Further tags

Δάνειο που παρέχεται ως ελάχιστη αποζημίωση στην οικογένεια αποθανόντος.

- Άντε Μητσάρα, έκανες την τύχη σου. Η πεθερά σου η μαλάκω ψόφησε, τα 'γραψε όλα στη γυναίκα σου, άρα σ' εσένα, και θα πάρεις και ψοφοδάνειο. Αμπράμοβιτς θα γίνεις!
- Ναι ρε μαλάκα, άντε και βουρ για Μπαχάμες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιφούτης, ο σπαγκοραμμένος, σκοτώνει τις ψείρες που έχει πιάσει πάνω του διότι ζει υπό άθλιες συνθήκες, και αυτό γιατί δε χαλάει σεντς ούτε για σαπούνι, μαζεύει χρήμα συνέχεια, από μισθούς και ενοίκια θέλοντας να αυξήσει τα μύρια του, για να έχει για τα γεράματα, και για να νοιώθει ασφαλής.

- Καλά αυτός δεν έχει όλο το οικοδομικό τετράγωνο; (που λέει ο λόγος)
Δεν ξέρει τι έχει ρε, και τον είδα στους κάδους να παίρνει κάτι παλιατζούρες που είχανε αφήσει απέξω, κοίτα να δεις τι γίνεται στο κόσμο μας ρε φίλε!
- Χαχα ναι ρε, είναι ο ψειροσκοτώνης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χορηγός συνήθως λέγεται ο τύπος που μπορεί να έχει γυναικεία συντροφιά μόνο αν της τα ακουμπάει χοντρά.

Κοίτα τι γκόμενα κυκλοφορεί ο χαλιαμούτρας. Μάλλον για χορηγό τον κόβω.

Πρβλ. και χορηγία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλίδα: η χλιδή, πειραγμένη με το γαμοσλανγκοτέτοιο (κατά τα βρόχα, προσβόλα, συνάντα, κ.ταλ.)

Παρομοίως, ο χλιδάτος ο φέρων χλίδα προκύπτει με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος -άτος (κατά τα γαμάτος, αρχιδάτος, γκλαμουράτος, κ.ταλ.)

Από τότε που βγήκαν οι λάσπες, η χλίδα και οι χλιδάτοι παραπέμπουν σε λούσα, πολυτέλεια και τρυφηλότητα. Πέον να σημειωθεί ότι η χλίδα είναι ομόρριζη της αγγλικάνικης gl(j)itter. Ωσεκτουτού, οι χλιδάτοι δεν μπορούν να συνευρίσκονται με τους glitterati χωρίς να διαπράττουν ετυμομιξία.

Βλ. επίσης: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος κ.ά.

1. Δείτε την χλίδα στο σπίτι του Άκη Τσοχατζόπουλου - Φωτό από διακοπές σε κότερο

2. Η χλίδα των «σεμνά και αρπαχτά» ... εκτίναξε το χρέος την «χρυσή» διετία Καραμανλή!

3. Ο πιο χλιδάτος γάμος της δεκαετίας: Ο Σουλτάνος του Μπρούνεϊ πάντρεψε την κόρη του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδέτερο, πληθυντικός. Το κόστος των εργατικών του μάστορα, κυρίως κατά την επισκευή αυτοκινήτου, αλλά και γενικότερα.

Χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό της πληρωμής του μάστορα από το κόστος των ανταλλακτικών.

Ευχαριστώ τον μπρο μου για το παράδειγμα, απ' τη ζωή κ το φόρουμ των 4Τ βγαλμένο, και υπό BEAMS εκπεφρασμένο.

- Άσε ρε μαλάκα, χτες έκανα ένα κατέβασμα από τετάρτη σε δευτέρα με το aururis και πρέπει να πήρα τις βαλβίδες στο χέρι. Ψήνομαι να του πετάξω μια δίλιτρη Carlos Sainz εντίσιον και τα μυαλά στα μπλέντερ.
- Πώς είσαι τόσο σίγουρος πως έχουν γίνει όλα μέσα κώλος, άρα πας για μηχανή και ψάχνεις από τώρα; Έχεις ιδέα πόσο πάει μια σοβαρή μεταχειρισμένη μηχανή μαζί με τα φτιαχτικά; Το τριχίλιαρο το έχεις χαλαρά. Εκτός αν μιλάμε για καμιά μηχανή μπουρδέλο, με τοποθέτηση ακόμα πιο γεια σου. Εκεί, σου βρίσκω μηχανή και με 100 ευρώ. Βρες και ένα μπρατσαρά να την πετάξει μέσα όπως πετάς τα ζάρια και έφυγες. Είναι λοιπόν κουβέντα αυτή που κάνουμε τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Φραγκόφωνο είναι το αγαπημένο μουσικό όργανο των τσιγκούνηδων (φραγκοφονιάδων), κατά το σαξόφωνο, το οποίο είναι το αγαπημένο (ως επί το πλείστον) μουσικό όργανο των ανθρώπων που ασχολούνται με την Jazz μουσική.

- Ρε συ λες να αγοράσει εισιτήριο για την συναυλία ο Λάκης;
- Πας καλά; Αφού αυτός είναι στην μπάντα και παίζει φραγκόφωνο. Τσάμπα θα μπει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι και πολύ τσιγκούνης όμως!

Φράγκα+φόνος.

Κανονικά θα σήμαινε ότι κάποιος είναι πολύ σπάταλος και «σκοτώνει», δλδ ξοδεύει τα φράγκα, αλλά έχω δύο εξηγήσεις:

Α: Το λέμε ειρωνικά
Β: Σκοτώνει τον σκοπό των χρημάτων, δλδ να τα ξοδεύσουμε.

(βλ. και φραγκοκίλερ, φραγκοκτόνος, ταλιροφονιάς)

Το λήμμα ήταν μια προσφορά στο δημόσιο πρόχειρο.

Καλά μιλάμε ο Γιάννης πολύ φραγκοφονιάς! Στα γενέθλιά του μας κέρασε γκαζόζες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aπό το φράγκα + killer. Ο τσιγκούνης. Συνώνυμα: [φραγκοφονιάς], γερο-Λαδάς.

Ο Μήτσος είναι μεγάλος φραγκοκίλερ: πήγε ραντεβού με την Καίτη και ούτε ένα καφέ δεν την κέρασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified