Further tags

Ο δίκαιος, ο μη στημένος, ο αμερόληπτος, αυτός που τηρεί ίσες αποστάσεις από τα δύο αντίπαλα μέρη, που παίζει το παιχνίδι πενήντα-πενήντα.

Κυρίως προσδιορίζει διαιτητή / διαιτησία αλλά και τον αντίστοιχο αγώνα (πρβλ. τα σπόρια). Υπάρχει και επίρρημα, πενηνταρίσια (όπως λέμε παλικαρίσια).

  1. Από εδώ:

Δεν λέω ότι έπαιξε η ομάδα μου αλλά έτσι χαλαρά όπως έπαιζε εάν ήταν πενηνταρίσιος ο διαιτητής το ματς τουλάχιστον θα έληγε Χ.

  1. Από εδώ:

Πάμε να δούμε τα αγωνιστικά και πάντα υπό την συνθήκη ότι θα δούμε ένα κανονικό παιχνίδι, σε κανονικές συνθήκες, με κανονική πενηνταρίσια διαιτησία.

  1. Από εδώ:

Επόμενος αγώνας την Κυριακή 21/02/2010 στις 19.00 με το βάζελο στην Τούμπα. Με νίκη χτυπάμε ακόμα και πρωτάθλημα. Εκεί δεν θα φανεί μόνο πόσα απίδια χωράει ο σάκος μας, αλλά και πόσα απίδια χωράει ο σάκος του ελληνικού ποδοσφαίρου. Είμαι περίεργος να δω πόσο πενηνταρίσιο παίξιμο θα έχουμε από τη διαιτησία (προβλέπω Κάκο...)

  1. Από εδώ:

Δεν θα τον ξανααναφέρω με την προϋπόθεση πως η ΚΕΔ θα ορίσει φέτος στο ΠΑΟΚ-Άρης τον μοναδικό διαιτητή που σας έχει παίξει «πενηνταρίσια» σε μεταξύ μας μάτς (όπως λέτε), τον μεσιέ Σπάθα.

Στο 0:40 και πιο μετά. (από patsis, 16/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψακί-μουνί: η γυναίκα - κοπέλα που δεν κάνει χρήση του ξυραφιού στο συγκεκριμένο σημείο ή έχει να κάνει μπάνιο από το Πάσχα. Συνήθως χρησιμοποιείται για κοπέλες πού έχουν κάνει το σεξ καθημερινότητα... και όχι με τον ίδιο άντρα!

  1. Πω ρε φίλε χτες γάμησα μία ψακομούνα, τρία προφυλακτικά έβαλα.

  2. Μέσα σε μπαρ-κλάμπ (αντροπαρέα)
    - Ρε φιλέ ωραία γκόμενα αυτή.
    - Άσε ρε μαλάκα, αυτή είναι ψακομούνα, έχει πάρει όλη την περιοχή.

βλ. και παρτόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρτάλι-μουνί: είναι η γυναίκα - κοπέλα που πλέον έχει φτάσει στο σημείο της εξαθλίωσης από το σεξ, τις καταχρήσεις, ποτά, ξενύχτια.

Επίσης παρταλομούνα θεωρείται και η γυναίκα - κοπέλα που έχει κάνει παρτούζα.

Ρε χτες γαμήσαμε με κάτι φίλους μια πολύ παρταλομούνι ρε φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάψαλο-μουνί: ο μή τυχαίος ορισμός αυτής της λέξης είναι για τις γυναίκες των [-άντα] (από 40 και πάνω μόνο). Συνήθως χρησιμοποιείται και για τα μουνόχειλα της γυνής που έχουν σχισθεί από το πέος (ή πέη) ή και από τα αμαρτωλά παιχνίδια. Επίσης χρησιμοποιείται αντί του μιλφ.

  1. Ρε φίλε γουστάρω τη μάνα της γκόμενας μου, για σαψαλομούνα κρατιέται καλά.

  2. Χτες γάμησα μια ρε φίλε, τι σαψαλομούνα που ήταν, τα μουνόχειλα ήταν πραγματικά ξεσκισμένα.

(από pargas, 13/10/11)(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκάλωμα (και όχι σκαλιά) - Μουνί: Η γυναίκα που κάνει θραύση στο πέρασμα της και όλοι την κοιτούν επίμονα. Επίσης πολύ σπάνια χρησιμοποιείται και από έναν άντρα ο οποίος είχε την τύχη να κολλήσει με την γυναίκα κατά την διάρκεια του σεξ.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες που έχουν φουσκωτό μουνί (συνήθως στην παραλία).

Καφετέρια - Ρε φίλεεεε, τι μούναρος είναι αυτός που περνάει, πω ρε φίλε πολύ σκαλομούνα!
- Ναι ρε μαλάκα, όλοι σκάλωσαν.

Παραλία
Μαλάκα δες το μουνί της γκόμενας που περνάει, φουσκωτό για φάγωμα (ή άγριο γαμήσι), μιλάμε για σκαλομούνα ρε φίλε!

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια σουηδική βότκα. Αλλά το λέμε και όταν κάποιος είναι ο number one, ο τελειοτερότερος, πολύ καλός ή πολύ κουκλί, γκόμενος ή γκόμενα (εξαρτάται απ' το φύλο).

Και υπάρχει και το επίρρημα αμπζοφακινλούτλυ, που θα πει σίγουρα, οπωσδήποτε, δε σηκώνω αντιρήσεις φίλε! Το 'πε ο Παπακαλιάτης σε μια σειρά και μετά έμεινε.

  1. - Είδες το νέο γκόμενο της Μαρίας*;
    - Ναι.
    - Μιλάμε είχαμε πάει για μπάνιο, και έχει τον άμπζολουτ κώλο!!!!
    - Έχει όμως και ωραία γκριζογαλάζια μάτια.
    - Αλλά κυρίως άμπζολουτ κώλο!!
    - Λολ φιλενάδα.....
  • φανταστικό όνομα.
  1. - Θα έρθεις το βράδυ στο Άνιμαλ**;
    - Αμπζοφακινλούτλυ!!!!!
    - Έτσι μπράβο!

** Η συζήτηση ήταν τον Σεπτέμβριο.

(από Mr. Cadmus, 22/01/12)Αψολούτ φιάλη (από Vrastaman, 22/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρός. Αστρίμωχτος, δεν πιέζεται από πουθενά. Ζει με μεγάλα περιθώρια, χωράει εκεί που οι άλλοι ζορίζονται. Γενικώς δεν αγχώνεται για το πόσο τον παίρνει, γιατί έχει αβάντα για πολλά ανοίγματα, χαλαρουίτα. Δεν ανησυχεί γιατί δε χρειάζεται, ζει ξέγνοιαστος χωρίς προβλήματα, τα 'χει όλα για πλάκα κι άκοπα, άπλα. Στην τελική στ' αρχίδια του γενικώς, γιατί ξέρει ότι ο κόσμος είναι δικός του, λέμε τώρα. Είναι κουλ και έτσι κουλαριστός κινείται αβίαστα. Είναι λαρτζ, είναι γαμάουα, είναι χομπίστας. (Π1)

Άνετη μπορεί να είναι μια νίκη, μία επικράτηση, ένα οτιδήποτε μπορεί να συμβεί με χαλαρότητα (άνετα) ή με στρίμωγμα (ζόρικα). (Π2)

Ο καθένας θέλει να είναι άνετος, σο αρκετοί προσπαθούν να το παίξουν, χωρίς να πείθουν πάντα. (Π3)

Ο άνετος χαρακτηρίζεται προφ από ανετιά ή και ανετίλα, όπως το δει κανείς.

Π1 - Εδώ: Έκλεψε και είναι ελεύθερος και άνετος. Δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν γιατί πέρασε το αυτόφωρο αν και εξιχνιάστηκαν, ύστερα από εκτεταμένες έρευνες της Ομάδας Δημόσιας Ασφάλειας του Τμήματος Ασφάλειας Δράμας δεκατέσσερις (14) περιπτώσεις διακεκριμένων κλοπών, για τις οποίες σχηματίσθηκε δικογραφία σε βάρος 44χρονου.

Π2 - Εδώ: Μία αγωνιστική πριν από τη λήξη του α' γύρου και η ΑΕΚ εξασφάλισε την πρωτιά με την άνετη νίκη της επί των Μακεδόνων Αξιού με 3-0 σετ (25-13, 25-14, 25-13)

Π3 - Εδώ: Γιώργος Νταλάρας: Το παίζει άνετος στις δηλώσεις του για τα γιαούρτια και τ' αβγά: Ήρεμος και απτόητος εμφανίζεται ο Γιώργος Νταλάρας μετά τις πρόσφατες αποδοκιμασίες σε συναυλίες του στη Νίκαια και στο Ίλιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκούνης, αυτός που δεν δίνει τα λεφτά του.

Σίγα μην μας κερνούσε κιόλας ο γερολαδάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκιτζής.

Ο οδοντίατρος ήταν αλμπάνης και το σφράγισμα έφυγε σε 2 μέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Low (λόου) στα αγγλικά σημαίνει «χαμηλός». Υπάρχουν τυποποιημένοι συνδυασμοί του με ουσιαστικά - μερικοί από τους πιο γνωστούς είναι οι «low profile» (=«χαμηλού προφίλ»), «low budget» (=«χαμηλού προϋπολογισμού») κλπ.

Στα ελληνικά, μόνο του, χωρίς προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, λέγεται στα διαδικτυακά παιχνίδια σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Σημαίνει χοντρικά «κακός παίκτης», «ανάξιος λόγου αντίπαλος» κλπ. Συνήθως εννοείται low skill/level, δηλαδή χαμηλών ικανοτήτων/επιπέδου.

Από 'κει και πέρα χαρακτηρίζει και τη συναφή συμπεριφορά: κλαψομούνικη, δουλική ή θρασύδειλη.

  1. Από εδώ (για το παιχνίδι Defense of the Ancients - DotA):

- εγώ λέω να πάμε καμιά dota...
- αφου εισαι λόου ρε τσιπικαο
- χαχαχα, 1β1 να σε δω
- απο κει να καταλαβεις τι ιδεας εισαι : )

  1. Από εδώ (για το παιχνίδι Call of Duty - CoD):

de mporw na katalabw me th kritiria bazete to low/med/high ; otan les sto pub tha gineis high,otan pezeis aca/pre/invite ti eisai uber high / parauber high / very uber high . sto pub eisai lowadi TELOS!ama thes ekseliksei bres mia stable team genika psitheite 1-2 xronia sta games k meta ksanasuzhtame

  1. Από εδώ (πάλι για CoD):

Ama eixate to paramikro varos sta paidika sas arxidia 8a to paradexosastan toulaxiston, alla an to paradex8eite 8a sas paroun prefa oti eiste LOW- kai meta 8a trexei to dakry averta. oust.

  1. Από εδώ (για το παιχνίδι Counter Strike - CS):

ps: eisai perifanos profanws pou me @@ allwn perases 4ada. gg k hf sta play off lowbob.(dn to lew apo apopshs skill, alla xarakthra. An k twra pou to skeftomai low ingame 8a eisai, xaneis 12-3 k prepei na sto dwsoune na peraseis.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified