Ο ψηλός και χοντρός άνθρωπος που πιάνει πολύ χώρο.
Μπήκε μέσα ο τύπος, ντουλάπα, πλακώθηκε το είναι μου. Θα πάθω κλειστοφοβία.
Ο ψηλός και χοντρός άνθρωπος που πιάνει πολύ χώρο.
Μπήκε μέσα ο τύπος, ντουλάπα, πλακώθηκε το είναι μου. Θα πάθω κλειστοφοβία.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Ζερσερής, σερσέμης, ανισόρροπος, χαζούλης.
Πάλι δεν κατάλαβε τι τού είπα, ο ζεβζέκης!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του και το παίζει ειδικός. Κάνει αλχημείες, μπαλώματα, πασαλείμματα, βλέπε και ξυλοσχίστης. Ρεμπέτικη έκφραση σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες. Την έλεγαν για όποιον έκανε φάλτσα σε κάποιο μουσικό όργανο.
Μου το γάμησες το τραγούδι στα λάθη. Φύγε απο δω ρε καλαμπόρτσο, θα μου το κλείσεις το γκρουπ!
Κακοτεχνίτες: αλμπάνης, καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.
Got a better definition? Add it!
Πρακτικός, συνήθως περιπλανώμενος ιατρός (τις παλαιότερες εποχές), ο σκιτζής ιατρός.
Παλιός, κλασσικός όρος, που δεν πρέπει να λείπει από το λεξικό αυτό.
- Δεν φταίει κανείς άλλος, φταις εσύ, που πίστεψες αυτόν τον κομπογαννίτη, ότι με την λοσιόν που σου πούλησε θα έβγαζες μαλλιά!
Κακοτεχνίτες: αλμπάνης, καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.
Got a better definition? Add it!
Οι σαχλαμάρες.
-Αυτός ο παρλαπίπας, όλο αρλούμπες λέει!
Βλ. και μπαρούφα, η, παπαριά καμαρωτή, η
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.
Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.
Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.
Κοίτα τον! Πάλι πίτα είναι!
Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Γιάννα έχει γίνει πίτα!
Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι τελείως πίτα !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.
Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.
Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.
Κοίτα τον! Πάλι λιώμα είναι!
Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Μαρία έχει γίνει λιώμα!
Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι λιώμα μετά τη εμπειρία με το φορτηγό του θείου Λάκη!
Δες και λιάρδα, κωλίδι, κόκαλο, κόκκαλο, πίτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μαλθακός άνθρωπος, αυτός που δεν τυγχάνει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους άλλους.
Συνήθως εννοούμε και τον αγύμναστο, με πλαδαρό σώμα.
-Κοίτα ρε φίλε αυτή τη δίμετρη κοπέλα τι χαλβά συνοδό έχει! Πώς γίνεται αυτό; -Αν είχες και συ μια SLK cabrio θα έβλεπες πώς γίνονται αυτά...
Δες και χαλβέτι, χαλβάς και χαλβάδιασμα.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.
- Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.
- Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.
- Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.
Got a better definition? Add it!
Στην γλωσσα των αλογομούρηδων, όπως και το γαϊδούρι, σημαίνει το αουτσάϊντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.
- Κοίτα τον κωλόφαρδο! Πόνταρε σε μουλάρι και κέρδισε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified