Selected tags

Further tags

Σλανγκ της Μαίρης της Παναγιωταρά, μιας εργαζόμενης μητέρας, μιας καλής νοικοκυράς.

Χαλώνουμε (βάζουμε τα χαλιά) με το που πιάνει κρύο, ξεχαλώνουμε (βγάζουμε τα χαλιά όταν ζεστάνει ο καιρός).

-Ε Μαράκι, χάλωσες ακόμα;
-Μπα, ακόμα αντέχεται ο καιρός. Λέω να χαλώσω τον επόμενο μήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασικό, κυρίως καλοκαιρινό φαγητό που αποτελείται από γεμιστές μελιτζάνες με κιμά, το σχήμα και το χρώμα του οποίου θυμίζει μικρού μεγέθους υποδήματα.

Εν ολίγοις κόβουμε μελιτζάνες κατά μήκος και τις αδειάζουμε για να τις γεμίσουμε με κιμά, τον οποίο τσιγαρίζουμε με λάδι και κρεμμύδι και τον σβήνουμε με κρασί, ενώ προσθέτουμε ντομάτες ψιλοκομμένες, αλάτι, πιπέρι, κανέλα και μπαχάρι. Τέλος βάζουμε από πάνω ότι τυρί που λιώνει και ψήνουμε στους 180 βαθμούς μέχρι να να ψηθούν οι μελιτζάνες.

  1. Ελαστικά επιθέματα που βρίσκονται στους σιαγόνες των φρένων των ποδηλάτων και τα οποία εφάπτονται με πίεση επί της στεφάνης στη ζάντα του τροχού κατά το φρενάρισμα, δημιουργώντας έτσι μέσω της τριβής, σημαντική επιβράδυνση.

Με λίγη φαντασία τα επιθέματα αυτά θυμίζουν μικρού μεγέθους υποδήματα.

Συνώνυμα: τακούνια, τακάκια.

  1. Κλασική κι αγαπημένη συνταγή! Έτσι ακριβώς κάνουμε κι εμείς τα παπουτσάκια, μόνο που δεν ξεπικρίζουμε ποτέ τις μελιτζάνες. (εδώ)

  2. Αν λάδι ή γράσο έρθει σε επαφή με τα παπουτσάκια θα πρέπει να τα αντικαταστήσετε, διαφορετικά ενδέχεται να μην λειτουργούν (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (1) (από PUNKELISD, 03/11/11)Ακριβώς αυτό. (2) (από PUNKELISD, 03/11/11)(από GATZMAN, 04/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινή ονομασία του homo egoprovatus. Πρόκειται για αγελαίο μηρυκαστικό, υποείδος του homo turisticus.

Φέρει χαρακτηριστικό βραχιόλι στο αριστερό ή δεξί μπροστινό πόδι, ώστε να εντοπίζεται και να καθοδηγείται ευκολότερα από τον βοσκό της αγέλης. Το κρέας του θεωρείται κατώτερης ποιότητας (η οποία παραδόξως ορίζεται ως η ποσότητα ζωοτροφής που μπορεί να καταναλώσει το ζώον, καταβάλλοντας το σχετικό αντίτιμο).

Απαντάται κατά τους θερινούς μήνες σε ηλιόλουστες, παραθαλάσσιες περιοχές της χώρας, και τρέφεται με κουτόχορτο, μπυρόνια και φραπόγαλο.

- Άκουσα οτι φέτος θα έχουμε περισσότερους τουρίστες.
- Ναι ρε παιδί μου, αλλά θα είναι κόσμος ποιότητας ή θα πήξουμε πάλι στους βραχιολάκηδες και τους μπατιρημένους;

(από Vrastaman, 15/01/12)Ο Βραχιολάκης.  (από joe909, 16/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που απαξιώνει κάθε παραλία της οικουμένης, εντός και εκτός πλανήτη συμπεριλαμβανομένων των Αγίων Πάντων (Μαυρίκιος, Δομίνικος, Βαρβάρα, Βικέντιος, Νάπα, Φραγκίσκος Μπαρτς ο Καραϊβικανός κτλ κτλ) εάν δεν ανήκει στα 2 πόδια της Χαλκιδικής (1ο και 2ο) και την παρανυχίδα προ του Α. Όρους. Χρησιμοποιείται από ακροθεσσαλονικιούς που πηγαίνοντας σε οποιαδήποτε άλλη παραλία αναζητούν φραπεδιά με γάλλλα και «σπορ του βορρά».

Τα τοπωνύμια μαγευτικών παραλιών όπως Πυργαδίκια, Βουρβουρού, Φούρκα, Πούντα και πάει λέγοντας συντελούν στην μυθοποίηση του τόπου.

- Χαθήκαμε Κίτσα μου, πού ήσουν όλο το καλοκαίρι;
- Νάντια μου είχαμε πάει με τον Παναγή στο Κο Σαμούι.
- Ωραία φαντάζομαι ε;
- Ναι δεν λέω καταγάλανα νερά, ευγενέστατοι σερβιτόροι, ολόφρεσκα και φτηνά κοκτέιλς, αλλά σαν την Χαλκιδική δεν είναι.

(από Khan, 16/04/13)

Και σαν τη Χαλκιδική δεν έχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλούτσικη ανοιχτοπράσινη σαύρα που συναντάμε πολύ συχνά στην ελληνική ύπαιθρο το καλοκαίρι.

Ό,τι ξέρετε, ξέρω -κι ίσως να ξέρετε περισσότερα. Δεν το βρήκα πουθενά, πλην αλλ' όμως λέγεται από τους (παλιούς) ντόπιους της Αίγινας, όπου και το άκουσα.

Ο κολιστραβάς όταν τον μουντζώνεις θυμώνει.

(δηλ. αν του βάλεις το χέρι απλωμένο σα σε μούντζα μπροστά στη μούρη του, κάτι τον φοβίζει με το σχήμα αυτό και επιτίθεται)

(από dk636, 17/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση «έχει καραβάκι».

Όταν μιλάμε για παραλίες που είτε είναι δυσπρόσιτες είτε απρόσιτες από ξηράς, και για τις οποίες κάποιος τοπικός με ένα καραβάκι κάνει δρομολόγια (με πιθανό το ενδεχόμενο να δουλεύει πρακτικά 3 μήνες το χρόνο και να βγάζει τα λεφτά της χρονιάς) από το κοντινότερο χωριό στην παραλία και τανάπαλιν, συνοψίζουμε όλο αυτό στο ελλειπτικό «έχει καραβάκι».

Νταξ, όχι καμιά σλανγκιά τρισδιάστατη, αλλά είναι τυποποιημένο, και με το υποκοριστικό.

Για να πάτε στην (τάδε παραλία) θα πάτε στο (τάδε χωριό) και μετά έχει καραβάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πράσινο σπιράλ αντικουνουπικό (εξ ου και η παρομοίωση με το φίδι) που μυρίζει καμένο δάσος και σιγοκαίεται επί ώρες πάνω σε ένα μεταλλικό καυλάκι και μας θυμίζει τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων.

Λέγεται και Κατόλ, από την πρώτη (;) μάρκα που κυκλοφόρησε για το είδος το πάλαι ποτέ.

Μην πασαλείβεσαι με αουτάν, έχω ανάψει φιδάκι.

(από Khan, 03/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καύσωνας στα καλιαρντά εκ του τέμπο για τον καιρό, και του χορχόρα.

Μαρή Μαρίνα, δεν έρχεσαι λίγο να μου κάνεις παρέα γιατί αυτή η τεμποχορχόρα μου έχει βγάλει το λάδι αλλά έχω φτιάξει μια σουκροκαρύδα άλλο πράμα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλασσικό λάδι coppertone που σε μαυρίζει λες και είσαι χάλκινο ρομπότ που σκουριάζει.

Συνήθως το ακούς στην παραλία από Πακιστανούς με την χαρακτηριστική προφορά ή από οποιονδήποτε κάγκουρα που θέλει να το παίξει μούρη στο γκομενάκι.

Ρε συ βαράει ο ήλιος, δώσε μια το κοπερτόνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το καλοκαίρι και ο καλός καιρός, που σε ξελογιάζει και σε εμπνέει να τρέχεις σαν τρελή κι αδέσποτη στα τζιναβονήσια με το μελτεμάκι.

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified