Κυριολεκτικά, αυτός που χύνει πολύ. Μεταφορικά λέγεται με ειρωνεία για να χαρακτηρίσει άτομα που το παίζουν γαμιάδες, μάγκες, αρχηγοί κτλ. Το επίθετο πιθανόν να προέρχεται από τις λέξεις χύσια και αμολάω ή, κατά μιαν άλλην άποψη, από το παλιό κόμικ Τιραμόλα. Οι γλωσσολογικές μελέτες δεν έχουν αποφανθεί ακόμα με σιγουριά...

  1. - Τι είναι αυτός ο Peter North* ρε συ; Μία ώρα χύνει, τις ασπρίζει τις γκόμενες! - Χυσαμόλας, όχι μαλακίες!!
  • Κλασικός αστέρας εκπαιδευτικών ταινιών, με πλούσια παραγωγή στον χώρο της έβδομης τέχνης.
  1. - Λοιπόν εγώ τη μικρή θα τη γαμήσω, κι ο γκόμενός της να πάρει τον πούλο... Άντε μην τον γαμήσω και αυτόν! - Σιγά ρε χυσαμόλα, κατούρα και λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρηξαρχίδης, ο πρήχτης των μπομπολιών.

- Μου έπρηξε τα μπομπόλια πάλι αυτός ο τύπος.
- Είναι γνωστός πρηξομπόμπολας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στο ομώνυμο μηχανικό πιάνο, αλλά στην ποδοσφαιρική σλανγκιά για όσους λεβέντες (παιχταράδες, διαιτητές, κ.ά.) χρηματίζονται. Επίσης, η πράξη της δωροδοκίας.

Εκ του τα πιάνω όλα, βεβαίως βεβαίως.

1. Η πιανόλα Θέμος βρίζει κόσμο και παίκτες του ΠΑΟΚ

2 δωστε και κανα χαρτζιλικι στο σάντος την πιανόλα.

3. Ο πρόεδρος της Ραπίντ και η «πιανόλα» με την Βοιβοντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκολη γυναίκα, που τον (τα) παίρνει απ' όλους.

Τράβα ρίχτα της ρε! Τέτοια παρτόλα που είναι, θα κάτσει ακόμα και σε σένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο νταβατζής. Επειδή παίρνει σχεδόν όλα τα λεφτά της πουτάνας. Η λέξη πιθανόν να προέρχεται από το παιδικό παιχνίδι «παρταόλα» (είδος σβούρας).

  2. Κατ' επέκταση το αρπακτικό, αυτός που στα παίρνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (εφορία, τοκογλύφος, δικηγόρος, δοσατζής κ.λπ.).

  1. Κρύψτε τα λεφτά, ήρθε ο παρταόλας...

  2. Φτού ρε πούστη, Δευτέρα πρωί δεν έχω κάνει σεφτέ ακόμη και ήρθε ο παρταόλας.

Σκούρος παρταόλας (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο μεταφραστής που είναι της άποψης «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» και αναλαμβάνει κάθε κείμενο που του/της στείλουν ανεξαρτήτως του αν έχει ή όχι εξοικείωση με το θέμα ή την ορολογία.

  2. Χαρακτηρισμός του αυτοκίνητου Fiat Panda.

Για την σημασία 1: Έστειλες το κείμενο στον Νίκο; Αυτός είναι πανταόλας ρε, δεν είναι σίγουρο ότι θα μεταφράσει σωστά το κείμενο. Πρόσεξε μη σε πάρουν με τις ντομάτες, έλεγξέ το πρώτα!

Για τη σημασία 2:... για φοιτητή γνωστής οικογένειας κατέληξαν πως το οικονομικότερο είναι το Φιατάκι ο «πάντα όλας» :-) το FΙΑΤ PANDA δηλαδή και μετά το ΝΙSSAN MICRA. ... (Πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικός χαρακτηρισμός που συνδυάζει τους χαρακτηρισμούς ξινή και καριόλα. Ξινιόλα είναι η γυναίκα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της παράλληλα ξινίλα και δηθενιά με συμπεριφορά καριόλας. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι πιο ύπουλος από την καριόλα, αφού δρα πιο κεκαλυμμένα. Εξωτερικά αναγνωρίζεται από την έφεση στο να ξινίζει την μούρη.

1) Νομίζω η Μάρα παίρνει άνετα το βραβείο της ξινιόλας... Μαλάκα το παίζει φίλη μας και μας σκάβει το λάκκο...
2) - Μα γιατί δεν τη συμπαθείς τη Γεωργία;;
- Έλα ρε είναι ξινιόλα η τύπισσα. Όλη τη μέρα μας μίλησε μόνο και μόνο για να μας πει πόσο ανώτερη είναι από εμάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που τα ξέρει όλα, ο προπέτης.

Συνήθως φλύαρος, που καταντάει κουραστικός και απευκταίος.

Μην κάνεις τον ξερόλα σου ξαναλέω! Άσε να μιλήσει κι ο Γιώργος που το έχει σπουδάσει το πράγμα!

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόψιμο, η ευκοίλια.

Τον πήγε μπριόλα και δε πρόλαβε να κατεβάσει ούτε τα παντελόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει συνέχεια μπούρδες.

- Ο Μήτσος είναι μπουρδόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified