Further tags

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.

  1. -Κοίτα πόσο ανοιχτή είναι η σκατότρυπά της φίλε...κοίτα... Μας χωράει και τους δύο...
    - Όχι...μη!!! Σας παρακαλώ νιώθω ήδη ξεσκισμένη...!, παρακάλεσα. (Από ερωτική ιστορία στο Φλοκ τζι αρ).
  2. Η Φωφώ μη έχοντας τι άλλο να κάνει άρχισε να γλείφει τη σκατότρυπα της Σοφίας, που είχε κολλήσει πάνω στα χείλια της.
  3. Ε? Ε? μέχρι και την σκατότρυπά μου σου αρέσει να καθαρίζεις βρωμοπουστράκι μου! Λατρεμένο σιχαμένο κωλογλειφτράκι μου?» (Από το Μπουντουσουμού).

Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.

  1. Αλβανια- μια σκατότρυπα στα βαλκάνια. (Εδώ).
  2. Μια σκατότρυπα είναι η Αθήνα, όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται να επιβιώσουν, με τα νεύρα τους μονίμως σπασμένα. (Εδώ).
  3. Αξίζει κανένας από εμάς τους υπόλοιπους να παλεύει σε αυτή την άθλια χώρα; Καλύτερα να φεύγουμε από την σκατότρυπα όσο είναι ακόμα καιρὀς (Εδώ).
  4. ΤΟ ΣΑΙΤ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΣΚΑΤΟΤΡΥΠΑ ΓΕΜΑΤΗ ΤΡΟΛΛ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΑΤΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ? ΕΛΕΟΣ! (Εδώ).
  5. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίζεις λεφτά και μια σκατότρυπα για να μεγαλώσεις τα βρωμοπαιδά σου. (Εδώ).

Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.

  1. Είμαι πραγματικά περίεργος σε ποια σκατοτρυπα θα κρυβόταν ο Πάγκαλος αν κάποιος απ τους συγγενείς των νεκρών του ζητούσε αποδείξεις. (Από Τουίτερ).
  2. Μαλακάκο δεξιούλη πατριωτάκο πίσω στη σκατότρυπά σου, παίξε και καμιά μαλακία και άσε μας εμάς να κάνουμε ό,τι μας καυλώσει.. (Τρομπαχτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλοβλαμμένος μικροαστός, ο μικροαστούλης, η κατάληξη -ακιας εν προκειμένω μάλλον θίγει ότι ο εν λόγω έχει συμπεριφορές ή νοοτροπίες ή λέει ατάκες που τις συνηθίζουν οι μικροαστοί. Ενώ το μικροαστός δηλαδή δηλώνει βασικά ότι κάποιος ανήκει πολιτικοκοινωνικά σε μια ορισμένη τάξη, το μικροαστάκιας δηλώνει περισσότερο συμπεριφορά/ νοοτροπία/ τρόπο εκφραστικής που μπορεί να έχει και κάποιος ανήκων σε άλλη τάξη. Η λέξη είναι παλιά, την βρίσκω στον Στρατή Τσίρκα, ενώ φέρεται να την έχει χρησιμοποιήσει και ο Νίκος Ζαχαριάδης.

  1. Τ'Ανθρωπάκι δούλευε διαφορετικά. Να η γραμμή, ιδού το φως. Το υλικό, δηλαδή τα γεγονότα και οι άνθρωποι, με τ' απρόοπτα και τις ιδιομορφίες τους, έπρεπε να πάρουν αυτό το δρόμο. Αν αντιστέκονταν, τα τσαλαπατούσε και τα παραμέριζε. Όσοι γυρεύανε να πεισθούν ή εκφράζανε δισταγμό ήταν μικροαστάκηδες, ύποπτοι. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962, σ. 235).
  2. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος «αντικαπιταλιστική πάλη» χρησιμοποιήθηκε από ευρωκομμουνιστές, νεοαριστερούς, και κάτι «μικροαστάκηδες και διανοουμενάκηδες», κατά την έκφραση του Ν. Ζαχαριάδη - τους ταιριάζει γάντι ο όρος «αντικαπιταλιστική», γιατί το «αντιιμπεριαλιστική» παραπέμπει ευθέως στον Λένιν και στην επανάσταση, στην ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό, την εξάρτηση, τον αδύνατο κρίκο, το κόμμα νέου τύπου, την ανισόμετρη ανάπτυξη, τον ΚΜΚ κ.ά. (Ρίζος).
  3. Τώρα τελευταία έχω ένα χοντρό πρόβλημα. Όταν αράζω στο καφενείο και κοπροτεμπελιάζω κοιτώντας σε ένα δυό σημεία για ξεκούραση, στραμπουλάω το δεξί μου αρχίδι και βαριέμαι να κατεβάσω και να αλλάξω σταβροπόδι. Σιγά μην γίνω και εγώ σαν όλους τους μικροαστάκηδες με μηχανή, αμάξι, δάνειο από τράπεζα να έχω κάποια δουλειά, κάποιο σπίτι να αράζω όσο θέλω και όπως θέλω και να πάνε όλοι οι μικροαστάκηδες να γαμιούναι. Και επειδή είμαι και ψαγμένος ταξικά, εγώ όλους αυτούς τους μικροαστάκηδες τους αποκαλώ υβριστικά προκομένους και θύματα του καπιταλισμού. Εγώ είμαι ένας ταξικός αρχιτεμπέλαρος και δεν μασάω με τίποτα.... αλλά ευτυχώς που υπάρχουν άλλοι στην οικογένεια και τα κάνουν άλα αυτά με υπερηφάνεια. Ανατροπέας Αρχιτεμπέλαρος (Ίντυ).
  4. Χαμίνι της Εκάλης, μικροαστάκιας, μεσοαστούλης, αλλοτριωμένος, εξουσιαζόμενος κτλ... (ΡΟΧΑΛΕΣ ΣΕ ΚΑΘΕ "ΕΝΤΕΧΝΗ" ΚΑΡΑΚΙΤΣΑΤΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ.).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπολογικό όνομα που δηλώνει τον μαλάκα, συνώνυμο του μαλακαντρέας. Πιθανολογώ ότι ο λόγος που επελέγησαν τα ονόματα Αντώνης και Αντρέας και όχι κάποια άλλα σχετίζεται με τους πολιτικούς Αντώνη Σαμαρά και Ανδρέα Παπανδρέου αντιστοίχως με το ότι αρχίζουν από άλφα και είναι τρισύλλαβα. Για τη σλανγκικότητα εξάλλου του ονόματος Αντώνης, βλέπε τα βουβαντώνης, τρελαντώνης, αλλά και το αντώνης. Καίτη, λοιπόν, η μεγάλη πλειοψηφία των αποτελεσμάτων στον γούγλη αναφέρεται στον πρώην πρωθύ Αντώνη Σαμαρά, το τυπολογικό όνομα προϋπήρχε.

  1. Οι καραγκιόζηδες και οι μαλακαντώνηδες νόμιζαν ότι πουλώντας τρέλα θα έκρυβαν την αδυναμία βιωσιμότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Και ναι. Οι νέοι με ικανότητες δεν θα μείνουν στο τριτοκοσμικό κωλοχανείο για να ψήνουν τυρόπιτες και να φτιάχνουν καφέδες. (Κάπιταλ).
  2. Το βέβαιο είναι ότι δεν κινδυνεύει από μαλακαντώνηδες και μαλακαδώνηδες. (Τοίχο-τοίχο: Αυτή η κυβέρνηση έχει κερδίσει τον σεβασμό μου).
  3. Τὸ ὅτι ὁ Σαμαρᾶς εἶναι Μαλακαντώνης καὶ ὄχι Τρελλαντώνης ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἐφορτώθη βλακωδῶς αὐτὰ τὰ φυράματα τὰ ὁποῖα βεβαίως εὐκαιρίας δοθείσης θὰ προδώσουν καὶ αὐτόν. (Ἐδῶ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των κιμπάρης και πουρό (βλ. λήμματα για ετυμολογία). Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τη σημασία μερακλήςμερακλής), αλλά φαντάζομαι μπορεί να έχει όλες τις σημασίες του κιμπάρης που δίνει το Πονηρόσκυλο, κι εφόσον μιλάμε για κάποιον πουρό, πρόκειται για έναν ηλικιωμένο κιμπάρη, ο οποίος ενδέχεται να σκάει τα λεφτά του μάλλον με διάθεση χορηγού τ. suggar daddy ή πουστοπατέρα- ζάχαρη, σε τεκνά και τεκνίτσες μικρότερης οικονομικής δύναμης. Ο επίμονος κιμπαροπουρός συχνά ανταμείβεται για την επιμονή του.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλύσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).
Μετάφραση κατά προσέγγιση: Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον;) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπακαλιάρος στην Κρήτη, προφ ο παστός, τι παστός, δηλαδή, αλίπαστος και βάλε! Γιατί ήταν κάποτε το φτηνό διαθέσιμο ψάρι, ειδικά στην σχετικώς μακρινή από τη θάλασσα ενδοχώρα.

Ηταν "πιστός φίλος" των Πορτογάλων, "ψάρι του βουνού" το έλεγαν οι Ισπανοί, "Φτωχογιάννη" οι Κρητικοί, άλλαξε το διατροφικό χάρτη της Ευρώπης. Στα παραθαλάσσια μέρη είναι εύκολο να βρεθεί ψάρι, στα ενδότερα όμως ο παστός μπακαλιάρος δίνει τη λύση, φτηνή και νόστιμη». πηγή

Η τιμή του παστού μπακαλιάρου φαίνεται πως ήταν προσιτή. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει πως στο χρηματιστήριο της αγοράς τροφίμων ένα κιλό μπακαλιάρος πήγαινε ένα κιλό λάδι όσο θυμόταν! Προχθές που τον αγόρασα 11 ευρώ είχε το κιλό. Το λάδι φέτος ίσα που ξεπερνά τα 2 ευρώ! Αχ γιαγιά που είσαι να δεις πως έγινε είδος πολυτελείας ο φτωχογιάννης! πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλυκοκοίταγμα που δείχνει ότι το υποκείμενο βρίσκεται σε έγκαυλο διάθεση και προτρέπει για πέρασμα σε περαιτέρω, ή οι ματιές που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια του σεξ. Τη λέξη τη βρίσκω εδώ που τα λέμε μόνο σε μπουρδελοσάη και σημαίνει κυρίως ένα πράγμα: Το βλέμμα που ρίχνει μια πιπατζού κατά τη διάρκεια της πεολειχίας. Those eyes!, που λένε και οι αγγλικάνοι.

  1. Στο κρεβατι το μονο που βρηκα ελλειματικο ηταν η σχετικη αφωνια στο σεξ αλλα με ωραιους φυσικους μορφασμους και καυλοκοιταγματα.
  2. Καυλοκοιτάγματα στα μάτια ενώ σε μια προσπάθεια της να τον καταπιεί όλο, κατάπια εγώ την τσίχλα που μάσαγα.
  3. Καπότα και μετα τρελλη πίπα με καυλοκοιταγμα στα ματια !!!! μιλαμε φοβερη πιπα!!!!!με παθος!!!και στοργη!! (Όλα από μπουρδελοσάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπολογικό όνομα για αυτόν που βουβαίνεται και δεν μιλάει καθόλου, αλλά περιμένει να μιλήσουν οι άλλοι, και ίσως και να υπεκφεύγει της ευθύνης του, για τον βουβαντώνη. Άλλα τυπολογικά με το δημοφιλές θόδωρος/-α: γυναικοθόδωρος, μουνοθόδωρος, παστρικοθοδώρα.

Πάσα: Σούλτω.

  1. Ο δικηγόρος της ΑΕΚ είπε σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Άρη Ασβεστά στο SDNA: «Πού είναι οι ποδοσφαιρικοί εισαγγελείς, ο κ. Πετρόπουλος και ο κ. Καρράς; Γιατί δεν άσκησαν πειθαρχική δίωξη στον Περέιρα και στον Κασάμι; Παρά άσκησαν στον Μελισσανίδη για μια δήλωση, την ώρα που έχει κριθεί από το δικαστήριό σας ότι ο Μελισσανίδης δεν έχει μετοχική σχέση με την ΑΕΚ. Η κίνηση αυτή δείχνει εμπάθεια, απρέπεια και παράβαση καθήκοντος. Αλλά όταν δεν μας συμφέρει, βασιλιάς εδώ στο Γουδή είναι ο «μουγγοθόδωρος»! (Εδώ).
  2. -πεθανε ο μουγγοθοδωρος -ελα ρε απο τι? -απο μοναξιες ειπαν οι γιατροι -απο μοναξιες? -ναι ρε,δεν μιλουσε σε ανθρωπο. (Αστειάτορας στο Τουίτερ).
  3. Κάνεις σενάρια, τα βάζεις με τον εαυτό σου, προσπαθείς να μπεις σε μία διαδικασία αυτογνωσίας κι ο άλλος σωστός Μουγγοθόδωρος. (Pillow Fights).
  4. Ο Κώστας «έφαγε χυλόπιτα», αλλά όση ώρα μιλούσε η Σταματίνα, εκείνος ήταν μουγγοθόδωρος... απλώς είχε ένα παγωμένο χαμόγελο! (Εδώ).
  5. Γιατί σείς ο λαλίστατος, εδώ γίνατε "μουγγοθόδωρος"; Που είναι η παρέμβασί σας; Εχετε ¨κότσια" να ελέγξετε τον ΙΕΡΩΝΥΜΟ; (Είπε το δεσπότη όχι Παναγιώτη, αλλά Θόδωρο εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των φοιτητής και της γαμοσλανγκοτέτοιας (ετικετοποιήσιμης;) κατάληξης -(α)μπουρας, που ο σύσσλανγκος εδώ ετυμολογεί από το berrü = άντρας στα αλβανικά (ας επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν οι επαΐοντες).

Ο φοιτητάμπουρας, επομένως, είναι ο φοιτητής που είναι αλητάμπουρας, κοπριτάμπουρας, αρχιδάμπουρας, ενίοτε χλιδάμπουρας όταν πηγαίνει σε πάρτι της ΔΑΠ, είναι μέλος των συλλόγων Σ.Κα.Πα.Π. και Σπα.Πα.Πε., δεν είναι επιμελής, αναλώνεται είτε σε παρτάκια με επίπεδο-ΔΑΠεδο είτε στην αριστεροχαρά της ένταξης σε πολιτικές νεολέρες, όπου μπορεί να διαπρέψει και ως σταλινογαμπρός και γενικώς ευχαριστιέται τα νιάτα του ή και τα άντα του αν είναι απαταιώνιος φοιτητής.

  1. Άει μωρή τσουτσού που θες και χαρτομάντιλα, κάτσε διάβασε.... μια ζωη φοιτητάμπουρας. (Εδώ).
  2. Στην εξεταστική οι φοιτητές διαβάζουν.Εγώ ως φοιτητάμπουρας βλέπω Daria. Άντε και καλό σεπτέμβρη. (Εδώ).
  3. Πάει τώρα ο μπάι κιούριους φοιτητάμπουρας με φάτσα κυπρίου κεμπαμπτζή και κακάδι στο μούσι (ομάζ αυτό, ξέρει ποιος) να κάμει τον καμπόσο σε ποιόν; Στον Βόλφγκανγκ τον Σόιμπλε. Έλα μουνί στον τόπο σου. (Εδώ).
  4. Συριζαίος άεργος φοιτητάμπουρας: με τα capital controls επιτέλους υποφέρει ο Βαρδινογιάννης όπως υπέφερε ο λαός τόσα χρόνια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπολογικό όνομα που σημαίνει αυτόν που στέκεται βουβός, δεν μιλάει, σιωπεί, αλλά ενδέχεται και να είναι ύπουλος και να σιωπεί ενόχως. Το βρίσκω στον Στρατή Τσίρκα (Αριάγνη, 1962), οπότε είναι παλιό, αλλά και σε σύγχρονη φοράδα και στο Φέισμπουκ. Το Αντώνης έφτιαχνε παλιά τυπολογικά ονόματα, πρβλ. τα τρελαντώνης, μαλακαντώνης, τρυπαντωνάκης, ενώ έχουμε και το σύγχρονο λολοπαίγνιο αντώνης.

  1. Δεν παραδεχόταν πως το αντρόγυνο ήρθε στη μάνα της για να τους τα φτιάξει που καυγαδίσανε. Όχι. Κάτι άλλο έγινε. Κι έδειχνε την Αλλέγρα, το ξεμάλλιασμά της. Η Ουρανίτσα, πιο διπλωμάτισσα, ξεμονάχιασε τον κορνούτο. Κι αυτός, κορνούτος για κορνούτος, της είπε την αλήθεια.
    -Καλλιόπη, λέει της αδελφής της. Έλα να σου πω.
    -Τι, φώναξε η άλλη σαν θεατρίνα, όταν άκουσε. Μέσα στο σπίτι μας; Αυτός ο βουβαντώνης, ο ρέμπελος; Αμέσως έξω. Έξω, έξω... (Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες Β΄, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962, σ. 267. Περιγράφεται το ότι ο ήρωας του έργου, ενώ ήταν φιλοξενούμενος χαμηλών τόνων και σιωπηρός, έκανε φάση με παντρεμένη γειτόνισσα.).
  2. Τσίπρας: Ο Σαμαράς κατώτερος των περιστάσεων. Σχόλιο: Ἀφοῦ εἶναι βουβαντώνης.... (Από το Φέισμπουκ).

Και στον πληθυντικό.

  1. Θα μπορουσαν να τους εχουν πχ τελειως βουβους και τοτε θα ηταν χειροτερο γιατι θα μοιαζαν σαν βουβαντωνηδες. (Εδώ).
  2. Ελπιζω να τα λυσουν και να μην παιξουν παλι τους βουβαντωνηδες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified