Further tags

Αγελάδα αποκαλείται ο ήχος της σειρήνας, ο οποίος μοιάζει με αυτόν της αγελάδας, με ένα σύντομο αλλά δυνατό «μουυυυυ».

Νοσοκομειακά, πυροσβεστικά και αστυνομικά οχήματα, πέραν της σειρήνας, έχουν την δυνατότητα να βγάλουν από τα ηχεία και τον ήχο της αγελάδας. Συνήθως τον χρησιμοποιούν, όταν κάποιος αγνοήσει τη σειρήνα, λόγω αφηρημάδας, και ο οδηγός για αφύπνιση του βαράει μια γελαδιά.

Επίσης, είναι σήμα κατατεθέν των ασφαλίτικων αυτοκινήτων. To FBI βγάζει την αποσπώμενη σειρήνα, οι ασφαλίτες χρησιμοποιούν την αγελάδα, για να δείξουν τα διακριτικά τους. Ίσως επικράτησε γιατί η πλειονότητα των αστυνομικών (μέχρι πριν και δέκα χρόνια) ήταν βοσκοί από την Πελοπόννησο, που έμπαιναν με καθαρά ρουσφετολογικό τρόπο στα σώματα ασφαλείας.

-Έλα ρε μαλάκα, αργείς;
-Όχι, σε ένα λεπτό είμαι έξω.
-Καλά κάνω ένα γύρω το τετράγωνο, γιατί πίσω είναι η δημοτική με τη 'γελάδα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γλώσσα των αλογομούρηδων, το αουτσάιντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

-Καλά πόνταρες το νούμερο 6;
-Ναι έχει καλή απόδοση.
-Επειδή είναι γαϊδούρι γι΄αυτό!

Βλ. και μουλάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποσοστό που καταβάλλει αυτός που κερδίζει στη λέσχη ή στο σύστημα του παιγνίου.

Ετυμολογία: < (λόγιο δάνειο) γαλλική cagnotte < οξιτανική cagnoto / canhòta < δημώδης λατινική **cania* < λατινική canis (σκύλος).

0% γκανιότα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Όργανον της τάξεως ανήκον εις το Λιμενικόν Σώμα.

Καλείται με απαξία έτσι, διότι κουρνιάζει στον προλιμένα σαν τους γλάρους, δηλαδή είναι γιαλατζή ναυτικός αλλά και διότι δεν είναι βεριτάμπλ μπάτσος (βλοσυρός, απειλητικός κτλ), είναι άοπλος και έχει μικρή γκάμα αρμοδιοτήτων, όπως άλλωστε και οι παρκόμπατσοι (δημοτική αστυνομία).

Αυτά όμως, μέχρι πρόσφατα (90'ς), που ήταν ακόμη κλειστά τα σύνορα (δηλ. χωρίς εκτεταμένη λαθρομετανάστευση-διεθνές έγκλημα κτλ) και που περιορίζονταν συνήθως σε καθήκοντα τροχονόμου των πλοίων και επεδίδοντο μετά μανίας στο τάβλι και στο καμάκι.

Μάλιστα, οι αδερφές τους εσνόμπαραν προτιμώντας τους άνδρες του πολεμικού ναυτικού, (που έχουν παρόμοια στολή), θεωρώντας τους τελευταίους πιο αρρενωπούς.

Τα παλιά χρόνια (μέχρι το '70), το ελληνικόν κράτος διέθετε αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος, αλλ' όχι λιμενοφύλακες, δουλειά την οποίαν έκαναν αμισθί τα, υπηρετούντα την θητεία τους, ναυτάκια επί 36-38 μήνες (χώρια οι φυλακές)...

Σε πολλές ταινίες του ελληνικού σινεμά, φαίνονται ναυτάκια εν στολή, με κορδέλα «Λιμενικόν Σώμα» στην ασπιρίνη, που δένουν και λύνουν κάβους ή κατεβάζουν κλίμακες εμπορικών (δηλ. ιδιωτικών) πλοίων, φυλάνε περίπολα στα λιμάνια κτλ.

Εξ άλλου, τα μεγάλα μηχανικά ή κατασκευαστικά έργα μέχρι πρότινος, τα αναλάμβανε ο Στρατός, που είχε (και έχει) τζάμπα εργατικό δυναμικό.

Σήμερα, οι περισσότεροι γλαρόμπατσοι είναι μοριοδοτημένοι πρώην μπακακοί (βατράχια των Ο.Υ.Κ.), ζόρικοι, ένοπλοι, φοράνε κάτι ξεγυρισμένες παραλλαγές, αντιμετωπίζουν τρελό λαθρεμπόριο στην ανοικτή θάλασσα (αλιευτικές παραβιάσεις Τούρκων-Ιταλών, μετανάστες, trafficking ανθρωπίνων ιστών/παιδιών/πορνών/ναρκωτικών κτλ), συχνά συνοδευόμενο από πιστολίδι και κάνουνε και search and rescue επιχειρήσεις άμα λάχει.

Οπότε, δέον όπως επινοηθεί νέος χαρακτηρισμός.

- Τί έγινε, γιατί δε μας αφήνουνε να μπούμε στο καράβι;

- Τσακώνονται οι νταλικέρηδες για τη σειρά με κάτι γλαρόμπατσους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο κόλακας, αυτός που γλείφει, που κωλογλείφει δηλαδή.

  2. Το ψάρι πλεκόστομος, το οποίο περνά τη μέρα του γλείφοντας και καθαρίζοντας το ενυδρείο... Το κάνει αυτό βεντουζώνοντας το στόμα του στις επιφάνειες και πιπιλώντας τες. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: στα ελληνικά λέγεται κατά λάθος και πλακόστομος, προφ συνδυασμός σύγχυσης με το κανονικό θέμα πλεκ-, επειδή το στόμα του όταν βεντουζώνει γίνεται πλακουτσωτό. Ταιριάζει πάντως. Στα αγγλικά λέγεται παρομοίως suckermouth.

  3. Ειρωνικά (μπαμπαδισμός), ο γλύπτης.

Περί δια την ορθογραφία: παρά το ορθόν γλείφτης, το συλλογικά ασυνείδητο επιτάσσει το γλύφτης, είναι πιο γλύφτικο έτσι, θα συμφωνήξω.

  1. - Βρεβρεβρε τον Αντωνάκηηηηη... Κοίτα να δεις, μας έγινε και δημοτικός σύμβουλος...
    - Εεεμ! Από μικρός φαινόταν ότι θα μεγαλώσει, μια ζωή γλείφτης...

  2. Προσφατα αγορασα γλυφτη Leopard..
    Ειναι καλος για 60 λιτρα ενυδρειο η τσαμπα τον πηρα;
    Ευχαριστω για το χρονο σας.
    δεν κανει για τα λιτρα σου....οχι οτι δεν κανει «δουλεια»....δε χωραει εννοω...γινεται πολυ μεγαλος... σε 60 λιτρα....καλυτερα να μη βαλεις κανενα ειδος «γλυφτη» (από εδώ)

  3. - Τι σπουδάζει τώρα ο γιος σου;
    - Γλύφτης.

το ψάρι (από ironick, 17/11/10) Και έγλυψε μια πούτσα ο πούστης ο Michelangelo! (από Khan, 17/11/10)

Δες και κωλογλείφτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της σαύρας.

Προσωπικά άκουσα τη λέξη στην Πελοπόννησο, αλλά χρησιμοποιείται σε πολλά μέρη της Ελλάδος. Η ετυμολογία μού είναι άγνωστη, σημειώνω πάντως ότι η ίδια λέξη υπάρχει και στα Σέρβικα [σερβ. гуштер - guster] και μεταφορικά χρησιμοποιείται στο στρατό για να περιγράψει τον γνωστό σ' εμάς «ψαρά», βλ. λήμμα ψαράς.

Συχνάκις ακούγεται και στο υποκοριστικό, γουστερίτσα.

  1. Σχόλιο ιστολογίου: Γουστερίτσα που λιάζεται. Πρώτα πρώτα το σαμιαμίδι ή μολυντήρι που λες, είναι ξασπρισμενο, ροζουλιασμενο, σαν κάτι που δεν το βλεπει ο ήλιος,ανατριχιαστικό, με τα αγγεία του να φαινονται, μπλιααααααααχ. Και ζει πάντα στο σκοτάδι ,ή στη σκιά. Αυτο ειναι γουστερίτσα του θεού, χρωματιστή και κοτσονάτη. Η μαντάμ κάνει ηλιοθεραπεία.

  2. Επιστημονικό κατάλογος από το διαδίκτυο:

Podarcis muralis: Γουστέρα Κοινή
Podarcis taurica: Γουστέρα του Ταύρου
Podarcis milensis: Γουστέρα της Μήλου
Podarcis peloponnesiaca: Γουστέρα της Πελοποννήσου

Γουστέρα εξ Ελλάδος (από krepsinis, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη λέξη περιγράφει τα πολύ μικρά ζώα ή ζωύφια.

Μεταφορικά αποτελεί μειωτικό χαρακτηρισμό για τιποτένιους και ασήμαντους ανθρώπους, ταυτίζοντάς τους με ζωύφια, η ζωή των οποίων ουδεμία αξία έχει.

Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδος χρησιμοποιείται για την περιγραφή του αγριμιού. Ετυμολογικά κατά πάσα πιθανότητα συνδέεται με τη λέξη ζώο [αρχ. ελληνικά ζώδιον, με τροπή του ω σε ου].

  • Ποίημα από το διαδίκτυο:

Και χαιρετώ από μακριά κάθε πουλί
και κάθε ζούδι φτερωτό
που ακυβέρνητο τρυγάει τα πλήθη
Η ζήλια μου ενέχει απελπισία
Αφού με ξέρεις
τι δε μου μιλάς φθινόπωρο;

  • Φύγε από εδώ ρε ζούδι, που με απειλείς κιόλας, μην αρπάξω κανένα
    παλούκι..

  • Απόσπασμα ιστορίας εθνολογικού χαρακτήρος από το διαδίκτυο:

«Δεν είδαν όμως τίποτα και πάλι το πρωί βρήκαν 1 πρόβατο πεθαμένο. Το συζητήσαν και με άλλους και αφού δεν βρίσκανε λογική εξήγηση φωνάξαν τον αλαφροίσκιωτο. Εκείνος παραφύλαξε το βράδυ και τους είπε ότι ήταν κάποιο ζούδι που σκότωνε τα πρόβατα. Ο αλαφροίσκιωτος τους είπε ότι την επόμενη νύχτα πρέπει να μαζευτούν 4-5 άτομα, να φέρουν λίγο μπαρούτι και να κάνουν ότι θα τους πει αυτός. Τους είπε ότι πρέπει να ανάψουν μία φωτιά και να καθήσουν όλοι γύρω γύρω και να έχουν το μπαρούτι έτοιμο να το ρίξουν στη φωτιά μόλις τους πει »τώρα«. Τους είπε όμως ότι αυτό πρέπει να γίνει την στιγμή ακριβώς που θα τους έδινε εντολή και πως ότι κι αν τον δουν να παθαίνει σε καμία περίπτωση να μην ρίξουν το μπαρούτι πριν. Όντως το βράδυ έκαναν ότι τους είπε. Στις 12 η ώρα ο αλαφροίσκιωτος σηκώθηκε πάνω κι άρχισε να μιλάει σε κάποιον που δεν βλέπανε. Σε λίγο ο τόνος του είχε γίνει πιο θυμωμένος και έδειχνε σαν να δέχεται αλλά και να ρίχνει χτυπήματα στον αέρα. Οι άλλοι φοβήθηκαν πολύ. Ξαφνικά τον βλέπουν να έχει γίνει κατακόκκινος και να να βγάζει βογγητά σαν κάποιος να τον έπνιγε. Τότε τα χρειαστήκαν όλοι και δεν ξέρανε τι να κάνουνε. Και τότε με ξέπνοή φωνή τους είπε »τώρα« και ρίξαν το μπαρούτι στη φωτιά. Μετά την μικρή έκρηξη ο αλαφροίσκιωτος άρχισε να αναπνέει και να συνέρχεται. Τους είπε ότι τώρα είχε το ζούδι υπό τον έλεγχό του και ρώτησε τον πατέρα του παππού μου που θέλει να το στείλει. Τότε όλοι μαζί είπαν στο μαντρί του τάδε (ενός που δεν τον συμπαθούσαν). Από το επόμενο βράδυ αρχίσαν να πεθαίνουν τα πρόβατα του αλουνού ένα ένα!»

Άγριο ζούδι, που προκαλεί τρόμο (από krepsinis, 05/02/09)

Σχετικά: έχνος, το, ζουλάπι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκοβιός λέγεται κυρίως ο φλώρος ή φλούφλης ο οποίος είναι ολίγον τι και χαζός ή αγαθιάρης. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν η εμφάνιση συνάδει και με την ιδιοσυγκρασία αυτού που αποκαλείται κοκοβιός.

Το επίθετο κοκοβιός προέρχεται από το ψάρι κοκωβιός (λατ. gobius, αλλά και στα Ελληνικά πολλές φορές γωβιός). Κατατάσσεται μάλλον στα «χαζόψαρα»... πιάνεται εύκολα και δεν μεγαλώνει πολύ.

Το κοκοβιός προέκυψε και ως παρατσούκλι στον ηθοποιό Πέτρο Γιαννακό, από το ρόλο του «Κοκοβιού» σε μια ταινία του Τζαβέλα. Ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου περιγράφει το συγκεκριμένο ρόλο ως εξής: «...Ο τύπος ήταν κάτι ανάμεσα σε καραγκιόζη, φασουλή, αρλεκίνο και κλόουν. Ήταν ο υπερφυσικός μπεμπές, το παιδί που δε μεγάλωσε, χαζοέξυπνος και βλακοϊδιοφυής...».

  1. Κοίτα ρε έναν κοκοβιό με γλειφιτζούρι, τί γκομενάκι που συνοδεύει... Χου ρε!

  2. Καλά ρε πώς σε κουρέψανε έτσι; Πώς θα βγεις έξω σαν κοκοβιός;

(από Malinowsky, 17/03/09)(από Malinowsky, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified