτσιρικά από την απέναντι μπασκέτα (δια της βίας, γιατί είμαστε και άγριοι) και να κάνουμε (ή παίξουμε) πρωταθληματάκια. Δλδ, να κάνουμε τέσσερις ομάδες (των τριών) και να παίξουν όλες οι ομάδες εναντίον όλων, μονά στα 11, και να ανακηρυχθεί ο νικητής. Σαν τους όμιλους του champions' league ένα πράμα.

Τα πρωταθληματάκια είναι η λύση όταν υπάρχει μεγάλος αριθμός διαθέσιμων παικτών για μονό. Το τέλειο είναι τρεις εναντίον τριών. Δύο εναντίον δύο είναι ξελίγωμα μεγάλο γιατί δεν ανασαίνεις, και τέσσερις εναντίον τέσσερις έχει γρίνα γιατί πάντα κάποιος αδικείται σε πάσες και προσπάθειες... Άσε που κάποιοι κατασκηνώνουν κάτω από το καλάθι.

Τα πρωταθληματάκια αποτελούν μια Σολομώντειο λύση, διότι είναι η λύση που δυσαρεστεί λιγότερο. Σε αντίθετη περίπτωση, ή θα γαμιόταν το παιχνίδι (4vs.4), ή κάποιος θα περίσσευε.

Αυτό για τώρα που έχουμε κάποια ηλικία. Όταν ήμασταν μικροί και είχαμε κουράγιο για διπλά, συνήθως καταφεύγαμε στη λύση αυτή, διότι είτε το γήπεδο ήταν μισό, είτε γιατί η άλλη μπασκέτα ήταν πιασμένη από άλλη παρέα.

Πάρτο-βάλτο: Χότζας (από πρόχειρο).

(νομίζω ότι είναι ενσωματωμένο στον ορισμό, με το μαλάκα το Μάκη)

(από electron, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified