Further tags

Εκ της «σαϊλας», ψυχοκαταστάσεως εν γένει, psy- (σαϊ-), πιθανόν περιγράφουσα περισσότερο την ιδεοσυναισθηματική της εκδοχή και του γενικευμένα απρόβλεπτου αυτής, εντοπιζόμενη αλλά και επανανοηματοδοτούμενη κατά την εκφορά της από γκόμενα.

- Καλώς το μου. Τι αγόρασες εκεί;
- Α, είχα πάει φαρμακείο και πήρα αντικαταθλιπτικά και μια μάσκα ομορφιάς...
- Καλά μιλάμε είσαι μεγάλη σαϊλογκόμενα!

Σαϊλογκόμενα με λίγο από γιαλομαμούνα (από Khan, 02/10/10)Ο Εβραίος Shylock με την κόρη του Jessica Shylock, μεγάλη σαϊλογκόμενα, ντόοοοοινγκ (από Khan, 02/10/10)

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθροισμα ποδοσφαιριστών υπερπόντιας προέλευσης (συνήθως Βραζιλιάνοι) που μεταφέρονται ομαδικώς προς εύρεση εργασίας στη Γηραιά Ήπειρο, στοιβαγμένοι μέσα σε αμπάρια πεπαλαιωμένων πλωτών μέσων.

Ο θρύλος θέλει πολλούς μετέπειτα διάσημους και πολυεκατομμυριούχους παίχτες να ξεκίνησαν την καριέρα τους μεταφερόμενοι ανάμεσα σε μια καραβιά συμπαιχτών τους. Με καραβιά, άλλωστε, είχε έρθει 16ετής στην Καλαμάτα κάπου στα μέσα των 90ζ ο μετέπειτα σούπερ-σταρ βραζιλιάνος Ρονάλντο, για να του ρίξει άκυρο ο πρόεδρος της «Μαύρης Θύελλας» επειδή «ήταν πολύ χοντρός για μπάλα» (το ότι κατόπιν πήγε στη Μπαρτσελόνα και έκανε παπάδες είναι συμπτωματικό).

Φυσικά, ο όρος αναφέρεται, μάλλον υποτιμητικά και σε άλλα σύνολα ανθρώπων διαπεραιωμένων εις λιμένα τινά δια θαλάσσης, π.χ. καραβιά τουριστών, ή εμπορευμάτων π.χ. καραβιά καφέ κ.λπ.

Αγγλ. shipload, ιταλ. carico, ρωσ. судовой груз, κινεζικά μανδαρίνων 船上的載貨, χίμπριου מטען אונייה‬ κ.λπ.

Οι οπαδοί του Άρη φέτος; Η καλυτερότερή τους. Τόσες φορές στο αεροδρόμιο δεν πήγε ούτε ο επικεφαλής ταξιδιωτικός πράκτορας του «Zorpidis Travel». Οπαδικά έζησαν το ιδανικό καλοκαίρι καθώς πήραν μια καραβιά παίκτες και μάλιστα καλούς, κατά τα γραφάς. Περιμένουν πως και πώς να πάνε στο γήπεδο γι' αυτό και το παιχνίδι γίνεται Σάββατο στις 4:45 και είναι το πρώτο του πρωταθλήματος. (από εδώ)

Στην αρχή του τρειλερακίου, καραβιά με υπερπόντιους ποδοφαιριστές (από Khan, 18/09/10)(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίκληση ταπεινοφροσύνης, σκέψης, περισυλλογής. Χρησιμοποιείται και ως αντίβαρο σε υπερβολική επίδειξη, εξόφθαλμο ψέμα, υπερβολή, σφάλμα κ.λπ.

Πιθανότερη προέλευση ο ζουμπάς, ήτοι κοντός. Στην προκειμένη περίπτωση χαρακτηρίζει τη μείωση του ύψους όταν σκύβεις το κεφάλι ως ένδειξη ταπεινότητας και περισυλλογής...

- Λοιπόν, χθες στο μπάσκετ έβαλα ίσαμε 15 τρίποντα με ποσοστό ευστοχίας 150%
- Ώπα ρε μεγάλε, ζουμπαδιάσου και μίλα σοβαρά - με μπαλάκι του τένις σούταρες;

Ζουμπαδιάσου και σακουλέψου (από gagman, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει θηλυπρεπείς άρρενες, κοινώς ομοφυλόφιλους. Ο όρος προέρχεται από τη βόρειο Ελλάδα και πολλές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί κοροϊδευτικά για άντρες που, για ποικίλους λόγους, δεν είναι σε θέση να τεκνοποιήσουν. Ακόμα σε πιο ήπιες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει τον χέστη, τον φοβιτσιάρη.

- Ο Κώστας απολαμβάνει αυτή τη στιγμή ένα πρόγραμμα σοκολατοθεραπείας.
- Πού τον βρήκαμε αυτόν; Δεν περίμενα να μας βγει τέτοιος τζίρτζιφλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως εμφάνιση, ο ανθρωπότυπος αρκούδα δεν είναι απλώς ο εύχοντρος, όπως μας λέει ο ορισμός του Azargled, αλλά ο εύχοντρος και τριχωτός. Η διαφορά της αρκούδας από τον γκάλη και τον γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ είναι, κυρίως, ότι η αρκούδα έχει τρίχωμα και στην πλάτη (έτσι γίνεται η διαφορική διάγνωση) και επίσης ότι η αρκούδα είναι εύχοντρος, ντουλάπα, με λεπτούς ώμους (αρσενική αχλαδομούνα ένα πράμα) και μεγάλη κοιλιά, ενώ περπατάει και πολύ βαριά.

Ψυχολογικά, είναι καλοκάγαθος κουλ τύπος, ενώ όταν ζευγαρώνει έχει τάσεις να εκτρέπεται στον λουλουκισμό. Νταξ, ο όρος αρκούδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον που έχει μερικές μόνο από τις παραπάνω ιδιότητες.

- Πάρε την αρκούδα πού 'ρθε να κάνει μπάνιο!...
- Πάλι πρέπει να αλλάξουμε παραλjία γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός λιμανίσιος όρος για το άχρηστο, χαμηλών επιδόσεων και κακής ποιότητας αντικείμενο αλλά και τον αναξιόπιστο, κάλπικο και απατεώνα άνθρωπο. Τελευταίως χρησιμοποιείται ιδίως για auto-moto και gadget με την έννοια της μπαγκατέλας.

Από το ιταλικό valuta που σημαίνει νόμισμα αλλά και τον διεθνή όρο για την αντιστοιχία της τιμής ενός νομίσματος σε ένα άλλο νόμισμα. Προέρχεται πιθανώς από τα διάφορα πληθωριστικά χαρτονομίσματα, ημεδαπά ή αλλοδαπά που δεν είχαν καμιά άλλη αξία εκτός ως κωλόχαρτο. Υπάρχει και η Ιταλική έκφραση «valuta senza valore» = αξία άνευ αντικρίσματος.

  1. Από βλόγιον με θέμα «Για ποιό αυτοκίνητο θα προδίδατε τα πιστεύω σας»: «…Έλα ρε, το 206 ήταν μια χαρά. Πρωτοπόρησε για την εποχή του. Ανοιχτό είναι ωραίο. Το κακό με το μεγκάν είναι, ότι είναι ΚΑΙ άσχημο από οπου και να το δεις. Ανοιχτό ή κλειστό. Και το συγχωρείς σε αμάξια που είναι καλά στο δρόμοαλλά το μεγκάν είναι και βαλούτα….»

  2. Ακόμα κυκλοφοράς μ' αυτήν την βαλούτα τον Χαμήλ Μπατάρ; Πάρε ρε ματζίρη κάνα κουνιστό με μπιρμπιλόνια και κάμερα σαν κι εμένα! Να, κοίτα το πουλάκι!

  3. — Δεν θέλω νταραβέρια πια με τον Μπάμπη, ρε φίλος. Μ' έριξε στο ζύγι και μου έδωσε μάπα πράμα, σκέτο κατιμά...
    — Εγώ σου το 'πα ότι είναι βαλούτα το άτομο, αλλά δεν μ' ακούς καρντασάκι μου
    Τι είπες;

γιατί τα διακοσόευρα δεν είναι πετσετάκια? (από MXΣ, 27/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι συμπαθητικές ερασιτεχνικές ομαδούλες εναντίον των οποίων επιλέγουν να δίνουν φιλικά προετοιμασίας σχεδόν όλες οι ελληνικές ομάδες της Super League. Αυτές προέρχονται πάντα από την περιοχή στην οποία κάνει την θερινή της προετοιμασία η εκάστοτε ομαδάρα μας (λέμε τώρα).

- Έδωσε φιλίκο η ΑΕΚ χθες έμαθα;
- Ναι, 11-0 τους πήραμε.
- Σώπα ρε, ποιους;
- Μία Αουγκσμπάουερ 87 ή κάτι τέτοιο. Μία τοπική πιτσαρία.

To "λογότυπο" της Ιταλικής ομάδας Ρόμα, "κάποτε". Λέμε τώρα! (από GATZMAN, 17/07/10)Ρόμα (από GATZMAN, 17/07/10)Αν η Πίτσα, παντρευόταν τον Ρώμα, θα λεγόταν Πίτσα Ρώμα (από GATZMAN, 17/07/10)(από GATZMAN, 22/07/10)(από GATZMAN, 22/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή σαλταπίδας.

Χρησιμοποιείται, τελευταίως, για να προσδιορίσει τον «κωλοτούμπα», δηλαδή εκείνον που αλλάζει γνώμη τελευταία στιγμή ή που εξαπατά συστηματικά με υποσχέσεις προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του, χωρίς να εφαρμόζει αυτά που υποσχέθηκε αρχικά, κλπ. Ευρύτερα, όπως είναι προφανές, χρησιμοποιείται ως πολιτικός λίβελος, κυρίως από τη μαχητική δημοσιογραφική πένα (μέχρι να «τα πάρει» και αυτή και ησυχάσει).

Η προέλευση δεν είναι σαφής και η χρήση του όρου δεν συνδυάζεται ετυμολογικά με το πρωταρχικό νόημα. Οπωσδήποτε συναντάται ως επώνυμο σε διάφορες περιοχές της χώρας, το οποίο, προφανώς προέρχεται από κάποιο παρατσούκλι.

Σε ελεύθερη απόδοση, το παρατσούκλι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ο «πηδηχτούλης» ή ο ιδιαίτερα αλτικός αθλητικός τύπος, ή και μεταφορικά ο άτακτος, ο ασταθών πεποιθήσεων, ο απατεωνίσκος, ο κατεργαράκος κλπ.

Επίσης, δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε την αναφορά σε ομώνυμο χαρακτήρα, από το 100ο διήγημα «Η τελευταία μαύρη γάτα» του δικού μας, Ευγενίου Τριβιζά!

- «...ο μεγάλος ο σαλταπήδας, έκανε μεγάλη »κωλοτούμπα«, ενώ υποσχέθηκε αρχικά την επανίδρυση, προέβη σε διορισμούς...»

- «...ο διάδοχος μεγάλος σαλταπίδας, μετά τα προεκλογικά 4 όχι στο συνταξιοδοτικό, τώρα εφαρμόζει τα 4 ναι, εντελώς ανερυθρίαστα...»

"Ο Σαλταπήδας" από τους Γκρόβερ (από MXΣ, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αρχίδια + ρήμα

Συμπληρώνοντας τον ορισμό της ironick, μια απλούστερη σύνταξη του αρχίδια + Ουσ (ή + Ρήμα), επιρρηματική δλδ χρήση της λέξης που δηλώνει επίσης απαξίωση, διάψευση, δυσπιστία, κλπ

Κρυφομοφυλοφιλικός όρος στο β' παράδειγμα;

  1. (τροποποίηση του της ironick)
    - Η Μάρα Μεϊμαρίδη έχει πάρει 4 διδακτορικά...
    - Αρχίδια έχει πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι.
    - Μα το είπε και στην τηλεόραση!
    - Καλά, αρχίδια βλέπεις.

  2. - Γαμάει;
    - Αρχίδια γαμάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η βλακεία φτάσει στο απροχώρητο και το επόμενο στάδιο είναι η μαμακία!

Μήτσος: - Ρε, να σου πω... Χθες βράδυ που μάμησα την μπαζόλα την Μαριλού,ξ έχασα να βγάλω τη καπότα... Και την θυμήθηκα τώρα!!! Να τη!
Ανδροκλείδωνας: - Καλα... 'Ντάξ... Εσύ λίγο πιο χαζός και πεθαίνεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified