Further tags

Η σύνθετη αυτή λέξη παράγεται εκ των λέξεων τσιμπούρι και βυζί.

Το τσιμπούρι είναι ένα μικρό έντομο της οικογένειας των παρασίτων που τοποθετεί στο στόμα του μόνιμα πάνω στο δέρμα του οργανισμού του σκύλου, του πρόβατου, του ανθρώπου, κλπ και τρέφεται με το αίμα του συγκεκριμένου οργανισμού.

Η τσιμπουροβύζα είναι η γυναίκα που διακρίνεται για το υπερβολικά μικρό έως ανύπαρκτο στήθος της και ονομάζεται έτσι λόγω των πολύ μικρών διαστάσεων που έχει το τσιμπούρι. Η σχεδον flat επιφάνειά της θυμίζει κατ' αναλογία μορφολογία εδάφους Αγγλίας (ανυπαρξία ορεινών όγκων).

Η τσιμπουροβύζα τέλος, λόγω του σχεδόν αμελητέου στήθους της, έχει μικρή θηλυκότητα, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών να μπορούσαν να αποκαλεστούν και ως: ουδέτερο pH

- Σου αρέσει το γκομενάκι που τραβάω τελευταία;
- Καλά κολλητέ... Πολύ τσιμπουροβύζα η δικιά σου.
- Μπα δεν με απασχολεί αυτό. Είναι ηφαίστειο!
- Ηφαίστειο με flat επιφάνεια; Δεν ξανακούστηκε. Βρε αν η γυναίκα δεν έχει πιασίματα... βράσε όρυζα.
- Ναι, ενώ η δικιά σου... σωστό θωρηκτό Ποτέμκιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του: την έχει αλογίσια.

Λέγεται γι' αυτόν που λόγω μεγέθους κυρίως μπορεί άμα λάχει και να γαμήσει γαϊδάρα στον ανήφορο, και άμα λάχει και να την γκαστρώσει κιόλας. (Για το τελευταίο μόνο υπάρχουν μερικές αμφιβολίες, αλλά χέστηκε η φοράδα Σταλλόνε).

Λέγεται ότι με την πρόοδο της Βιοτεχνολογίας, στις επόμενες δεκαετίες θα είναι δυνατή η πρόσληψη γονιδίων από άλλα ζώα, κι έτσι αυτό το έως τώρα χιμαιρικό όνειρο πολλών (και των τριών φύλων) θα γίνει πραγματικότητα.

Βάγγελας: Κι εκεί που η Λίλιαν διάβαζε ένα βιβλίο, ξέρεις από αυτά τα φθηνά, πήγε να πνιγεί η άμοιρη!
«Αμάν ρε Βάγγελα, μου λέει, την έχεις γαϊδουρίσια».
Μένιος: Και τι απέγινε;
Βάγγελας: Δε λέω, είναι μελετηρό κορίτσι, αλλά ήταν μια κατάσταση ήτανε στραβό το κλήμα, τό 'φαγε κι ο γάιδαρος!

(από Hank, 14/01/09)(από poniroskylo, 21/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον που έχει μεγάλα προσόντα, που είναι κατάσταση ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ, που είναι Γκουσγκούνης ή Peter North, αν δεν έχετε καταλάβει ακόμα, να το πω πιο παραστατικά, που έχει μια πούτσα Νάα μετά συγχωρήσεως.

Συνώνυμο: Την έχει γαϊδουρίσια.

Λέγεται ότι με την πρόοδο της Βιοτεχνολογίας, στις επόμενες δεκαετίες θα είναι δυνατή η πρόσληψη γονιδίων από άλλα ζώα, κι έτσι αυτό το έως τώρα χιμαιρικό όνειρο πολλών (και των τριών φύλων) θα γίνει πραγματικότητα.

Βάγγελας: Κι εκεί που ήταν να παίξω εντός έδρας με την Λίλιαν, βλέπει αυτή τον μπαργαλάτσο μου και μου δείχνει οφσάιντ.
«Βάγγελα, μου λέει, δεν γίνεται! Την έχεις αλογίσια! Θα πονέσει».

Περικλής: Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά τα ίδια έχει πει και σε μένα. Αλογίσια και πρασιν' άλογα! Παλιό το κόλπο!

Η επιβίωση δεν είναι πάντα εύκολη! (από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο.

Η συσχέτιση προέρχεται από τη δήλωση της Βάνας Μπάρμπα πως ό,τι κατάφερε, το κατάφερε με το σπαθί της, σε συνδυασμό με την πληροφόρηση από το παρασκήνιο, που πληροφορούσε πως ό,τι κατάφερε, το κατάφερε με την αξιοποίηση του αιδοίου της. Αυτή η πληροφόρηση ανεκδοτοποιήθηκε και παρατίθεται στο παράρτημα.

Εκ των παραπάνω υποδηλώνεται πως όταν τα απαιτούμενα προσόντα για την κατάκτηση ενός στόχου είναι ανεπαρκή, τότε άλλα όπλα πρέπει να επιστρατευθούν, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιτυχία. Μ' άλλα λόγια, εκεί που το σπαθί (απαιτούμενα προσόντα) δεν αποδεικνύεται κοφτερό, το αιδοίο αποδεικνύεται γιαταγάνι.

Σχετικό λήμμα το άνοιξε τη βάνα, Μπάρμπα.

- Καλά, η Λίτσα πώς κατάφερε από απλή γραμματέας, να γίνει διευθύντρια δημοσίων σχέσεων στην εταιρεία που δουλεύει; Απ' ό,τι ξέρω δεν έχει ακαδημαϊκά προσόντα. Απ' την άλλη όμως, μου 'χε πει πως πήγε μπροστά με το σπαθί της. - Όταν η Λίτσα μιλούσε για το σπαθί της, μιλούσε για το μουνί της. Ξέρεις τι υπερωρίες είχε ρίξει στο κρεβάτι του διευθυντή της... Άστα. Τράβηξε πολλά... αλλά στο τέλος δικαιώθηκε.

**Παράρτημα**

Τι κοινό έχουν το αιδοίο και το σπαθί ;
Δεν είχαν τίποτα κοινό, μέχρι που η Βάνα Μπάρμπα δήλωσε ότι:
«Ό,τι κατάφερα, το κατάφερα με το σπαθί μου»!
Link

Η Υπουργός Αθλητισμού της Βενεζουέλας Alejandra Benitez (από Khan, 26/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα της οποίας τα έσω χείλη του αιδοίου είναι κατσαρά, με άφθονες πτυχώσεις, και συνήθως αισθητά πιο προτεταμένα από τα έξω χείλη του αιδοίου. Όταν επιχειρείς αιδοιολειχία, μπορείς να τα ρουφήξεις ώστε να ξετυλιχτούν μέσα στο στόμα σου.

- Σιχαίνομαι το γλειφομούνι, δεν το κάνω ποτέ.
- Κι εγώ, αλλά άμα είναι σγουρομούνα η γυναίκα...

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα, η σούφρα.

- Δίνει ροδέλα; (δηλαδή: κάνει πρωκτικό έρωτα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλη μια ονομασία για το αιδοίο θηλυκού τύπου Λίλιαν.

Ετυμολογείται από το radix ('ρίζα') όπως το έλεγαν στο άξεστο Λάτιο (το agresti Latio του Οράτιου). Το λατινικό radix μας δίνει το αγγλικό radish και το γαλλικό radis, 'ραπανάκι'. Το σγουρό δίνει μια διεθνούς αναγνωρισιμότητας αίγλη (πιανίστας Δ.Σγούρος).

Η συλλογή του γνήσιου σγουρού ραδικιού απαιτεί «τράβηγμα», δηλαδή κόπο, ή τον αντίστοιχο του κόπου αντίκρυσμα, αν κάποιος μας το προσφέρει «στο πιάτο».

Συγγενή ανταγωνιστικά είδη το καυλοράπανο, το ήμερο ραδίκι, αλλά και το αντίδι (ανάλογα με το μικροκλίμα).

-Λίλιαν μ'έχεις λολάνει
και θα φάω μεγάλη φρίκη
αν δεν ξηγηθώ φιστίκι
στο σγουρό σου το ραδίκι.

(από pavleas, 12/02/09)(από pavleas, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πωπός, το κωλαράκι.

Είσαι σίγουρος ότι δεν θα μας πιάσουνε το πωπουδέλι στο εστιατόριο που μας πας;

Άστα φόρεσε η Μαρία έναν στρίνγκαρο στην παραλία και πέταξε όλο το πωπουδέλι της έξω! Κόλαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει πολλά προσόντα. Που το τσιβί (CV απ' το Curriculum Vitae = Βιογραφικό Σημείωμα) του μοιάζει σεντόνι.

  2. Ο ψωλαράς.

- Πώς πήγε με τη μισή μερίδα;
- Χα! Μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι χρυσή μου. Και γαμώ τους προσοντούχους. Μια μαλαπέρδα να! με το συμπάθιο.
- Βρε βρε τον Khan!

Προσοντούχος πρόγονος (από sstteffannoss, 09/11/10)Προσοντούχος μύτη (από Vrastaman, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουνάνι (punany ή poonani) σημαίνει αιδοίο. Είναι λέξη Ινδικής προελεύσεως - απαντάται στην Κάμα Σούτρα - και είναι δημοφιλής στους κύκλους των μαύρων του LA και των Τζαμαικάνων του Λονδίνου.

  1. "You only love me when you want punanι!" (Από άλμπουμ του Τόμμι Λη)

  2. "Hear me now. Riiiiide the punany. Ride the punany" (Ali G)

  3. Do you want to smell my poonani? (Ανωνύμου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified