Further tags

Ο τσιγκούνης, σπαγγοραμμένος.

- Κέρνα μια μπύρα κι εσύ μια φορά ρε εβραίε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.

  1. - Κάνε ρε Πέτρο κάνα κονέ μπας και πιούμε τίποτα απόψε.
  2. - Έχεις τίποτα κονέ καλά να μας βάλουν τσαμπέ;

Κονέ στα ασανσέρ. Σήμανση ασφαλείας. Εμπορικό κέντρο The Mall, Μαρούσι, Αττική. Φωτογραφία: Νοέμβριος 2014. (από patsis, 11/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, αυτός που λυσσάει για ψωμί. Μεταφορικά ο τσίπης, ο τσιγκούνης ή ο φτωχός, φτωχομπινεδιάρης.

Τάκης: - Θα τις φας τις πατάτες που σου 'μειναν;
Σάκης: - Γιατί, τις θες;
Τάκης: - Αν δεν τις φας, ναι...
Σάκης: - Μα δεν έχεις τελειώσει τις δικές σου ακόμα!
Τάκης: - Θα τις φάω μετά. Λέγε, να τις πάρω;

Ο Τάκης είναι ψωμόλυσσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπούρδα, βλακεία, απορία.

Γιατί δεν σκέφτεσαι πριν μιλήσεις ρε μαλάκα, μας τρέλανες στις αρχιδιές.

Βλ. και παπαρδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοιτά σε κολέγιο αντί για δημόσιο σχολείο. «Στο Αθήνα», χρησιμοποιείται για τους μαθητές (και τους απόφοιτους) του κολεγίου Αθηνών και Ψυχικού. Περισσότερο χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά, υποδηλώνοντας πλουσιόπαιδο, φλώρο, μαμόθρεφτο, κακομαθημένο. Οι ίδιοι μεταξύ τους το θεωρούν τιμητικό. Καταφέρνουν να ξεχωρίζουν λόγω της πανομοιότυπης εμφάνισης και συμπεριφοράς. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.

- Είχα πάει στο PJs και ήταν πήχτρα στα κολεγιόπαιδα που το παίζαν μάγκες με τα λεφτά του μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόβλητο απ' την στοματική κοιλότητα. Τα 997 τελευταία χρόνια παρατηρείται σε πράσινο, κίτρινο (όχι ταριφέ), κόκκινο χρώμα. Περιέχει 90% μύξα και 10% σάλιο.

- Ρε Μάκη τι είναι αυτό το πράσινο πάνω σου; Κουτσουλιά γλάρου:
- Όχι ρε μ***κα, πλακώθηκα με έναν νταλικέρη και φεύγοντας με έφτυσε.

(ροχάλα ήταν το πράσινο)

Βλ. και τάλιρο, χλέπα, χλεμπόνα, φτύξα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα επεισόδια που γίνονται σε πορείες ή στα γήπεδα που δεν έχουν κάποιο νόημα ή ιδιαίτερο στόχο και απλά προκαλούν αναστάτωση.

Και ενώ είχε συμφωνηθεί πως η πορεία θα είναι ειρηνική, αρχίζουν κάτι πιτσιρικάδες τα μπάχαλα και σπάνε μια στάση λεωφορείου και κάτι καρτοτηλέφωνα. Ορμήσαν τα ΜΑΤ και πήραν όλη την πορεία στο κυνήγι.

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αστυνομικοί, κοροϊδευτικά. Κυρίως τα μέλη της ΟΠΚΕ (Ομάδα Πρόληψης και Καταστολής Εγκλήματος) και οι τροχαίοι, λόγω της εμφάνισής τους που είναι με μπλέ στολές και άσπρα κράνη και μοιάζουν με τα (πολύ συμπαθή παρά την ομοιότητα αυτή) στρουμφάκια.

Μπλε στολές και άσπρα καπελάκια, αυτοί δεν είναι μπάτσοι, είναι τα στρουμφάκια (παλαιό σύνθημα).

μεγάλη νίλα τα στρουφάκια (από xalikoutis, 18/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.

-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;

Αν του κάτσεις, μετά τον έχεις δόντι. Δώσε βάση στο νοήμα. (από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: ρουσφέτι, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που οι κάτοικοι της Νότιας Ελλάδας εννοούν το σουβλάκι σε ξυλάκι (μιας και τα ξυλάκια ονομάζονται ΚΑΙ καλαμάκια). Οι δε κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας και κυρίως της Θεσσαλονίκης επιμένουν κατηγορηματικά οτι καλαμάκι λέγεται μόνο αυτό του frappe, γι' αυτό προτείνεται η αποφυγή της χρήσης αυτής της λέξης όταν βρίσκεστε σε σουβλατζίδικο στην Βόρεια Ελλάδα ή αν ο ιδιοκτήτης του κατάγεται απο εκεί.

-Ναι... θα μου βάλετε σας παρακαλώ 4 καλαμάκια με πατάτες παρακαλώ; ....όχι, οχι του frappe, σουβλάκια εννοω....
...Ναι.. σουβλάκια αλλά χωρίς την πίττα...... ουφ.. ναι σκέτα ξυλακια. Οχι, να έχουν και κρέας επάνω τα ξυλάκια..... Καλά άστο, βάλε μια μερίδα γύρο καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified