Η τούμπανη γκόμενα ή γενικά όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι πολύ φίνο γενικότερα.
Μαλάκα αυτή η Νίκη τι πιστόλι είναι... Περπατάει και πέφτουν σαγόνια...
Η τούμπανη γκόμενα ή γενικά όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι πολύ φίνο γενικότερα.
Μαλάκα αυτή η Νίκη τι πιστόλι είναι... Περπατάει και πέφτουν σαγόνια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι αυτή που τα χώνει, χωρίς να μασά τα λόγια της. Ο θηλυκός μάγκας που ξεσπαθώνει και απειλεί το φαλλοκρατικό δικαίωμα της αντιμιλιάς και του τελευταίου λόγου (του άντρα του πολλά βαρύ που το κέφι του θα κάνει και θα πει και μια κουβέντα παραπάνω, βρε αδέρφι, αυτού που από την κοινωνία αναμένεται να είναι χώστης κι αυτός αλλά μόνον αυτός ρυθμιστής της συμπεριφοράς ασκώντας μέσα από το χώσιμο κοινωνικό έλεγχο). Είναι ανώτερη της γλωσσούς, κινείται βέβαια στο ίδιο μήκος κύματος, γιατί και άποψη έχει και μπορεί να κλείσει μια κουβέντα με το δικό της λόγο ως τελευταίο με επιχειρήματα που βαρούν κατά θανάτου, βροντερά που στήνουν στον τοίχο αυτόν με τον οποίο τα βάζει/ έχει τη λογομαχία.Τα λέει τσεκουράτα, έξω από τα δόντια και τα χώνει αδρά χωρίς αβρότητες, λεπτότητες ή τακτ. Η ειλικρίνειά της αγγίζει τα όρια της ωμότητας, αφοπλίζοντας φίλους κι εχθρούς που θα βρεθούν στο πέρασμα της ορμητικής της λάβας: ειδικά όταν είναι οργισμένη κινδυνεύουν με φωτιά τα παντζάκια τους. Χτυπάει όποιον βρει, όπου βρει ως παρενέργεια που έχει πάνω της η τρομερή άτις. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πάρει και τη μορφή της Δευτέρας Παρουσίας της ίδιας κι αυτό προκρίνεται από το βαθμό στην κλίμακα οργής που κατέχει στην εκάστοτε περίπτωση. Η χώστρα τα χώνει έχοντας ισχυρό εφαλτήριο. Κάποιο περιστατικό που τη θίγει προσωπικά, στην ευαίσθητη τιμή της, δεν είναι ένα τσουτσέκι που απλώς τη λέει, όπως μπορεί να είναι η γλωσσού. Είναι άτομο υψηλού ηθικού φρονήματος, τιμιότητας και τιμά τα παντελόνια που φορεί όσον αφορά στην επαναφορά της τάξης από την ξεστρατιθείσα γνώμη αυτού που της άναψε φωτιές. Ο απώτερος στόχος του χωσίματός της δεν είναι απλώς το ξεφτιλίκι, αλλά μια πρόκληση υπέρβασης ορίων προς το καλύτερο γι' αυτόν που το δέχεται. Στήνει απέναντί του τον καθρέφτη των αδυναμιών του και αυτές υποδεικνύει προς βελτίωση, αλλαγή, εξάλειψη. Ηθικοπλαστική, με ηθικά διδάγματα γνώμη κυρηγμάτων επί της ουσίας, ο λόγος της. Αλλιώς και άγγελος τιμωρός.
-... Και τότε του είπα πως όταν λογοδοτήσει για τη ζωή του τί θα έχει να πει όταν θα παραδίδει την ψυχή του; Πως έφυγε όπως ήρθε, του κουτιού! Με τη ζελατίνα του ανέγγιγη. Το μόνο που έχει να πει, συνοψίζεται σε 5 λέξεις: Πιπί, κακά, μαμ, σεξ και νάνι! Κουραδομηχανή και τίποτε άλλο... Και για το μόνο που μπορεί να παινευτείς είναι για το ότι σαν αποτυχημένος ήταν πολύ πετυχημένος!
- Πω... Κι αυτός τί σού' πε;
- Τίποτα... Τί να μου πει..
(μορφασμός με συνοφρυωμένη κλαψομούνικη έκφραση και χείλη ελαφρώς ανοιγμένα, στρόγγυλα σε θέση "Ουουου") Καθόταν και με κοίταζε... Σαν το κλαμμένο μουν!...
- Ε, μα! Είσαι κι εσύ... Τα χώνεις γερά...
- Τί να πω... Είμαι κι εγώ... Χώστρα!
Got a better definition? Add it!
Το θηλυκό και υποκοριστικό του τεκνό (<ρομανί λέξη tikno= μικρό). Πρόκειται δηλαδή για το πιπίνι, για το λολιτάκι, για το μουνίδιον που είναι στα ντουζένια του, για τη νίτσα μουνίτσα.
Ο όρος περιλαμβάνεται στα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου (Αθήνα, 1971), όπου λέγεται ότι σημαίνει όχι μόνο τη μικρούλα, αλλά και τον νεαρό κίναιδο.
Ακόμα, την πολύ μικρής ηλικίας gay, τον «πουστράκο», τον λένε «τεκνίτσα». (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες Νιτσών: Αυτές που βγαίνει από το πουτανίτσα και αυτές που βγαίνει από το μουνίτσα.
Στη δεύτερη περίπτωση, ως νίτσα μπορεί να χαρακτηριστεί νεαρό πιπινοειδές και λολιτοειδές μουνίδιον που είναι στις καύλες του απάνω. Ενίοτε σχηματίζεται πλήρες ονοματεπώνυμο Νίτσα Μουνίτσα, με ένα τσαχπινογαργαλιάρικο ζενεσεκουά, άλλοτε αναφερόμαστε σε κάποια σέξι Ελε-Νίτσα ως νίτσα, άλλοτε λολοπαιγνιωδώς χρησιμοποιούμε μια Γενική Κτητική Νίτσα μου Νίτσα μου, you get the idea. Από την άλλη, μια χρησιμοποιούσα το αρκετά απαρχαιωμένο υποκοριστικό Νίτσα μπορεί να είναι και ηλικιωμένη θειόκα, το οποίο δεν μας αποθαρρύνει, αλλά μάλλον μας παροτρύνει να χρησιμοποιήσουμε και στην περίπτωση της θειας το εν λόγω υπονοούμενο.
Got a better definition? Add it!
Το υπερθετικό της φέτας, δηλ. η πανάσχημη γυναίκα, το αρχιμπάζο, η πατσαβουρέξ.
Ίσα μωρη φέτα!
Καλά, δεν υποφέρεσαι με τίποτα... Δεν είσαι φέτα τελικά, λάθος διατύπωση -είσαι ΑΡΧΙφέτα !!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που έχει πολύ κιτς εμφάνιση, που βγάζει μια τρασαδούρα, μια τρασίλα, που έχει kitsch value (για την ετυμολογία του kitsch δες εδώ, φαίνεται ότι κυριολεκτικά σημαίνει σκουπίδι, τρασιά), που είναι σκουπίδω, καγκουρογκόμενα, καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι. Βεβαίως στη μεταμοντέρνα εποχή που ζούμε και δη στο λούμπεν ελληναριάτο, υπάρχουν πολλοί τρασοκαβλιάρηδες εκεί έξω που ποθούν τις κιτσογκόμενες.
Εναλλακτικώς, πλην με συναφή σημασία, είναι η τράτζικ γκόμενα του Κίτσου
Got a better definition? Add it!
Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).
Got a better definition? Add it!
Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.
.
Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γκόμενα-υπερτούμπανο (βλ. παρ. 1, 2), ή οποιοδήποτε άλλο τουμπανιζέ υποκείμενο ή αντικείμενο (βλ. παρ. 3).
Εκ του τούμπανο και του γαμοσλανγκοκατάληξης -άϊζερ (βλ. πιχί καραφλάιζερ, ουκρανάιζερ, φραπεδάιζερ).
1.
Γιατί οι άντρες τρελλαίνονται για τα... γυναικεία στήθη...ΤΟΥΜΠΑΝΑΙΖΕΡ Η ΚΥΡΙΑ!!!!!!!!!
2.
- Η Σταματίνα Τσιμτσιλή είναι … τούμπανο !!
- τουμπαναιζερ!!
3.
- Nero D'inferno ... ξερει κανεις κατι για το συγκεκριμενο μελανι;
- το εχω :-) δε το χω δοκιμασει αποσο ξερω ειναι πολυ δυνατο και τουμπαναηζερ φαση ειναι βερνικι βασικα και ξεβαφει δυσκολα νομιζω εχει και πινελακι :-)
Got a better definition? Add it!
Εκδοχή της κοινής πουτάνας.
Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).
Βλ. και πουτί.
Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)
Got a better definition? Add it!