Μυθικό και υπέρτατο χτύπημα στους τσαμπουκάδες της Κρήτης. Πρόκειται για το λεγόμενο και κουτουλίδι, με το κεφάλι στο κεφάλι του αντιπάλου, το οποίο σύμφωνα με τον θρύλο έχει σταθεί σε ξυλίκια όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και ικανό να επιφέρει νοκ άουτ.

Καύκαλο ή μάλλον καυκί λέγεται το κρανίο (στην Κρήτη πιο ειδικά το πίσω μέρος του κρανίου, αλλά αυτό δεν αφορά εδώ). Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη:

καύκαλο το [káfkalo] O41 : 1. το όστρακο της χελώνας. || (επέκτ.) το κέλυφος των οστρακοδέρμων 2. (λαϊκότρ.) απογυμνωμένο κρανίο. [μσν. καύκαλον < αρχ. καῦκ(ος) `κύπελλο΄ -αλον].

Την εμβληματική της σημασία στους τσαμπουκάδες, η κεφαλιά την αντλεί από το ότι, για να έχει αποτέλεσμα ως χτύπημα, προϋποθέτει κτηνώδη δύναμη αλλά και θάρρος, θράσος και μεγάλη αυτοπεποίθηση - λόγω έκθεσης του κρανίου σε κίνδυνο - από την πλευρά του πλήττοντος.

Ειδικά στην Κρήτη και γενικά σε αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές, οι κουτουλιές ή τα κατακαυκαλίδια είναι το χαρακτηριστικό χτύπημα στις συγκρούσεις των κριαριών, συγκρούσεις που είναι χαρακτηριστικές για τη βαρβατίλα, την συντριπτικότητα των πληγμάτων και την αυτοκαταστροφική άγνοια κινδύνου των μαχητών. Αρκετές φορές το κρανίο των κριών ανοίγει και φαίνεται μυαλό, ενώ αν βρεθεί άνθρωπος ή ζώο μεταξύ κεφαλιών έχει πάει στο διάολο.

- Δε με νοιάζει ... δε με νοιάζει να σου παίξω το κατακαυκαλίδι να πάεις από κεια που 'ρθες....

(από Vrastaman, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κεφαλιά από καραφλό ποδοσφαιριστή. Συνήθως είναι πολύ δυνατότερη από την κοινή κεφαλιά.

- Πάλι κουβά σήμερα..
- Τι είχες παίξει;
- Καραφλιά του Zidane από ημίχρονο...
- Ωραίος, στ' αρχίδια μας.
- Άντε ρε γαμήσου... κάθομαι και σου μιλάω κιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.α. και 1.β.
Το φρέσκο και αρυτίδωτο πρόσωπο.

Υπάρχει ένας γκρεϊπφρουτοειδής καρπός, ο οποίος γίνεται και γλυκό του κουταλιού (βλ. μήδι + παρ.1.α.), που δείχνει σαν φουσκωμένος και χρησιμεύει σαν παράδειγμα για την αφράτη όψη μας.

Όταν δηλαδή έχουμε καλοκοιμηθεί ή καλoπεράσει γενικώς, το πρόσωπό μας δεν δείχνει τις ρυτίδες του και δεν είναι κομμένο (ορισμός 2), ίσα-ίσα είναι σαν του μωρού παιδιού λέμε τώρα.

Το λέει και εδώ: Φράπα: θηλ. Τα προγούλια και μαγουλάκια, τρυφερά και τροφαντά (δες μωρό), ροζ, μαλακά και γεμάτα υγεία, δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός κοιμάται πολύ, κοιμάται συχνά, κοιμάται ήσυχος, κοιμάται μεσημέρι.

  1. Άλλη ονομασία για τον (πραγματικό) φραπέ.

  2. Παρατσούκλι - χαριτωμενιά για τον Φρανκ Ζάπα (βτς -όχι πως ενδιαφέρει κανέναν- τον έχω γραμμένο εκεί όπου έχω τον Σαββό).

  3. Ο ορισμός της kelly εδώ μέσα στο σλανγκρ.

Νονά λημμάτου: Μες, αλλά στο αυτάκι, όχι από το ΔΠ.

1.α. Παίρνουμε 2-3 μεγάλες φράπες και τις τρίβουμε εξωτερικά να φύγει το όξινο μέρος. 2. Κόβουμε σε τετράγωνα μέτρια κομμάτια και τα ζυγίζουμε. Τα πλένουμε καλά και τα βάζουμε να βράσουν. Αλλάζουμε το νερό 2-3 φορές, στραγγίζουμε και βάζουμε σε λεκάνη με χλιαρό νερό. 3. Την επόμενη στραγγίζουμε καλά και ενώνουμε με τη ζάχαρη, βράζουμε για 5΄-10΄ και αφήνουμε στη κατσαρόλα. 4. Την επόμενη το πρωί το βράζουμε έως ότου δέσουν. Προσθέτουμε τη γλυκόζη και το λεμόνι. 5. Αφήνουμε να βράσουν 2΄-3΄ και βάζουμε σε βάζα. 6. Όταν κρυώσουν τα βάζα τα βράζουμε επί 20΄.

1.β. Άσε ρε τις πίπες που λέει, το άτομο χαλαρά την κοιμάται κανα δεκάωρο στάνταρ, δεν τον βλέπεις, φράπα είναι η μούρη του κάθε μέρα, έτσι είναι οι αϋπνίες;

1.β. Προχθές μιλούσαμε για το μπαμπιλόνι, ε να μην αφήσουμε παραπονεμένη τη φράπα. Στην Άντρο, μη βασκαθούμε, έχουμε πολλές φράπες. ( όχι μόνο στα δένδρα) Πριν χρόνια ήταν καμάρι για μια γυναίκα να τη λένε φράπα. Σήμερα μόνο όταν μας λένε: «μπράβο αδυνάτισες» χαιρόμαστε. από εδώ

  1. Δεν χτυπάς καμιά φράπα σήμερα; Βαρέθηκα τον ζεστό.

  2. Το φράπα το έχω ακούσει για τον Φράνκ Ζάπα απο φάνς του.
    Βγαίνει έτσι διότι μπερδεύονται μερικές φορές και το λένε μπερδεμένα δηλαδή Ζανκ Φράπα: «Βάλε κανα Φράπα, μας έπρηξες με τα σκυλάδικα»
    OstySan στο σχόλιο του λήμματος φράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα σαγόνια, τσαούλια ή μασέλες. Το λέμε σε κάποιον που βρίσκεται δίπλα μας, όταν θέλουμε να του δείξουμε τον θυμό μας γιατί μας παρενοχλεί την ώρα που εκτελούμε μια σημαντική εργασία που χρειάζεται συγκέντρωση. Συνήθως υψώνουμε απειλητικά το χέρι στο ύψος του προσώπου, από την ανάποδη πλευρά της παλάμης (κόκαλα).

Θα σου ρίξω μια μες τα καπάνια με τα κόκαλα και θα στα σπάσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εγκέφαλος > το κεφάλι ή το μυαλό.

Από την ιταλική λέξη cervello. Προφανώς ήρθε στην Ελλάδα από την εποχή της ενετοκρατίας. Το λένε πολύ οι Επτανήσιοι, νομίζω, αλλά έχει επικρατήσει και γενικότερα.

Η έκφραση «μού 'φυγε το τσερβέλο» σημαίνει έχασα το μυαλό μου, τρελάθηκα, ως σχήμα λόγου όμως (δηλ. εντυπωσιάστηκα πολύ, μού 'φυγε η μαγκιά, το κλαπέτο, το καφάσι, το μπρικολέτο, όλα).

Επί πλέον σημασίες, εδώ.

  1. Αρσενικό μοντέλο μ' άχυρα στο τσερβέλο
    από το «Αν ήσουν άλλος», Ημισκούμπρια feat. Ευρυδίκη

  2. Το τι τούβλα ξεστομίζει αυτό το κορίτσι δε λέγεται. Κάθε τόσο μου πετάει κάτι κουλό. Μού 'χει φύγει το τσερβέλο ρε πστ!

  3. Τοτίνα, αφού το 'χουμε που το χουμε το μπινελίκι στο τσερβέλο μας γιατί να καταπιεζόμαστε; Δηλαδή όταν λέμε αρ...δια και δεν το γράφουμε ολόκληρο, είμαστε καλύτεροι;
    (από σχόλιο του Γκατς στο στα σέα μας, στα μέα μας και στα βυζαντινά μας)

  4. από τη μια η αντηλιά
    αντίσκηνο καπέλο
    ''θε'' μου τι ζούζουνο είναι αυτό;;;
    μού''φυγε το τσερβέλο...
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα εις -ούμπα σλανγκικά ουσιαστικά, και μάλιστα από τα πιο χαρακτηριστικά. Εννοείται το στρατιωτικό κράνος.

Νομίζω ότι σε -ουμπα σλανγκίζονται αντικείμενα με τα οποία έχουμε ιδιαίτερη οικειότητα, είναι εξαρτήματά μας απαραίτητα, ή ιδιαιτέρως ποθητά, πρβλ αδειούμπα, φραπεδούμπα, κινητούμπα.

Πηγή: Κπάτακας.

Καλά, χρησιμοποιείς την κρανούμπα για να πλένεις τα ρούχα σου;

(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή σε όλους μας φαλάκρα - αεροδρόμιο, η οποία, αν βρίσκεται στο κεφάλι 40 χρονών και πάνω, έχει τα γνωστά θαμνάκια από μαλλιά γύρω γύρω για να κρύβεται η πυτιρίδα.

Αν βρίσκεται σε κεφάλι μικρό σε ηλικία, διαπιστώνεται μόνο αν το ξυρισμένο κεφάλι έχει μείνει δύο μέρες τουλάχιστον αξύριστο.

Ρε μαλάκα, 24 χρονών κοπέλα να έχει τύπο με τηγανιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όπως λέει ο άλλος ορισμός, μουστάκι είναι «η γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα». Θα προσέθετα ότι αυτό ενίοτε συμβαίνει, επειδή η γκόμενα όντως έχει μουστάκι, γιατί δεν της μίλησε κανείς για την αποτρίχωση. Αυτή η αξούριστη έντονη τριχοφυία μπορεί να συναντηθεί σε κυρα-περμαθούλες, θεούσες, ταγάρια, λεσβόγκες- αντρούτσους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Η τοιαύτη γκόμενα (ο θεός να την κάνει) μπορεί να αποκληθεί και Salvador Dali, κατ΄ αντιστοιχία προς την Φρίντα Κάλο.

  2. Μουστάκι ή κάτω μουστάκι (πρβλ. κάτω κεφάλι ) αποκαλείται και το τριχωτό της ηβικής περιοχής στους άντρες καθώς και στις γυναίκες που τυχόν δεν το έχουν ξυρίσει αλλά αφήσει ως Full Bush. Ενδιαφέρουσα έκφραση είναι και το μουστάκι του Χίτλερ που αναφέρεται στην συνήθεια γυναικών να ξυρίζουν μεν το εφηβαίο τους, αλλά να αφήνουν αξύριστη μία λεπτή κάθετη γραμμή κεντρικά πάνω από το μνι τους, θυμίζοντας τον μύστακα του στυγερού ομώνυμου δικτάτορα -μακριά από μας, ιδίως αν κάποιος τους κάνει γλειφομούνι. Το τοιούτο χιτλέριασμα είναι μάλλον παρώ, ενώ ως χαριτωμενιά είχε συνδεθεί με τα επιδειξιομανή παιδιά του σωλήνα, εξ ου και αμερικλανιστί ονομάζεται stripper stripe (αλλά και extended Hitler).

  1. - Τι κάνει ο Σάββας;
    - Αρραβωνιάστηκαν τελικά με την Αφροξυλάνθη...
    - Ποιαν; Τον μουστακαλή;
    - Τι να γίνει; Πάντα ήταν φιλότεχνος. Τώρα θα έχει Σαλβαντόρ Νταλί και Φρίντα Κάλο, δύο σε ένα!

  2. Η Λιανα ειναι αυτη που μου κανει αποτριχωση στο μουστακι (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified