Further tags

αρχίδια + Ουσ (ή + Ρήμα):

Επιρρηματική χρήση της λέξης. Δηλώνει απαξίωση, διάψευση, δυσπιστία, κλπ

- Η Μάρα Μεϊμαρίδη έχει πάρει 4 διδακτορικά...
- Αρχίδια διδακτορικά έχει πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι. - Μα το είπε και στην τηλεόραση!
- Καλά, αρχίδια τηλεόραση βλέπεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχίδια στην Κέρκυρα.

- Δεν την αντέχω άλλο, μού 'χει ζαλίσει τα κολομπόκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάρμακο. Βασικά, είναι νέας μορφής ασπιρίνη. Χρησιμοποιείται από ανθρώπους που πραγματικά τους πρήζουν τα αρχίδια.

- Μαλάκα! Τι γίνεται; Τελευταία, όλοι έχουν πέσει πάνω μου. Οι γονείς με πρήζουν για το διάβασμα, η γκόμενα γκρινιάζει γιατί δεν με βλέπει και οι φίλοι μου με βρίζουν γιατί βλέπω την γκόμενα και όχι αυτούς. Θα πάρω μια γραψαρχιδίνη, μου φαίνεται, να ησυχάσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο αρχίδι. Λόγω του ομόηχου. Ήταν και παιδικό αστείο: «Είσαι ναυαρχίδα χωρίς το ναυ-».

Κατά την διάρκεια βρις-οφ:
- Α μωρή αρχίδα!...
- Α μωρή ναυαρχίδα!...
Και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.

- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε σφαιρικό αντικείμενο μεγάλου μεγέθους, και κυρίως:

  1. Το μεγάλο κεφάλι ενός κεφάλα.

  2. Τα αρχίδια που μας τα έχει πρήξει κάποιος και μας τα έχει κάνει καρπούζια.

  3. Οι μεγάλες βυζούμπες.

Για το καρπούζι ως σλανγκικό γεγονός βλ. και δεν χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, καρπούζια στις μασχάλες, μάπα το καρπούζι.

  1. Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω πώς την είδε ο τύπος αλλά ότι μας τα έκανε καρπούζια σήμερα μας τα έκανε... (Εδώ).

  2. Τότε με πλησίασε και κούνησε τα καρπούζια της για να με καυλώσει.

(από Έλενα, 10/01/11)(από Έλενα, 10/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις, ιδίως οι μεταφορικώς πρησμένοι.

Μας τα έχουν κάνει μπαλόνια με τον Αλέν Ντελόν.

Got a better definition? Add it!

Published

Αναγραμματισμός της λέξης παπάρι.

Μια πιο «καμουφλάζ», πιο κόσμια, έκδοση. Μάγκικος τρόπος έκφρασης όταν δεν θέλει κανείς να γίνει άμεσα χυδαίος.

Την επόμενη φορά που θα γίνει τέτοια μαλακία, θα πάρετε όλοι σας το ριπαπά!

Σύγκρινε με ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό και ως πιο βρωμερό μέρος στο σώμα του άνδρα.

Πρόκειται για την περιοχή ανάμεσα στο πέος και τον πρωκτό και, ειδικά το καλοκαίρι, χρειάζεται ειδική περιποίηση με το σφουγγάρι στο μπάνιο.

Eντάξει ρε μλκ, δεν της είπα να με φιλήσει και στη συνδεσμολογία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το οσχέο, οι όρχεις. Η έκφραση προέρχεται από το σχήμα των παλαιών καπνοσακούλων, οι οποίες ήταν και συχνά δερμάτινες.

Είσαι άντρας ρε, ή τσάμπα την έχεις την καπνοσακούλα;

αλήθεια είναι, μοιάζει.... (από electron, 27/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified