Further tags

Εκ των χύσαμε και όλοι. Ηχοποίητη λέξη με προφανές σεξουαλικό περιεχόμενο.

Σημαίνει συνήθως εδέσματα ή ποτά άθλιας ποιότητας.

- Χθες βράδυ μας είχε τραπέζι η Γεωργία.
- Τι σας τάισε;
- Χυσαμόλι! Τι να μας ταΐσει ρε μαλάκα αυτή; Την ξέρεις να μαγειρεύει;

- Μμμμ, πείνασα. Έχει τίποτα;
- Ναι, άνοιξ' το ψυγείο, έχει χυσαμόλι! Τι να 'χει μωρή μαλάκω, αφού δε μαγείρεψες τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τσοπεροειδή μοτόρια που είναι όλο φωνή και τσιτσί τίποτα!

Έτσι χαρακτηρίζονται από τους γρήγορους ή τους κακούς που καβαλάνε μοτασακά με πολλά αράρ στο λογότυπό τους.

- Πωωωωωω κοίτα ρε συ, οι Χαρλεάδες!!!
- Σιγά τους μαλάκηδες ναούμ'. Αυτοί πάνε Πειραιά-Σαλονίκη με το πλεούμενο. Πού να πάνε απ' το δρόμο μ' αυτές τις χέστρες;

γουαναμπι χαρλεϊ (από perkins, 22/05/10)Ἐγὼ πάντως αὐτὸ ξέρω γιὰ χέστρα (από aias.ath, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με μία λέξη χίλιες εικόνες για την ατέλειωτη κατάντια, την ασταμάτητη κατρακύλα της ελληνικής τηλεόρασης. Όπου κυριαρχούν δημοσιογράφοι, όπως ο Νίκος Χαρδαβέλας, και διασκεδαστές, όπως η Ανίτα Πάνια-Καρβέλα.

-Δεν έχεις κουραστεί όλη μέρα πάνω απ' το σλανγκ τζη αρ; Κάνε και κάτι πιο υγιεινό! Δες λίγο τηλεόραση!
-Τι να δω μωρέ; Τον Χαρκαρβέλα; Καλύτερα να ανεβάσω άλλο ένα λημματάκι!

(από Khan, 16/04/13)(από Khan, 15/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο που είτε είναι του Νίκου Φώσκολου, είτε έχει ζηλώσει την δόξα του. Δηλαδή υπερβολικά μελό, πομπώδεις χαρακτήρες, πομπώδεις δηλώσεις, απίστευτες εξεζητήσεις και συμπτώσεις στην πλοκή, κ.ο.κ. Οι ηθοποιοί περισσότερο φτύνουνε παρά μιλάνε με ύφος Γιάγκου Δράκου, του ορίτζιναλ, όχι του Σλάνγκου Δράκου, όπως εμείς. Το «Φωσκολιάδα» με κατάληξη σε -άδα, όπως όλα τα έπη, λ.χ. Ιλιάδα, Αινειάδα, Ζαχοπουλιάδα, Λιλιανάδα (το συλλογικό έπος που γράφεται στο slang.gr) κ.ο.κ.

Χαρακτηριστική φράση, που λέει αυτός που δεν θέλει να δει άλλη μια Φωσκολιάδα: «όχι άλλο κάρβουνο» (Η γνωστή ατάκα του Νίκου Κούρκουλου, παρόμοια με το «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη»).

- Είδες το «Οξυγόνο» το τελευταίο Ρεππαπαπαθανασιούργημα;
- Όχι. Πώς ήταν;
- Κοίτα άρχιζε καλά, με το γνωστό καυστικό χιούμορ των δύο δημιουργών, αλλά μετά έγινε πολύ μελό, πολύ κοινωνικό κατηγορώ με συμπτώσεις και πλοκή τραβηγμένες απ' τα μαλλιά, σωστή Φωσκολιάδα!
- Όχι άλλο κάρβουνο! Έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!

Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.

Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).

  1. (στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
    - Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
    - Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!

  2. (από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
    «Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »

Το τραγούδι του Διονυσίου στην αρχή όλα τα λεφτά!!! (από Cunning Linguist, 26/09/10)Τα τρομπαδούρικα! (από Cunning Linguist, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τιβιαστής ή τηλεβιαστής

TV (ελληνιστί «τιβί») + βιαστής

Μαϊντανοί της τηλεόρασης που (επιμένουν να) αποκαλούν τους εαυτούς τους δημοσιογράφους ή παρουσιαστές. Βιάζουν ασύστολα τον εγκέφαλο του τηλεοπτικού κοινού με κάθε λογής εκπομπή-σκουπίδι, με μόνο σκοπό την ικανοποίηση της χαμερπούς ματαιοδοξίας τους.

Φιλοξενούνται σε όλα σχεδόν τα τηλεοπτικά κανάλια, καθότι ξέρουμε ότι σλόγκαν των σταθμών αυτών είναι: «Tα κέρδη πάνω από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

Ακολουθεί φωτογραφία επεξηγηματική με τυχαία δείγματα της ελληνικής τηλεόρασης (δεν χωράνε όλοι γιατί είναι δεκάδες)…

Πρόκειται για άτομα τηλεκαημένα, με αμφίβολο δείκτη ευφυΐας, που εντελώς συγκυριακά «έπιασαν τον τηλεοπτικό σφυγμό» και εκμεταλλεύτηκαν την τάση που έχει ο ελληνάρας για πάσης φύσεως κουτσομπολιό, παπαριά και κατάντια ώστε να αναρριχηθούν στις πρώτες θέσεις των τηλε-μετρήσεων. Οι φήμες ότι πρόκειται για έξυπνα άτομα που επιτυγχάνουν με το «σπαθί» τους, είναι σαφώς ανυπόστατες και αστείες. Εκτός του ότι απευθύνονται σε μερίδα κοινού με IQ γλυκοπατάτας, άπειρες φορές έχουν πέσει σε ολισθήματα, μέχρι και στην απίστευτη ξεφτίλα να σχολιάζουν ο ένας τον άλλον.

Μέγας τιβιαστής (ή τηλεβιαστής) της σύγχρονης ελληνικής τηλεόρασης (βλ. εικόνα).

(από Tarantula, 14/11/07)(από Tarantula, 14/11/07)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ταινιών τρόμου, συνήθως δευτεροκλασάτων, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος. Εκ του αγγλικού splatter.

Ποοοο, μαλάκα, νοικιάσαμε χτες μια σπλατεριά ... Άλλο να σου λέω και άλλο να βλέπεις. Ο τύπος να της τραβάει το λαρύγγι με τα δόντια και να 'χει γεμίσει ο τόπος κέτσαπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλιό, σκουριασμένο αυτοκίνητο. 30ετίας και πάνω. Η ντροπή των δρόμων.

Άντε ρε, κάνε στην πάντα το σαπάκι να περάσουμε...

Στην άκρη, λούγκρες με τα καινούργια... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως φαγητό, η σαβούρα είναι το φτηνό φαγητό κακής ποιότητας που περιλαμβάνει πολλά λιπαρά.

Ειδικά για τους body-builders, είναι τα συμπληρώματα διατροφής με μεγάλη περιεκτικότητα σε carb (υδατάνθρακες), ή -δευτερευόντως- και το οποιοδήποτε γεύμα περιέχει πολλούς υδατάνθρακες. Η σαβούρα είναι πλήρως απαραίτητη όταν το μπιλντέρι είναι στον όγκο. Τότε ο σφίχτερμαν την θέλει την σαβούρα, την χρειάζεται, δεν την φοβάται.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ενώ για τους κοινούς θνητούς ως σαβούρα θεωρείται περισσότερο το λίπος και δευτερευόντως οι υδατάνθρακες, αντιστρόφως, για τους σφίχτες, σαβούρα θεωρούνται περισσότερο οι υδατάνθρακες και δευτερευόντως το λίπος. Αυτό συμβαίνει επειδή οι μεν μπίλντερς προσέχουν το λίπος όπως ο διάολος το λιβάνι (ακόμη κι όταν ογκώνονται), οι δε κοινοί θνητοί ενίοτε υποτιμούν αφελώς το πόσο παχυντικοί είναι οι υδατάνθρακες.

Πηγή: Jeanoir, encore.

  1. Να περπατήσουμε λίγο, γιατρέ μου, να κάψουμε τις σαβούρες που φάγαμε στον μάκη.

  2. α. Την σαβούρα μην την φοβάσαι. Την θέλεις την σαβούρα!
    (Προτροπή έμπειρου μπιλντεριού προς νέοπα, που θέλει να δει γρήγορα αποτελέσματα).
    β. Τώρα που χειμωνιάζει πάω να πάρω τίποτα σαβούρες να ογκωθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified