Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.
- - Κάνε ρε Πέτρο κάνα κονέ μπας και πιούμε τίποτα απόψε.
- - Έχεις τίποτα κονέ καλά να μας βάλουν τσαμπέ;
Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.
Got a better definition? Add it!
Είναι το PlayStation σε συντομία.
Θα παίξουμε τίποτα στο πλέι;
Βλ. και προ, PRO, PES.
Got a better definition? Add it!
Όταν η τηλεόραση δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον, προσπαθείς να αποφασίσεις τι θα δεις και χρησιμοποιώντας το τηλεχειριστήριο κάνεις γρήγορη αλλαγή καναλιών σχεδόν μηχανικά. Δηλαδή το γρήγορο ζάπινγκ.
Δώσε το τηλεχειριστήριο να κάνω ένα γρήζα.
Got a better definition? Add it!
Ο ανθυπασπιστής στον στρατό. Είναι ο βαθμός που παίρνουν οι καραβανάδες προτού γίνουν αξιωματικοί.
- Ήρθε καινούργιος ανθύπας σήμερα, από την φάτσα καλός φαίνεται...
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία του αποκαΐδι. Αρχικά: ο κατεστραμμένος από drugs, ξίδια και άλλες έξεις. Πλέον συνδέεται με κάθε είδους κολλήματα και μονομανίες, αλλά και συγκεκριμένες στυλιστικές επιλογές και το όλο πλασάρισμα.
- Πάμε Mall να δούμε καμμιά ταινία;
- Άσε ρε μαλάκα, είναι πήχτρα από emo καΐδια, μου έρχεται να τα ψεκάσω τα μαλακισμένα.
Got a better definition? Add it!
Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Συντόμευση της καβάντζας, βλ. καβάντζα.
Μωρό μου έχω πιει μια κάβα, μόνο εσύ λείπεις.
- Με τη Γιάννα τι έγινε τελικά;
- Τίποτα, την έχω για κάβα τώρα.
Got a better definition? Add it!
Μάγκικη συντομογραφία της λέξης «μπουκάλα», δηλαδή φιάλη αλκοόλ σε κλαμπ.
- Έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις (βλ. και κάβα)
- Χτες ήπιαμε μια κάλα χιροσίμα και γίναμε κόκαλα.
Got a better definition? Add it!
Νταλαβέρια. Χρησιμοποιείται κυρίως για ναρκωτικά.
Σχετικά λήμματα: βέρι, νταραβερτζής, ο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συγκεκομμένη εκδοχή του ασφαλίτη, δηλαδή του αστυνομικού που υπάγεται στον Κλάδο Ασφάλειας και Τάξης (βλ. και το οργανόγραμματης ελληνικής αστυνομίας) και ειδικότερα στη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας ή στη Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας. Συνήθως αναφέρεται στον undercover ασφαλίτη, ντυμένο με πολιτικά, που τρουπώνει όπου υπάρχει έγκλημα, δια να συλλέξει πληροφορίες εκ των έσω και να το πατάξει.
Η λέξη ασφαλίτης δεν αποδίδει ιδιαίτερη χροιά, αφού ασφαλίτες είναι και οι αστυνομικοί του Τμήματος Οικονομικών Εγκλημάτων. Αλλά ο λίτης προκαλεί τη λαϊκή μήνιν, μιας και ποτέ δεν τρουπώνει στα άντρα της μεγάλης κομπίνας και του μεγάλου ξεπουλήματος (κομματικά γραφεία, μεγάλες επιχειρήσεις, τράπεζες - to name a few), αλλά προτιμά να φύεται σε πορείες και να φακελώνει τους Εχθρούς του Έθνους, όπως όσους ασχολούνται με πολιτική εξ αριστερών και δώθε (και μόνο) ή όσους πίνουν κάνα μπάφο πού και πού. Ή τουλάχιστον, έτσι λένε στην πιάτσα.
Γράφεται άλλοτε με -ι- και άλλοτε με -η-, επειδή μπορεί να προέρχεται εξίσου από τον ασφαλίτη ή από τον αλήτη αντιστοίχως, μιας και ως γνωστόν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. («Αλήτες! Είναι! Τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες!»)
Σημειώνουμε και το παλιό συγκρότημα Λήτης+Τρικ, με το θρυλικό άσμα «Ποδανά», αν και θεωρείται ότι ο συγκεκριμένος Λήτης είναι ο αλήτης (με την καλή έννοια) και ουχί ο ασφαλίτης, βεβαίως βεβαίως.
Ετυμ.: ασφαλίτης < ασφάλεια < αρχ. ασφαλής < α στερητ. + σφάλλομαι (= σκοντάφτω, τρικλίζω)
αλήτης < αρχ. αλάομαι (= περιφέρομαι εδώ κι εκεί)
(τυπική προειδοποίηση από indymedia)
Προσοχή! Έχουν κατέβει 4 διμοιρίες στα Εξάρχεια, κλούβα στην Ακαδημίας και λίτες στη Χαριλάου Τρικούπη! Όποιος κατέβει να κρατάει ταυτότητα!
- Αυτός ο μακρυμάλλης ο αξύριστος τι ρόλο βαράει; Δεν τον έχω ξαναδεί.
- Λήτης είναι. Το νου σου.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified