Selected tags

Further tags

Τώρα που είναι καλοκαίρι, αλλά και όταν δεν είναι καλοκαίρι, κάποιοι που έχουν τσακωθεί με το σαπούνι, αλλά και κάποιοι που δεν έχουν τσακωθεί με το σαπούνι όμως έχουν ορμονικό ή τιστοδιάλο πρόβλημα, βρωμάνε ιδρωτίλες. Δεν υπάρχει λόγος να σας απαριθμήσω τις ιδρωτίλες, ούτε χώρος, είναι απίστευτη η ποικιλία τους και οι αποχρώσεις τους.

Το πρώτο πράγμα που, με το που θα οσμιστεί την ιδρωτίλα του διπλανού του, σκέφτεται κάποιος που γαλουχήθηκε με τις διαφημίσεις της παλιάς ελληνικής τηλεόρασης, είναι η ατάκα «κάποιος πρέπει να του / της μιλήσει για το Ρεξόνα». Δηλαδή να του / της πει με τρόπο ότι βρωμοκοπάει κι ότι καλό θα ήταν να πα να ψωνίσει κανα αποσμητικό μπας και κάνει έστω κι ένα γαλλικό ντους. Ρεξόνα λοιπόν = αποσμητικό. Εξάλλου υπάρχει ακόμα στα ράφια των κάθε είδους Χόντων.

Εις μνήμην μιας πεθαμένης φιλίας, να αναφέρω ότι ο εν λόγω φίλος χρησιμοποιούσε μια παραλλαγή της έκφρασης και έλεγε: «Κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Κομπλεξόνα», προσπαθώντας να πει διακριτικά στον συνομιλητή του ότι είναι μια κομπλεξάρα ολκής.

- ΠΩ ρε πούστη γαμημένε!
- Τι 'ναι πάλι;
- Καλά δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Μποχάει εδώ μέσα!
- Ε και τι να κάνουμε, κάτσε κοντά στο παράθυρο...
- Θα μας πεθάνει αυτός ο μαλάκας, κάποιος πρέπει να του μιλήσει για το Ρεξόνα!
- Το ποιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική επισήμανση τυρώδους μπίχλας που ενδημεί στην κάρα προσφιλούς (κατά τα λοιπά) προσώπου. Προέρχεται από την αλήστου μνήμης διαφήμιση της ογδοηκονταετίας: «Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις; Άσε, έχω δοκιμάσει τα πάντα, δε γίνεται τίποτα... Δοκίμασες το Ούλτρεξ; Λούσου με Ούλτρεξ και θα δεις»!

Την διαφήμιση αυτή έθαψε μέσα σε χάχανα η σάτιρα «Τηλεκανίβαλοι» (1987), όπου έλαβε χώρα η κατωτέρω στιχομυθία:

- Μπουλάς: Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις;
- Γιοκαρίνης: Άντε ρε, αλήθεια; (τινάζει τα κατσαρά μακριά μαλλιά του θάβεται μέχρι τον αφαλό μέσα σε χοντρές νιφάδες πιτυρίδας) ...Έχω δοκιμάσει τα πάντα, δε γίνεται τίποτα!
- Μπουλάς: Δοκίμασες να λουστείς; (φτυαρίζοντας το σωρό πιτυρίδας) Λούσου με λούστρεξ και θα δεις!

Παρόμοια: Τυροκώμος / κωμοτύριο / στίβεις τα μαλλιά του και βγάζεις το λάδι της χρονιάς / τυρί για μακαρονάδα / κρέας / ψόφια έντομα, κλπ.

- Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις;
- Γιάννη με λένε κι έχω ξηροδερμία, τί να κάνω;
- Δοκίμασες να λουστείς;
- Τι λες ρε; Κάθε μέρα λούζομαι!
- Ε, τότε ν’ αλλάζεις το νερό...

(από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμαδομαλακία που ακούνε τα παιδάκια όταν πάνε να κάνουν ή να πιάσουν ή να φάνε κάτι βλαβερό ή σιχαμερό ή βρώμικο. Από το φτού + κακά...

Κατ' επέκτασιν: το οτιδήποτε είναι προς αποφυγή ή προς ξόρκισμα.

  1. - Πω ρε πστ!, ντερλίκωσα για τα καλά, με βλέπω να με πηγαίνουν τέσσερις απόψε στο κρεβάτι μου...
    - Φτούκακα! Τι λες παιδάκι μου τώρα!!! Για ρομαντικό δείπνο με έβγαλες και μου λες τέτοια πράγματα;;;

  2. - Ωραίος τύπος ο Αντρέας, νο;
    - Ο Αντρέας; Μακριά!!! Φτούκακα!!! Το άτομο είναι βουτηγμένο στα σκατά ρε, δε βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φτυσιά, το φλέγμα, το προϊόν του «χα-Φτού!», συνήθειο το οποίο ακόμα κάποιοι, κυρίως μεγάλης ηλικίας, διατηρούν. Υγιεινό, δε λέμε (δεν κάνει να καταπίνουμε το φλέγμα, ιδιαίτερα άμα είναι πυώδες, πχ από αμυγδαλίτιδα, γιατί το πύον βλάπτει μακροπρόθεσμα τα νεφρά και την καρδιά), αλλά ακόμα κι αν το κάνεις σε χαρτομάντηλο και δεν πετάς τη χλεμπόνα σου στον δρόμο μπροστά στον άλλον που περνάει (πχ επιδεικτικά-φαλλοκρατικά μπροστά σε μια γυναίκα), δεν παύει να είναι μια από τις πιο αηδιαστικές σωματικές εκκενώσεις. Λέω καλύτερα να μην περιγράψω το χρώμα και την υφή της, όλοι τα γνωρίζουμε καλά καθότι, όσο πιο πίσω πάμε στον χρόνο, τόσο θυμόμαστε τα αθηναϊκά (τουλάχιστον) πεζοδρόμια γεμάτα από δαύτες...

Η χλεμπόνα είναι αφιέρωση-στάση ζωής κάποιων που το παίζουν (ή είναι) μάγκες, αλήτρες, περιθωριακοί. Δηλώνει απόρριψη των πάντων. Και πάντως του κατεστημένου και του σαβούρα-βιβρ.

Η λέξη σημαίνει το παραγινωμένο αγγούρι (Τριανταφυλλίδης έφη), αλλά κττμγ δένει με το όλο πράμα καθότι το χλ- θυμίζει τον ήχο που κάνουμε όταν εκ βαθέων φτύνουμε...

Βλ. και χλεμπονιάρης, χλέπα, χλέμπουρας

- Πώς τα πέρασες χθες με τον καινούργιο γκόμενο;
- Τι να σου πω! Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που με ανέβασε στη μηχανή του να με πάει σπίτι του. Και πάνω που ξεκινήσαμε αμολάει μια χλεμπόνα που ήρθε καταλάθος ή ξεπίτηδες όλη πάνω μου! Ε, μετά απ' αυτό, όπως κατάλαβες, τον ξέχεσα και τιγκανά με ελαφρά πηδηματάκια...

Ο Λευκορώσσος αμυντικός Alexander Hleb με τη φανέλα της Άρσεναλ. Επί του παρόντος, αγωνίζεται στη Μπουντεσλίγκα με τη Στουτγάρδη. (από allivegp, 23/09/09)χλεμπόν χλεμπόν (από BuBis, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα Δωδεκάνησα για να δηλώσει τη βρώμα, κάτι που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Συνώνυμό της η λέρα ή το κάρσι (αυτή πρέπει να είναι τούρκικη λέξη), ή η απλυσιά.

Δεν πλησιάζεται το άτομο, πρέπει να έχει να πλυθεί χρόνια. Θεέ μου τι λούβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρισύνθετη λέξη (από τις λέξεις κάτω+ουρώ+ντουζ) που φωτογραφίζει το πανανθρώπινο φαινόμενο του άρρενος που κατουράει κατά τη διάρκεια του σχολαστικού κι επιμελούς 3λεπτου μπανιαρίσματός του, συνδυάζοντας έτσι το τερπνόν μετά του ωφελίμου.

Όπως όλοι ξέρουμε, ο έλεγχος των σφιγκτήρων αποτελεί μείζονα σταθμό στην ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του ατόμου. Υπό αυτήν την οπτική, το άτομο που νίπτει το απενοχοποιημένο σώμα του, απεκδυόμενο τις κοινωνικές συμβάσεις κατουράει ελεύθερα, χωρίς ταμπού, χωρίς αναστολές και λοιπές ενοχές του εξωλεκάνιου πιτσιλίσματος, αμολώντας και μια κομπολογάτη άμα λάχει.

Απαραίτητες προϋποθέσεις για ένα επιτυχημένο κατουρντούζ είναι οι κάτωθι:

  1. Το πέος να βρίσκεται σε θέση χαλάρωσης, ουχί εν πλήρει στύσει (αλλιώς θα τα κάνετε όλα πουτάνα)

  2. Η ούρηση να συμβαίνει νωρίς στην αρχή του ντους (όχι στο τέλος, βρωμίλοι!!)

  3. Βεβαιωθείτε για τη συναίνεση της παρτενέρ (σε περίπτωση που δεν παίρνετε μόνος το ντουζάκι).

Και μη μου πει κανείς ότι δεν το έχει κάνει ποτέ...

- Θες τίποτα απ'το μπάνιο; Πάω να ουρήσω κάτω.
- Δεν κάνεις κάνα κατουρντουζ λέω'γω, που βρωμάς σαν τράγος;
- Γιατί;; Σάββατο είναι;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέσι είναι κυριολεκτικά το ψοφίμι. Μεταφορικά λέμε την πολύ βρώμα, ή τον άνθρωπο που βρωμάει, που δεν πλένεται. Ο βρωμιάρης.

-Εκεί στη στροφή έχει μιά βρώμα! Σκέτο λέσι!

-Πήρα στο αμάξι τον Γιώργο, ναι εκείνο το λέσι. Μετά το πήγα στο πλυντήριο να φύγει η βρώμα!

-Τα 'φτιαξες με το Δημήτρη! Αυτός είναι λέσι! Πως τον αντέχεις;!

-Φύγε από δω βρε λέσι! Από πότε έχεις να πλυθείς!

Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, Δημητσάνα. (από patsis, 28/12/14)Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, Δημητσάνα. Λεπτομέρεια της προηγούμενης φωτογραφίας. (από patsis, 28/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική απόδοση του εορταστικού «χρονιάρες μέρες».

Η πατρότητα της χαριτωμενιάς αποδίδεται στον Τζιπάκο.

  1. - Βρωμιάρες μέρες. Ιερές μέρες, δώρα, χαρά, λαμπάκια, στολίδα. Αν ο Ιησούς γεννήθηκε και δίδαξε μάλλον θα έσπαγε όλα τα λαμπιόνια και ίσως τις βιτρίνες και μάλλον θα έκαιγε και το δέντρο στο Σύνταγμα…
    (εδώ)

  2. - Έσκασα μύτη στη μονάδα τέτοιες βρωμιάρες μέρες καλή ώρα χριστούγεννα του 98.
    - Πώς πάνε ρε παιδία οι επηρεσίες;
    - Μια χαρα νέο, 19 άτομα για 21 υπηρεσίες.
    «Καλά γ@μίσια» σκέφτηκα και η μητέρα πατρίδα προσωποποιημένη σε Όργανα υπηρεσίας, Επιλοχίες φρόντισε να πραγματοποιήσει κάθε μαζοχιστική μου φαντασίωση...
    (εδώ)

  3. - ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ ΒΡΩΜΙΑΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ...
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Τι είναι αυτά ρε; Winston μπλε πήρες ρε καρκινιάρη;

- Βρε καρκινιάρη, κι άλλο άναψες;»

- Δες τον καρκινιάρη, έχει να κάνει μπάνιο τρεις μέρες!

- Πω ρε μαλακα καρκινιάρη, πάλι dubstep ακούς;

Βλέπε και καρκίνος και φάρσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Σκατάς υπήρξε μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στο Πειραιά για πολλά χρόνια.

Απέκτησε το παρατσούκλι αυτό από μια πολύμορφη βρωμερή μάζα που είχε στο κεφάλι του, ανακατεμένη με τα μαλλιά του (99% σκατά), καθιστώντας την παρουσία του στο κοινό ανυπόφορη.

Αποδίδεται σε αυτούς που έχουν μαλώσει με το σαπούνι και δεν πλένονται.

- Καλώς τον Νίκο. Τι λεέι ρε, τα νέα σου...
- Ασ' τα ρε, βγήκα χθες με τον Αλέξη, τον θυμάσαι από το γυμνάσιο;
- Ποιον ρε, αυτόν που είχε το μαλλί του Σκατά; χαχα!
- Ναι ρε αυτόν! Σου λέω δεν άλλαξε τίποτα, δεν έβαλε μυαλό, βρωμάει ο μαλάκας σαν ασβός και δε λέει να πλυθεί τόσα χρόνια.
- Ρόμπα ξεκούμπωτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified