Further tags

Πούφκα λέγεται η πορδή στη Μακεδονία, αλλά και η μπούρδα που ξεφεύγει απ' το έρκος των οδόντων, πιθανόν δε και το ψέμα. (εδώ).

Αμόλησι την πούφκα τ' κι νόμισι οτι δεν καταλάβνισκα.

Έχω την εντύπωση οτι πούφκα λένε και το μανιτάρι αλεποπορδή. Στη φάση της ωρίμανσής του, από την κορυφή του θαλλού εξέρχεται πρασινοκίτρινη σκόνη με τη μορφή σύννεφου -εικόνα που είναι και γαμώ τα οπτικοακουστικά μήδια για το πέρδεσθαι- εξ ου και το επιστημονικό όνομα Lycoperdon (της τάξης των λυκοπερδωδών, βεβαίως- βεβαίως).
αλεποπορδή
Σημείωση: Το παράδειγμα απηχεί μνήμες μου και επιβεβαιώθηκε από ηλικιωμένο συγγενή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουρδολογία, παπαρολογία, ουτιδανολογία. Επίσης, η υστερόβουλη παραφιλολογία για ένα ζήτημα.

Ενδεχομένως από το «παπαρολογία», με αντικατάσταση του παπαριού με μπανάνα.

  1. Από εδώ:
    σε λίγο θα αρχίσουν και οι του Ατρομήτου να ψάχνουν πότε έπαιξαν καλή μπάλα και θα αρχισούν τις μπανανολογίες ότι παίζαμε διαστημικά, εμεις και η Μαντσεστερ κ.α
  2. Από εδώ:
    Καιρός λοιπόν πια να σταματήσει η γνωστή καραμέλα με τους «εσχατολάγνους», τα «δεκανίκια» και όλη την γνωστή μπανανολογία που θυμίζει ΚΚΕ και τα γνωστά περί «ιμπεριαλιστικών, καπιταλιστικών, προτεράτων, δικτατορίες προλεταρίου», γιατί κουράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ενέργειες ενός τζέι.

Ωχ ο Δημήτρης άρχισε τα τζέικα (δλδ άρχισε τις βλακείες ή άρχισε να πουλάει μούρη ή να πουλάει λεζάντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...as in λες ρίλες.

Βγαίνει απ' την έκφραση «ψωλές απο γορίλες».

Παρόμοια με το πούτσες μπλε και παπάρια με λουλούδια.

- Πώς ήταν η ταινία ρε μαλάκα;
- Ρίλες, ρε φίλε, σκατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Ελληναριό, αγλάισμα λεξιπλασίας μίας πλειάδας λέξεων παρεμφερούς κατηγοριοποίησης (αληταριό, πουσταριό, πουταναριό, καραπουτσαριό, κτλ) περιγράφει ένα σύνολο ετερόκλητων στοιχείων, τα οποία εν προκειμένω αυτοπροσδιορίζονται ως γνήσιοι Έλληνες, πατριώτες και σωτήρες του έθνους. Η ανωτερότητα του έθνους και η αδικία που αντιμετωπίζει είναι τα βασικά σπέρματα στην ιδεολογία του Ελληναριού.

Το Ελληναριό υιοθετεί μία επιλεκτική και ψευδοεπιστημονική προσέγγιση, αποκλειστικά για θέματα εθνικού ενδιαφέροντος, με στόχο να αποδείξει την ανωτερότητα της φυλής και του έθνους. Διαβάζει βιβλία που πωλούνται σε συσκευασία ντουζίνας τηλεοπτικά σε εκπομπές που ο τηλεπατριώτης αλυχτάει και ωρύεται και μπορεί να έχει άποψη περί παντός επιστητού.

Αποφασιστική στιγμή στην εξέλιξη του Ελληναριού ήταν η δεκαετία του '80. Χαρακτηριστική στιγμή ήταν το γεύμα στο εστιατόριο νησιού ή παραθαλάσσιου θέρετρου, όπου παρατηρώντας την αλλοδαπή οικογένεια βορειοευρωπαίων που έτρωγε σαλάτα σχολίαζε την τσιγκουνιά τους, προσθέτοντας στους συμπαριστάμενους ότι «όταν αυτοί ήταν στα δέντρα, εμείς χτίζαμε Παρθενώνες ».

  1. Σχόλιο σε προσωπικό blog:
    Αθάνατο ελληναριό
    Κι εκεί που νομίζεις ότι τα έχεις ακούσει όλα, αγαπητοί αναγνώστες, προσγειώνεται με τεράστια ταχύτητα στην κεφάλα σου, κεραμίδα μεγατόνων!

  2. Σχόλιο σε ιστοσελίδα με θέμα τους Ολυμπιακούς του 2004:
    Τι δουλειά έχει το καφρο-Ελληναριό στο Ολυμπιακό Στάδιο;
    Κάναμε τελικά (παρά τις αρκετές μαλακίες, σε γενικό σύνολο) ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΟΥΣ (οργανωτικά) αγώνες και έρχονται οι «μέχρι-χτες-καμία-σχέση-με-το-άθλημα» (πού ξανάδαν στίβο οι κάφροι;;;) που πήγαν μόνο για να κάνουν «όλε» στον Κεντέρη και αμαυρώνουν την καλή συνολική εικόνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η οποία αποτελείται από δύο συνθετικά: παπαριά + βιολί.

Οι μεν παπαριές σημαίνουν τις μαλακίες που μπορεί κάποιος να λέει, και το βιολί προκύπτει από την φράση: Και αυτός το βιολί του.

Και τα δύο μαζί, συνθέτοντας την λέξη παπαροβιολιές, υποδηλώνουν ότι κάποιος, εκτός από τις μαλακίες που λέει, έχει και εμμονή με τις συγκεκριμένες έτσι ώστε να τις επαναλαμβάνει συνεχώς.

- Συνάντησα τον Σωτήρη προχθές τυχαία μετά από πολύ καιρό.
- Τι κάνει;
- Τα γνωστά. Τις ίδιες παπαροβιολίες λέει ως συνήθως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.

  2. Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.

  3. Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.

  4. Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.

  1. Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
    Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.

  2. ...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.

  3. … και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….

  4. Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…

-όλα διχτυωτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει ανούσιες και πολλές κουβέντες.

Ένας άλλος τρόπος για να πεις στον συνομιλητή σου να σταματήσει να σου μιλάει γιατί σε έπρηξε.

Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί με όσα μπούρου κρίνεται απαραίτητο από τον ομιλητή.

  1. Με άρχισε στα μπουρουμπούρου.

  2. - Μαλάκα πήγα εχτές στον δικό μας, πέτυχα το Μήτσο τον φλώρο και είχε δίπλα του έεεεενα μουνιιιιί! Αφού έπαθα πλάκα ρε σου λέω, είναι δυνατόν τέτοιο άτομο...
    - Μπουρουμπούρου...

  3. Με έβαλε κάτω και μπουρουμπουρουμπουρουμπουρουμπουρου δε σταμάταγεεεεεε!

βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες, μπίρι-μπίρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μικρό, συνήθως προσχεδιασμένο κειμενάκι, αποτελούμενο από μακροπερίοδους λόγους, που αποστηθίζεις για να το παίξεις μαγκίτης σε άλλους. Κατά βάση αυτά τα κείμενα δεν έχουν κανένα νόημα. Χρήση παρόμοια με το γουρδώνω το περπούτσι παράμοιρα.

Η παλιννόστηση της ανεπίβουλης στρουχτούρας, που εγγενώς παλινδρομεί, εξανδραποδίζοντας τις δισυπόστατες ανανεωτικές δομές, προβάλλει αναντίρρητες καταφατικές υπερβάσεις, που διαστρεβλώνουν την αταβιστική αναθεώρηση των διαπλεκόμενων επιγόνων του αναθεωρημένου εγώ.

Βλέπε και κονσέρβα, ξύλινη γλώσσα, ψυγείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόντρα παξιμάδι είναι, στην κυριολεξία, το «αντιπερικόχλιο», ενισχυτικό του περικοχλίου, βλ. παράδειγμα 1.

Στην σλανγκ είναι το παραγέμισμα μιας επιχειρηματολογίας με αποπροσανατολιστικές ή εκθαμβωτικές φλυαρίες που, φαινομενικά, την ενισχύουν, βλ. παράδειγμα 2.

Συνώνυμα: σούξου μούξου μανταλάκια, μπαρούφες κττ.

  1. Για να μην λασκάρει ένα περικόχλιο, ένας τρόπος είναι να βάζουμε και ένα δεύτερο περικόχλιο (το λεγόμενο κόντρα-παξιμάδι) που με την σύσφιγξη του ασφαλίζει την σύνδεση από πιθανή αποσύσφιξγη.
    (από το νέτι)

  2. ...και μου άρχισε τα «σ' αγαπώ», και «για σένα τό 'κανα», και σου, και μου, και κοντραπαξιμάδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified