Αυτός που κάνει αργά μια δουλειά, ο χασομέρης, στην ποικιλία της Σαλαμίνας.
Είναι ντιπ άχρηστος και κωλογιούρης.
Αυτός που κάνει αργά μια δουλειά, ο χασομέρης, στην ποικιλία της Σαλαμίνας.
Είναι ντιπ άχρηστος και κωλογιούρης.
Got a better definition? Add it!
Ομοφοβικός μειωτικός χαρακτηρισμός για ανοικτά ομοφυλόφυλους υπερήρωες. Είναι ο εναλλακτικός Μπάτμαν που έχει ιδιαίτερες διαδράσεις με τον Ρόμπιν.
Τι Μπάτμαν της Αριστεράς δήλωσε ότι είναι στους Πρωκταγωνιστές; Να έλεγε buttman να το καταλάβω.(ΦΒ)
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει χέζω. Από την πούλη (=πρωκτός < bul =πίσω, πισινός στη ρομανί) και το πύργος. Εννοείται δηλαδή ότι με τον κώλο μου στρώνω έναν πύργο από σκατά. Μάλλον διατηρεί και τις μεταφορικές σημασίες του χέζω.
ΠΡΟΣ κον [...] κοινώς Πισωκέντη ή πισωγλέντη ή θηλυδρία, στα περί Ομοσπ., απ' ό,τι γνωρίζω, ο κουβάτσος άμα ακούει περί ομοσπ. βγάζει σπυράκια και αλλεργικά εξανθήματα. Μίλησε μαζί του και θα το διαπιστώσεις και εσύ ο ίδιος, αν τολμάς φυσικά, ευρίσκεται συνήθως σε γνωστό στέκι. Αλλά σε προειδοποιώ για το καλό σου να είσαι καλά προετοιμασμένος, γιατί έχει αγκάθια. Με λίγα λόγια, πουλοπυργώνει σουάντες, για τους πουλοβιδωμένους στην υπόγα της σέκτας Ομοσπονδίτσας, που άλλη δουλειά δεν έχουν και πλεγιάρουν– νταπ, ξεβράκωτοι (τους πήρε μάτι κάποια πονηροντόγκα απ έξω). Σεμνά και ταπεινά, διεμβολέας. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.
Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.
Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που το ότι συχνάζει σε κωλόμπαρα έχει καταστεί ένα σημαντικό μέρος της ζωής του. Ο κωλομπαρόβιος ψάχνει στα κωλόμπαρα σεχ, έστω υπό τη μορφή φραπέ ή χουρού, ή και ως φουλ μπριζόλα (στην καυλύτερη περίπτωση), ψάχνει όμως και γυναικεία συντροφικότητα υπό τη μορφή πουτού. Αυτοί που είναι πραγματικά κωλομπαρόβιοι (εκτός αν έχουμε να κάνουμε με γεροντόπαιδα με χαμηλή αυτοεκτίμηση) συνήθως είναι μεγαλύτερης ηλικίας αντάρηδες θαμώνες ζαχοπουλάδικων που λόγω μοναξιάς ή αποξένωσης στη συζυγική ζωή ξεβράζονται στο vivere periκωλομπαροsamente.
Got a better definition? Add it!
Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.
Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.
Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι ονειροπόλος, βασικά επειδή σκέφτεται, αναπολεί ή θεάται ωραίους κώλους. Εναλλακτικώς, ο ίδιος ο κώλος ονείρωξη, ο κώλος αναφοράς, ή ο εύκωλος που τον φέρει.
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη σύνθετη εκ του τουρλώνω και του λιγούρα. Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) σημαίνει τον πρωκτό, ενώ τουρλολιγούρης είναι ο κολομπαράς.
Την πούλη, την τουρλολιγούρα μου, παντάπασι τη φιστικώνει και θα μου κατεβεί μουνόπασχα προώρως! (Μπουντουσουμού).
Βρίσκω πάντως στο Διαδίκτυο κι ένα παράδειγμα που δηλώνει μάλλον κατάσταση ή ψυχική διάθεση, χωρίς να είμαι σίγουρος για το τι εννοείται, μάλλον κάτι ή σαν κατάσταση κώλος, ή σαν διάθεση πρεμούρας, όπως όταν σε πιάνει λιγούρα για τουρλοκώλη/α, ή αντιστρόφως μια κωλοκαψίδα, αλλά σε ένα πιο μεταφορικό επίπεδο.
Got a better definition? Add it!
Η κωλότρυπα, η σούφρα, ο πρωκτός.
Πέον να σημειωθεί ότι η σκέτη κωλοτρυπίδα έχει μηδαμινό σλανγκικό ενδιαφέρον:
- Βάζει τη γκόμενά του να τον τσιμπουκώσει και της ξεσκίζει την κωλοτρυπίδα (εδώ).
Δηλαδή, χελόου!
Σκέτη βανίλια, εκτός κι εάν έχετε για ίνδαλμα τον goatse.
Εξελισσόμενη όμως, η κωλοτρυπίς αποκτά πολλά κιλά σλανγκενέργειας. Μερικά τυχαία παραδείγματα, όλα από το σάη:
- Οι απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, ο καθένας έχει από μία!
- Τι να σου πω ρε 'συ; Τίποτα δεν θυμάμαι από χτες το βράδυ. Κατά τις 2 είχα γίνει κωλοτρυπίδι. Πως κατέληξα γυμνός στο ψαροκάικο και να με παίρνει το ρεύμα στα ανοιχτά, ούτε που ξέρω..
Αφορμή για επίσκεψη στην τουαλέτα
Σε επίσημο δείπνο:
- Κύριοι, θα με συγχωρέσετε για λίγα λεπτά, αλλά πρέπει να φρεσκάρω την κωλοτρυπίδα μου.
- Μωρ' δεν γαμιέσαι ν' ασπρίσεις; Μήπως έχει αυτό το νόημα η λεύκανση πρωκτού;
- Απορώ πώς μένεις σε τέτοια κωλοτρυπίδα!
Got a better definition? Add it!
Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.
Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.
Got a better definition? Add it!