Σύνθετη λέξη εκ των παπαριών και της αποθήκης. Βρίσκει εφαρμογή τόσο σε γυναίκες όσο και σε άντρες που χρησιμοποιούν μία ή και περισσότερες κοιλότητες του σ(τ)ώματός τους για να βρίσκουν θαλπωρή (αποθήκη) οι όρχεις (παπάρια) τρίτων ατόμων.

- Έχει εξελιχθεί σε μεγάλη πουτάνα η Αννούλα

- Άσε, μιλάμε για παπαραποθήκη πολυτελείας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατημένος σύζυγος - σύμφωνα με κάποια ξεχασμένη λαϊκή δοξασία οι απατημένοι σύζυγοι έβγαζαν κέρατα φαίνεται (!).

- Τον κεράτωσες τον άνθρωπο μωρή;
- Aυτός δεν είναι άνθρωπος ρε Λέλα, είναι χιονάνθρωπος...

Η γυναίκα μου λείπει ταξίδι για δουλειές. (από Galadriel, 07/06/11)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, περιπαικτική, που περιγράφει καλές κοπέλες από κακές οικογένειες, ή κακές κοπέλες από καλές οικογένειες, ή τέλος πάντων οποιουδήποτε συνδυασμού, οι οποίες, όπως αφήνει να εννοηθεί το λήμμα, απλά είτε κερατώνουν τον σύντροφο τους, είτε γενικά την πλέκουν την κάλτσα του φαντάρου.

Παράφραση του ονόματος της ηρωίδος του γνωστού μυθιστορήματος της Λιλής Ζωγράφου, «Η αγάπη άργησε μια μέρα», που διασκευάστηκε σε σήριαλ για την ελληνική τηλεόραση το 1997 (δηλαδή Ερατώ την λέγανε αν δεν είναι obvious).

Χρησιμοποιείται και για άλλα πρόσωπα με άλλα ονόματα φυσικά, εκτός της Ερατούς.

Δεν ξέρω γιατί μου θύμισε και την φράση «πολύ καλό κορίτσι» που λέγαμε παλιά, βάζοντας ταυτόχρονα την γλώσσα μας στο μέσα μέρος του μάγουλου μας, μιμούμενοι ξέρετε τι. Δοκιμάστε το…

- Καλό κορίτσι η Αφροξυλάνθη, ε; Τυχερός, ο φίλος μας ο Γιαννάκης ο Μυλωνάς.
- Kαλά δεν λες τίποτε, και η Κερατώ τον άνδρα της με τους πραματευτάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση. Αναφέρεται σε γκόμενα που ξέρει να γαμιέται και το κάνει διαρκώς. Σε κανέναν δε θα πει όχι. Ιδιαίτερα επιτήδεια αν βρει τον άντρα-στόχο. Χρήσιμη στους δύσκολους καιρούς αν θες να ξεμπουκώσεις.

- Χθές τη γνώρισα. Καλή κοπέλα. Αλλά λεω να το πάω σιγά σιγά.
- Τι «σιγά» μωρέ μαλάκα! Αυτή άμα τη βάλεις σε μπουκάλι θα γαμηθεί με το καπάκι!

(από HardcoreGR, 13/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη». Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πνίγω το κουνέλι».

Η Κατερίνα τά'χει 3 μήνες με τον Σταύρο. Αλλά άμα της την πέσεις από δίπλα... ε , το πάει το γράμμα...

Βλ. και παίρνω τον πούλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η κερατάς κατ'εξακολούθηση, αυτός/-ή που δεν χωράει να περάσει από την πόρτα.

- Έρχεται ο ρούντολφ!
- Πάλι τον κεράτωσε η Κίτσα τον μάπα;

Όλα τα ελαφάκια επί τω έργω. (από Galadriel, 25/02/09)

Από τον τάρανδο του Αι-Νικόλα (του Santa Claus δηλαδή), τον Rudolph. Σύμφωνα με τον μύθο-μάρκετινγκ της κόκα-κόλα, ο τάρανδος αυτός είχε κόκκινη μύτη και τον κοροϊδεύανε τα υπόλοιπα ταρανδάκια, στο τέλος όμως έγινε πρώτη μούρη στο καβούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αυτό δεν είναι slang» θα αναφωνήσει ο μέσος αναγνώστης. Και θα έχει δίκιο.

Κάποιες παρέες όμως χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν εννοώντας ότι στην έξοδο θα συμπεριλαμβάνονται τελικά και γυναίκες - αλλά με μια σημαντική λεπτομέρεια: οι γυναίκες αυτές θα είναι οποιεσδήποτε άλλες, ΕΚΤΟΣ από τις δικές τους.

Με αυτήν την έννοια, το λήμμα προάγεται σε slang - και μάλιστα εξαιρετικής χρησιμότητας.

(μετά από πολύωρο καυγαδάκι με συνοδεία παντόφλας)
- Μα ρε μωρό μου, δεν σε καταλαβαίνω. Τόσο καιρό είμαι τύπος και υπογραμμός. Δικαιούμαι πιστεύω μετά από τόσα χρόνια να βγω επιτέλους αντροπαρέα.
- Ουφ, τέλος πάντων. Σου επιτρέπω μια τελευταία φορά, αλλά να ξέρεις ότι θα με αποζημιώσεις αδρά.

(μετά από πέντε λεπτά, στο τηλέφωνο)
- Έλα ρε μαλάκα, ΟΚ τελικά, εγώ πήρα άδεια από τη δικιά μου. Οπότε, παίρνω αμέσως την Κική να την καλέσω και να της πω να φέρει και καμιά πεινασμένη φίλη της.
- Έγινε, κι εγώ θα πω στην 25η κάβα, την Τζένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς. Προέρχεται από το λατινικό cornu (κέρατο) και σημαίνει αυτόν που η γυναίκα του τον απατά. Πώς συνδέεται το κέρατο με την εν λόγω απάτη δεν είναι γνωστό, πάντως εικάζεται ότι έχει να κάνει με τα ελάφια, καθώς οι ελαφίνες, όπως βέβαια και τα περισσότερα θηλαστικά, κατά την περίοδο του ζευγαρώματος «πάνε» με πολλούς συντρόφους.

Δεν υπάρχει αντίστοιχο λήμμα στο θηλυκό γένος, όπως εξάλλου δεν υπάρχει αντίστοιχο θηλυκό λήμμα για το «κερατάς». Συναντάται όμως το «κερατωμένη» που δηλώνει, εντούτοις, παρελθόντα χρόνο.

  1. - Είδα την Πόπη αγκαλιά με το Νίκο.
    -Τι μου λες; Κορνούτος δηλαδή ο Αλέκος;

  2. - Νομίζω ότι η Δέσποινα μου τα φοράει.
    - Κορνούτος; Γουέλκαμ του δε κλαμπ.

Τάρανδος (από panos1962, 01/11/09)Κερατάς ο Μεγαλοπρεπής. (από Khan, 02/11/09)Στο 2.28 και στο 4.30 χαρακτηριστικές χρήσεις. "Διαζύγιο αλά Ιταλικά" του Τζέρμι. (από Khan, 02/11/09)Καπέλο κορνούτου (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συσκευή η οποία μετράει το κέρατο που έχει φάει κάποιος.

Άσε ρε μαλάκα... Ο Λουκάς δοκίμασε το κερατόμετρο και χτύπησε κόκκινο...

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενοπηδάω - ξενοπηδιέμαι: Πολύ κλασικό, αναφέρεται σε αυτόν που είναι μπερμπάντης, που τσιλημπουρδίζει, που φοράει στον σύντροφό του περικοκλάδες, γενικά που πηδοβολιέται αριστερά και δεξιά.

Δευτερευόντως, μπορεί να αναφερθεί και σε αυτόν που πηδιέται εκ πεποιθήσεως με αλλοδαπούς-ές, όπως λ.χ. τουρίστριες, τουρίστριες, κατοίκους Σουηδικής Αραβίας και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

Καλά ξενοπηδιέται κι ο Νώντας με Σουηδές και Νορβηγές το καλοκαίρι, αλλά κι αυτό το Λίλιαν που ξενοπηδιέται με κατοίκους του κόκκινου πλανήτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified