(κρητική διάλεκτος)
Χθες αργά το βράδυ.
Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους.
(κρητική διάλεκτος)
Χθες αργά το βράδυ.
Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.
Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).
Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα
Got a better definition? Add it!
Μερικές ακόμα μόρτικες κι αλανιάρικες εκφράσεις για τα γνωστά χρονικά επιρρήματα χθες, προχθές κλπ.
Got a better definition? Add it!
Κλασική ατάκα από την ανεπανάληπτη ταινία Αλοίμονο στους νέους με τον Δ. Χορν που έγινε έκφραση. Χρησιμοποιείται από μεσόκοπους ή ώριμους άνδρες όταν αναφέρονται σε σεξουαλικές περιπτύξεις τους με πιπίνι(α).
Στο καφενείο:
- Ρε Θανάση κοίτα αυτό το μικρό που περνάει. Α ρε και να το 'βαζα κάτω.
- Και τι θα του έκανες ρε μάυρε, αφού δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου.
- Μωρε ας μου καθότανε και χράτσα - χρούτσα θα το κανόνιζα.
- Σιγά ρε μη σπάσεις καμιά μασέλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίρρημα συγγενές του ρήματος χλατσώνω. Έχει μια ποικιλία σημασιών, που μπορεί να προέρχονται από την μπασκετική σημασία του χλατσώνω, ήτοι «βάζω καλάθι χωρίς η μπάλα να ακουμπήσει στεφάνι, παρά μόνο διχτάκι», αλλά μπορεί απλώς να προέρχονται από τον ήχο χλατς, τον οποίο με λίγη φαντασία ακούμε σε πληθώρα περιστάσεων, λ.χ. κατά την σεξουαλική διείσδυση, όταν χτυπάνε διάφορα μπλιμπλίκια στον υπολογιστήρα, και αλλού.
Παρά την ποικιλία και απροσδιοριστία των χρήσεών του, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις σημασίες του επίρρηματος χλατσωτά στο απολαυστικά, και εδώ η μπασκετική, όσο και η σεξουαλική σημασία του είναι σχετικές. Όπως ένα χλατσωτό καλάθι το απολαμβάνουμε εμείς και τσούζει τους αντιπάλους, έτσι το χλατσωτά δηλώνει μια ενέργεια που γίνεται χωρίς προσκόμματα, εμπόδια για τον δρώντα, αλλά με άνεση, ενώ μπορεί και να επιφέρει τσούξιμο σε παθόντα. Συναφώς μπορεί να σημαίνει «χωρίς δισταγμό».
Πάσα (Δ.Π.): Mr Cadmus.
Got a better definition? Add it!
Χρονικό επίρρημα που, σε δεδομένη σλανγκ χρήση, σημαίνει το εντελώς τελείως αντίθετό του και συντάσσεται με ενεστώτα. Σημαίνει δηλαδή ότι καθυστερήσαμε / καθυστερούμε / απαράδεκτα ή παραλείψαμε αδικαιολόγητα να διεκπεραιώσουμε κάτι το οποίο έπρεπε ήδη να έχει γίνει προ πολλού.
Τίθεται δε συχνά και ως ερώτημα -ειρωνικά ή κωμικά διατυπωμένο- και τότε χρειάζεται μορφασμό από τον ερωτώντα σα να παίζει σε αμερικανικό κωμικό σήριαλ με ηχογαφημένα γέλια.
Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει την ακριβώς χθεσινή μέρα. Ίσα-ίσα, αναφέρεται στο απώτερο παρελθόν.
Βλ. και προχθεσμία, καθώς και το σχετικοάσχετο εχθεσήμερα.
(ο πελάτης με αγωνία στον μάστορα)
- Αυτό γίνεται να το έχουμε έτοιμο το συντομότερο δυνατό;
(ο μάστορας με απαξιωτικό ύφος, χαλαρά ακουμπισμένος στον τοίχο)
- Τι εννοείτε: «το συντομότερο»;
(ο πελάτης εν απογνώσει)
- Χθες;;;
- Πότε παντρεύονται ο Σάκης και η Στέλλα;
- Χθες.
Got a better definition? Add it!
Το υποκοριστικό του χαλαρά. Πιο περιπαικτικά γίνεται χαλαρουίτα.
Κατά το τζαμπουί, μπαγκουί, τουί.
Σημείωση:
Στο 5ο παράδειγμα, που είναι απόσπασμα από βλόγιον άκτορος τινός, φαίνεται οτι υπάρχει κάποια τάση να χρησιμοποιείται η κατάληξη -ουί για παραγωγή εύχρηστων επιθέτων, επιρρημάτων κλπ. Δεν βρέθηκαν προς το παρόν άλλα παραδείγματα.
Got a better definition? Add it!
Μονολεκτικά, γενικό καταφατικό, ένα πολύ κουλ ναι.
Με διαφορά, άνετα.
Γενικός επιρρηματικός προσδιορισμός (τόπου, χρόνου, τρόπου κλπ), που προσδίδει καταφατική, θετική, υπερθετική και κουλ έννοια στο ρήμα. Πχ. ως τοπικός προσδιορισμός μπορεί να σημαίνει εδώ, ως χρονικός σε εύθετο χρόνο, ως τροπικός να υποδηλώνει ωραίο ή κατάλληλο τρόπο, κοκ.
Συνώνυμο του στάνταρ.
Προφορά: Όταν είναι μέσα σε πρόταση τονίζεται έναντι των άλλων λέξεων. Όταν είναι μονολεκτικό προφέρεται χαλαρά.
Απαντά στη Βόρειο Ελλάδα, τόσο από ντόπιους όσο κι από φοιτητές.
- Σ' αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα;
- Χαλαρά!
- Αυτό είναι χαλαρά το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει!
- Με τέτοια χλεχλέδικια προφορά είναι χαλαρά χαμουτζής.
- Πώς σας φαίνεται αυτό το μαγαζί; Λέω να κάτσουμε χαλαρά για έναν καφέ.
(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει ταυτόχρονα τις έννοιες «να κάτσουμε οπωσδήποτε για καφέ», «να κάτσουμε εδώ για καφέ», «να μην το ψάξουμε άλλο», «να χαλαρώσουμε πίνοντας καφέ» και φυσικά «είμαστε πολύ κουλ άτομα»).
Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!
Ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη, αχταρμάς. Και οι δύο λέξεις είναι αρχαία επιρρήματα που έχουν την κατάληξη –δην, την οποία συναντούμε και σε πολύ γνωστά επιρρήματα.
Το φύρδην παράγεται από το ρήμα φύρω, συμφύρω πιο συχνά, που σημαίνει ανακατεύω. Το μίγδην παράγεται από το ρήμα «μείγνυμι», δηλ. ανακατεύω. Πρόκειται για λέξεις συνώνυμες και όταν χρησιμοποιούνται μαζί σημαίνουν πολύ ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη: π.χ. Είναι όλα φύρδην μίγδην, καρέκλες, βιβλία, βάζα, πιάτα, τρόφιμα.
- Ρε, τι θα γίνει τελικά με την ασφάλισή σου, μίλησες με τον εργοδότη σου;
- Μίλησα, αλλά δεν βγάζεις άκρη, φύργδην μίγδην, άρτσι μπούρτσι και λουλάς. Άλλα του λέω, άλλα μου απαντάει. Γάμησέ τα...
Got a better definition? Add it!
Προφανώς, εκ του αγγλικού «free».
Ως επίρρημα, χρησιμοποιείται με τις ακόλουθες έννοιες:
Ως επίθετο, περιγράφει τον χαβαλέ και τον σταρχιδιστή.
Και μπαίνει μέσα φρι και αρχίζει να κατεβάζει χριστοπαναγίες χωρίς κανένα λόγο.
Πέρασε φρι τον δρόμο, και - όπως ήταν φυσικό - παραλίγο να τον χτυπήσει ένα αμάξι.
Περνάω πολύ φρι τον τελευταίο καιρό - έχει τελειώσει η εξεταστική και είμαι στην ξάπλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified