Further tags

Εκτός από την γνωστή τιράντα (ενδυματολογικό), ή από κάτι τ. έλασμα (μηχανολογικό), τιράντα μάλλον σημαίνει και:

- μακροσκελής μονόλογος, κατεβατό, ή όπως θα λέγαμε στην ιντερνετική: οθονιά, σεντόνι.

Κάτι που τραβάει (σε μάκρος δηλαδή), από το γαλλ. tirade, μετοχή του tirer = τραβάω. Η ερμηνεία που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ' όλες είναι μάλλον η παρακάτω, βγαλμένη από την θεατρική ζαργκόν: «μακροσκελής ακολουθία προτάσεων ή στίχων, εκφερόμενη από έναν χαρακτήρα που δεν διακόπτεται από κάποιον συνομιλητή του» (Longue suite de phrases ou de vers débitée par un personnage sans qu'il soit interrompu par un de ses interlocuteurs).

Στα ελληνικά λεξικά που διαθέτω δεν βρήκα αυτή τη σημασία, παρόλ' αυτά η λέξη απαντάται αρκετές φορές στον Άρη Αλεξάνδρου (σε μετάφρασή του, απ' όπου και τα παραδείγματα).

Μερσώ τους Σάραντ και Κχαν που μου επεσήμαναν κάποια λαθάκια στον ορισμό κι έτσι έψαξα καλύτερα...

  1. Ο Ιβάν τελείωσε τη μακριά τιράντα του με μια παράξενη και απροσδόκητη συγκίνηση.

  2. Ο Αλιόσα σταμάτησε γιατί του κόπηκε η ανάσα. Ο Ρακίτιν, παρ' όλο τον θυμό του, κοίταξε απορημένος. Ποτέ δεν το περίμενε πως ο ήρεμος Αλιόσα θα 'βγαζε μια τέτοια τιράντα. (Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμάζοβ», μτφ. Άρη Αλεξάνδρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι λεγόμενες περικοκλάδες, οι περιστροφές. Όταν θέλουμε να πούμε κάτι δύσκολο σε κάποιον και το πάμε μέσω Λαμίας.

- Μωρό μου ξέρεις, κάπως είμαι τελευταία...
- Δηλαδή;
- Να μωρέ δε φταις εσύ, εγώ φταίω...
- Τι λες μωρή;
- Περνάω φάση τώρα τελευταία...
- Ότι;
- Θέλω λίγο να σκεφτώ...
- Άσ'τα κορδελάκια ρε Λίλιαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπούρου-μπούρου, το μπίρι-μπίρι, το λεκτικό σεξ, το καμάκι, το μπλα μπλα, όλα όσα λέγονται γύρω από το σεχ, αλλά δεν γίνονται...

Από το γερμανικό sprechen (μιλάω).

Κοίταξε μανάρα μου, ωραία όλ' αυτά, αλλά ας αφήσουμε για λίγο το σπρέχεν... Καλό, δε λέω, αλλά να μη δούμε και στην πράξη τι γίνεται;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διαδικτυακό σεντόνι, που καλύπτει τουλάστιχον μία οθόνη υπολογιστή.

Αντώνυμο: το σλανγκίζειν εστί φιλοσοφείν.

Στο σάιτ μας οθονιές (με την καλή έννοια) εκ συστήματος γράφουν οι χρήστες GATZMAN, Mes, Hank, Pirate Jenny και συχνά οι Vrastaman, Poniroskylo κ.ά.

Αντώνυμο: Dirty Talking.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός για τις συζητήσεις στην τηλεόραση, είτε τραπεζάτες είτε σε παραθύρια με παραθυρομαχίες ή απλή παραθυρομουρμούρα, οι οποίες σύμφωνα με τους χρησιμοποιούντες την έκφραση αποτελούν καθαρή αδολεσχία, δεν οδηγούν πουθενά και δεν είναι δραματικά καλύτερες από αντίστοιχες σε καφενέδες και καφρενεία.

  1. Σε κάθε σοβαρή Σοβιετία το 4% θα είχε ήδη εκπαιδεύσει το 32% και δεν θα το άφηνε να παίρνει σβάρνα τους τηλεκαφενέδες ρίχνοντας νερό στον μύλο της αντίδρασης. Πού είναι το Κόμμα; (Από το Φέισμπουκ).
  2. ΣΤΟΝ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ ΤΗΛΕΚΑΦΕΝΕ ΝΑ ΣΥΝΕΝΩΝΟΝΤΑΙ ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ-ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ ΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ. (Εδώ).
  3. Το παραπάνω συνιστά παραθυράτο σχόλιο της δημοσιογραφίας του τηλεκαφενέ και της πολιτικής ΜΕGA-προστυχιάς. (Ρεσάλτο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται εκ της λεκτικής συνουσίας των λέξεων παράθυρα και μουρμούρα. Μιλάμε για μια συνουσία χωρίς δημιουργία που οδηγεί στην πολλαπλή εκμετάλλευση του θεατή. Μιλάμε για τη διοργάνωση συζήτησης πάνω σε φλέγοντα θέματα που απασχολούν τον κόσμο (άρα προσδοκάται τηλεθέαση) από δημοσιοκάφρο, που για λόγους τηλεθέασης, έχει προσκαλέσει άτομα που με το παραμικρό παίρνουν φωτιά. Έτσι προκύπτει μια ατέλειωτη τηλεοπτική μουρμούρα μεταξύ των καλεσμένων των τηλεοπτικών παραθύρων. Κι όσο πιο πολλά είναι τα παράθυρα, τόσο πιο δυνατό γίνεται το κοκτέιλ της αναμπουμπούλας. Αυτό είναι λοιπόν το reality show που λέγεται παραθυρομουρμούρα.

Ο στόχος των προσκεκλημένων δεν είναι η αποκάλυψη της αλήθειας, η ενημέρωση του κόσμου, η καλοπροαίρετη εξέταση των απόψεων και η σύνθεση τους ώστε να δημιουργηθεί μια κοινώς αποδεκτή πρόταση που θα τυγχάνει της κοινής αποδοχής των παρισταμένων, αλλά και της αποδοχής των θεατών, αλλά το καπέλωμα των αντιθέτων μέσω τρικλοποδιών και φθηνών κόλπων εντυπωσιασμού.

Η ατέλειωτη μουρμούρα και χάβρα που επικρατεί μεταξύ των καλεσμένων στα τηλεοπτικά παράθυρα, διαθέτει διακοπές, επί διακοπών, ύβρεις τσαμπουκαλέματα, κινδυνολογίες, ψευδο-οράματα, αποτυχημένους σωτήρες, που θέλουν να ξανάρθουν για να σώσουν τον τόπο από τους νυν αποτυχημένους σωτήρες, που είχαν έρθει για να σώσουν τον τόπο απ’ αυτούς. Σωτήρες (νυν και τέως) που βουλιάζουν τον τόπο κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά. Όλοι τους ποντάρουν στη λήθη του θεατή. Τον θεωρούν χαπατο και τον ταΐζουν κόντρα παραμύθι. Του πιπιλίζουν το μυαλό κι αυτός ελπίζει. Ελπίζει κι εμπιστεύεται. Το νοητικό επίπεδο του κόσμου μπορεί να είναι περισσότερο ανεπτυγμένο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά φαίνεται πως οι λαοπλάνοι έχουν κάνει περισσότερα βήματα. Είναι απειροελάχιστες οι διαφορές των καλεσμένων, αλλά, σαν σωστοί λαοπλάνοι, τις μεγεθύνουν και ο καθένας ωραιοποιεί τη θέση του για να έχει λόγο υπάρξεως στο μέλλον. Αν βέβαια τεθεί θέμα που τους αγγίζει συλλογικά, όπως π.χ. η αύξηση των αποδοχών τους, ή το πόθεν αίσχος, τότε ισχύει η ρήση: Στη μάσα ενωμένοι στον αγώνα χωριστά.

Ο δε δημοσιοκάφρος, αντί να προσπαθεί να αμβλύνει τις αντιθέσεις ώστε να προκύψει ένα πολιτισμένος διάλογος που θα γεφυρώνει, τουναντίον με τις ενέργειες του προκαλεί και επιδιώκει τη βαβούρα και το μπάχαλο για να ανεβάσει τη θερμοκρασία και την ένταση και να εγκλωβίσει τους τηλεθεατές που έκατσαν να ενημερωθούν. Για το δημοσιοκάφρο, παρ' όλο που το κανάλι του έχει κάποια πολιτική γραμμή, το κύριο μέλημα του δεν είναι να υποστηρίξει τη γνώμη των καλεσμένων που τάσσονται πλησίον προς τη γραμμή του καναλιού, αλλά την αποτροπή του θεατή να κάνει ζάπινγκ και να πάει σε άλλη παραθυρομουρμούρα, γιατί, γι' αυτόν τα ποσοστά τηλεθέασης μετράνε. Κι αν καταφέρει να σκοράρει κόντρα στους απέναντι (απέναντι κανάλια) και το κανάλι του θα πάρει τα εύσημα κερδίζοντας κι απ’ τις διαφημίσεις που πέφτουν ανάμεσα στην «ενημέρωση». Έτσι κι αυτός εδραιώνεται καλύτερα στη θέση του. Γι' αυτό λοιπόν προκαλεί με τις ενέργειες του την παραθυρομουρμούρα, την ένταση και το χαλασμό. Κι όταν η κατάσταση, ξεφύγει, τότε προσπαθεί με στημένες κι άκομψες διαδικασίες να μαζέψει την κατάσταση που ο ίδιος δημιούργησε, τόσο με την επιλογή των ατόμων, όσο και με το δαύλισμα της φωτιάς, που έντεχνα κατά τη διάρκεια της κουβέντας μεθόδευε. Παίζει τη δική του θεατρική παράσταση, το δικό του Καραγκιόζ μπερντέ για να γοητεύσει το εγκλωβισμένο κοινό του, τους θεατές που, αντί να ενημερωθούν, γίνονται μάρτυρες σε μια ποδοσφαιροποίηση του πολιτικού λόγου. Στο τέλος αυτοί, αντί να είναι ανακουφισμένοι, αισθάνονται μπερδεμένοι και απογοητευμένοι. Ωστόσο, την άλλη μέρα θα επαναλάβουν το ίδιο λάθος. Θα κάτσουν ξανά σαν άλογα όντα να φάνε το τηλεοπτικό σανό που θα τους προσφέρουν οι λογής εισαγγελάτοι, που απ ότι φαίνεται είναι μάστορες στη δουλεία τους και δε διαθέτουν κανένα ίχνος τσίπας πάνω τους. Ο «καλύτερος» δε απ' αυτούς, καταλήγει αρχιδη(ι)μοσιοκάφρος. Αντί αυτοί να βρεθούν στο καρφί, συνεχίζουν τις μηχανορραφίες τους.

-Τι κάνεις ρε μαλάκα αποσβολωμένος μπροστά στην τηλεόραση;
-Σώπα… παρακολουθώ. Μιλάνε για το ασφαλιστικό. Σε ενδιαφέρει.
-Με ενδιαφέρει δε λέω… Αλλά αν αυτή την παραθυρομουρμούρα, τη λες ενημέρωση τότε εγώ... είμαι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύμμειγμα (αγγλιστί, portmanteau word) από το σεντόνι και - διαλέγετε και παίρνετε - την Ιλιάδα, την Αινειάδα, την Ιερεμιάδα, κάτι όχι μικρό, τέλος πάντων.

(Για τον όρο portmanteau word και την απόδοση του στα Ελληνικά δείτε εδώ κάποια σχόλια στο translatum.gr)

Σύμφωνα με το λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη, σεντόνι, πέραν του προφανούς, σημαίνει και «κείμενο εξαιρετικά εκτεταμένο (ανακοίνωση, άρθρο κτλ.) σε εφημερίδα ή σε περιοδικό». Ο συμφυρμός ενός σεντονιού, που ήδη μακρηγορεί ως μη έδει, με, ας πούμε, την Ιλιάδα των 15.000 αράδων παράγει τον όρο σεντονιάδα.

Είναι ένας χαρακτηρισμός πολύ παραστατικός και πολύ καυστικός. Το απλό σεντόνι αναφέρεται σε ένα κείμενο μεγάλο, με διάθεση ελαφρά σκωπτική. Η σεντονιάδα, όμως, είναι ένα γραπτό που δοκιμάζει την ανθρώπινη αντοχή όχι μόνο με την έκτασή του αλλά και με την κακοτεχνία, την περιττολογία και την ανιαρότητα του. Αλλά, επιπλέον, είναι και ένα γραπτό όπου αποτυπώνεται ανάγλυφα η μεγάλη ιδέα που έχει ο συγγράψας για τον εαυτό του και το πόνημά του - και αυτό το κάνει ακόμη πιο ενοχλητικό.

Οι όροι σεντόνι και σεντονιάδα προέρχονται, όπως λέει και το λεξικό, από τον χώρο του Τύπου. Ήταν σε χρήση, σίγουρα, από την δεκαετία του '70 και είναι πιθανώς πολύ παλαιότεροι. Στις εφημερίδες τους μεταχειρίζονταν (και μεταχειρίζονται) οι δημοσιογράφοι, με την γνωστή αβρότητα με την οποίαν σχολιάζουν την δουλειά των συναδέλφων, και επίσης, στάζοντας ακόμη περισσότερο δηλητήριο, οι διορθωτές και οι υλατζήδες που τρώνε λούκι για να σουλουπώσουν τα ασουλούπωτα.

Για το πώς προέκυψε η παρομοίωση με το σεντόνι (του κρεβατιού), έχω ακούσει δυο εκδοχές:

  • Το σαλόνι μιας μεγάλου σχήματος εφημερίδας απλωμένο στο φουλ πλησιάζει σε διαστάσεις το σεντόνι - λέμε τώρα. Ένα άρθρο που πιάνει όλο το σαλόνι είναι σεντόνι.
  • Σεντόνι λεγόταν το ρολό στα τηλέτυπα καθώς ξετυλιγόταν - στην προ φαξ εποχή στα τηλέτυπα ερχόνταν οι ατελείωτες ανταποκρίσεις των πρακτορείων, οι ανακοινώσεις τύπου κλπ.

Προκρίνω την πρώτη ως προγενέστερη.

Σχετική με τη δεύτερη είναι και η χρήση που αναφέρει ο στέφανος εδώ και που αναφέρεται, νομίζω, στα πάκα διάτρητου χαρτιού που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί εκτυπωτές.

Ο όρος σεντονιάδα χρησιμοποιείται πλέον εκτεταμένα και για ηλεκτρονικά κείμενα. Δυο-τρεις οθονιές μίνιμουμ, θα 'λεγα.

Όταν η σεντονιάδα είναι δική μας, είθισται να συντάσσεται με τη λέξη «συγνώμη».

  1. Φιλική συμβουλή προς όλους: Προσπαθήστε να εκφρασθείτε όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Χίλιες λέξεις δεν είναι λίγες. Στο κάτω κάτω, το μεγάλο κοινό δύσκολα διαβάζει μια σεντονιάδα. Είναι ο μόνος όρος που θέτουμε, για να υπάρξει χώρος και για άλλους αρθρογράφους. (Παραινέσεις προς επίδοξους αρθρογράφους, από την Ελευθεροτυπία, φύλλο της 21/2/2001, εδώ - το κειμενάκι έχει πλάκα).

  2. Ηθελα πάρα πολύ να ανοίξουμε το μπλογκ με μια σεντονιάδα όλων των νυχτερινών περπατημάτων ενός καυτού καλοκαιριού που μας λείπει ήδη. (Από εδώ - το μπλογκ λέγεται τα Σεντόνια της Αφροδίτης).

  3. Αγαπητέ Shadow , κατ αρχάς συγνώμη για την σεντονιάδα, δεν το έκανα για να αποκρύψω οτιδήποτε αλλά στη παρούσα φάση όπως εξελίχθηκε το τοπίκιο δεν μπορούσα ούτε να το μικρύνω ούτε να το μεγαλώσω και άλλο. (Από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τσέχος συγγραφέας Milan Kundera σλανγκιστί, κατά το Γιαλόμας και κατά την ελληνοποίηση ξενικών ονομάτων, όπως Σακεσπύρος ή Σεξοσπύρος για τον William Shakespeare. Αν η σύντροφός σου είναι Γιαλόμα, σού τα πρήζει με το «τι θα έλεγε ο Κούντερα για την σχέση μας», στο οποίο η slangically correct απάντηση είναι: «Τι να πει κι ο Κούντερας;», ή «δεν γαμιέται κι ο Κούντερας!», «ποιος τον γαμάει τον Κούντερα» κ.ο.κ. Εννοείται ότι ο Κούντερας, έχοντας γράψει την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», την «Αθανασία», την «Ταυτότητα» κ.ά. έχει καταστεί η νο2 αυθεντία στις σχέσεις με πρώτον βέβαια τον Γιαλόμα. Slangically correct απάντηση είναι και να πεις: «Ναι, μ' αρέσει πολύ η »Αναστασία«, που έγραψε ο Κούντερας! Κι η Αλικάκη με τον Κούρκουλο μια χαρά παίζανε!».

Επίσης, κούντερας είναι ο τύπος, που πάσχει από υπερκουλτουρίαση και μιλάει πομπωδώς στο στυλ «δώσε βάση στο νόημα».

  1. (Από επεισόδιο της σειράς: «Της Ελλάδος τα παιδιά»):
    -Πού πάει η σχέση μας; Τι θα έλεγε για την σχέση μας ο Κούντερα;
    -Τι να πει κι ο Κούντερας; Πάει στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα!
  2. (Από σκετσάκι, όπου ο Χάρρυ Κλυνν ως γύφτος συνομιλεί με ηθοποιό υποδυόμενη την Μαλβίνα Κάραλη):
    Μαλβίνα: Έτσι, εσύ με τα τσακίρικα μάτια, αυτό που λες εσύ το ίδιο λέει κι ο Κούντερα, το ίδιο κι ο Μπουκόφσκι!
    Γύφτος: Ποιος Κούντερας; Άμα σε μπουκόφσκι εγώ, θα πεις τον δεσπότη Παναγιώτη!

Ο Κούντερας (από Hank, 03/02/09)Με τέτοιες μαθήτριες, του γυρίζουν τα κούντερα! (από Vrastaman, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ακατάσχετα φλύαρος και, κατ' επέκταση, αερολόγος. Διακόπτει τους άλλους συνεχώς - π.χ. άσε, πού να σου λέω ή, καλά, άμα σου πω τι έπαθα ... - μονοπωλεί μονίμως την κουβέντα, λέει μόνο για να λέει και λατρεύει τον ήχο της φωνής του.

Η λέξη σχηματίζεται από το μπουρ-μπουρ (ή, μπούρου-μπούρου βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες) με δεύτερο συνθετικό το -αγάς, όπου αγάς είναι ο τοπικός διοικητής ή αφέντης την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο μπουρμπούραγας, λοιπόν, δεν είναι απλώς πολυλογάς - είναι και ο αρχηγός των πολυλογάδων και, ωσεκτουτού, απίστευτος σπασοκλαμπάνιας.

Στον επαγγελματικό στίβο, ο μπουρμπούραγας απαντάται συχνά στους χώρους των πωλήσεων και του πι-αρ όπου διακρίνεται ως biri biri maker. Αν ακολουθήσει καριέρα πανεπιστημιακή/νομική/τηλεοπτική συχνά εξελίσσεται σε ειδικό μπουρδολόγο / παπαρολόγο. Στο οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός αν έχει και άποψη για τα θέματα του νοικοκυριού - αν είναι, δηλαδή, και γυναικοθόδωρος.

Σημειωτεόν ότι ο όρος μπουρμπούραγας δέον να χρησιμοποιείται μόνον για άντρες. Μια γυναίκα μπορεί να χαρακτηρισθεί μπουρμπούρα αλλά συνηθέστερα την λέμε γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, γαλιάντρα ή κατίνα - αν και όλα αυτά έχουν κάποιες λεπτές νοηματικές διαφορές.

- Καλέ, τι πράμα είναι αυτός ο ξάδερφος σου ... πρώτος μπουρμπούραγας ... ήρθε επίσκεψη προχτές, αρμένικη βίζιτα την έκανε ... τρεις ώρες έκατσε, γλώσσα μέσα δεν έβαλε ... μπούρου-μπούρου και μπούρου-μπούρου, μας έπρηξε ... και πανάθεμα με αν θυμάμαι ένα πράμα που μας είπε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανελίστες λέγονται οι τηλεροασάνθρωποι που κοσμούν το πάνελ μιας μεσημεράδικης εκπομπής.

Η προέλευσή τους άγνωστη. Οι μισοί είναι (σχετικά) γνωστές προσωπικότητες, οι άλλοι είναι δημοσιογραφίσκοι, οι άλλοι ξεχασμένοι, οι άλλοι εντελώς ξεκάρφωτοι, που αναφέρουν ένα άγνωστο προηγούμενο στην τηλεόραση σε κάποια φάση στη ζωή τους. Τους τελευταίους ποιος τους ανακάλυπτε και από που, ανοίγει πολλά ερωτήματα.

Στην αρχή (βλ. εποχή Στεφανίδου-Λαμπίρη) οι εμφανίσεις τους ήταν σποραδικές. Πότε θα εμφανιστεί η Σακελλαρίου, πότε ο Κακλαμάνης, πότε η Σόκαλη, πότε κάποιος ιδιοκτήτης φροντιστηρίων που δε θυμάμαι πως τον λένε, χωρίς στάνταρ ρυθμό.

Πετάγονται σαν τσουτσούδες όταν μιλάει η παρουσιάστρια για να μη χάσουν την ευκαιρία να θάψουν ή να υμνήσουν κάτι που ανέφερε. Οι απόψεις τους είναι καθαρά υποκειμενικές, ενίοτε γραφικές.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι πληρώνονταν για τις εμφανίσεις τους, πράγμα που χρωματίζει το φαινόμενο.

Από το έτος 2007 μ.Χ., το ανωτέρω σύστημα αλλάζει. Πλέον οι πανελίστες είναι στάνταρ μέρος μιας εκπομπής και συντάσσονται με τους συμπαρουσιαστές, αναφερόμενοι στους τίτλους αρχής (βλ. Μηλιαρέση, Σαουλίδου). Επίσης οι μεσημεράδικες εκπομπές επεκτάθηκαν και στις πρωινές ώρες.

- Στην τηλεόραση είπαν ότι η Ντενίση τα βρήκε με το Λάκη.
- Ποιος το είπε αυτό το κουφό;
- Ξέρω 'γω; Κάποιος.
- Ποιος κάποιος ρε; Δεν ξέρεις τι έβλεπες;
- Ε, ένας πανελίστας το είπε, εκεί στη Λαμπίρη.
- Α, καλά κρασιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified