(Πάνια) ο γαμάτος ημίτρελος.

- Ώπ, ποιός είναι ο αρχηγόπουλος;
- Ο παππούς μου είναι και την έχει δει Έφη Θώδη, πολύ αρχηγόπουλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό ανθρώπου, ή ακόμα και ζώου, με πολύ ασύνηθιστη, αλλά ταυτόχρονα χαρακτηριστική - για την ιδιότητα ή το πολιτισμικό / εθνικό του υπόβαθρο - εμφάνιση και τρόπο συμπεριφοράς.

Συχνά συνδιάζεται με τη μεγεθυντική κατάληξη «-άρα» σχηματίζοντας το «μορφάρα».

  1. Μαλάκα τσέκαρε αυτό το πανκιό με το μωβ μαλλί και τους χαλκάδες! Μιλάμε για μορφή έτσι;

  2. Έπρεπε να δεις τον παππού που είχαμε γνωρίσει σε ένα καφενείο στα Σφακιά! Με μπότες, βράκα, γιλέκο, ζωνάρι και μια μουστάκα 2 μέτρα. Μορφάρα!

(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλλοπρόσαλλος, επιπόλαιος, ασυνάρτητος τύπος.
Αυτός που κάνει πατάτες και μετά ξεφυσάει, όλο ουφ και ουφ.

Από το πατάτα + ουφ.

(Καμιά σχέση με το μπάρμπα στρούμφ)

Τι έγινε, γιαε... ξάνοιξε, ήντα παθε πάλι ο πατατούφ...

Πατατούφ θα πει... (από Khan, 25/03/11)

Μάλλον από μια παλιά παιδική σειρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν πολλές μεγάλες κατηγορίες φευγάτων ανθρώπωνε, ας τους καταμετρήσουμε:

Δεν υπήρχε, κάποιος δεν θα’ πρεπε να το λημματοδοτήσει;

1.
Επίσης, γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, όπως λέει η παροιμία, αλλά ο φευγάτος ήρωας δεν έχει γίνει ποτέ. Και την Ελλάδα του 21ου αιώνα, όπως είναι σήμερα, δεν την έκαναν οι φευγάτοι. Την έκαναν αυτοί που έμειναν, αγωνίστηκαν και όταν χρειάστηκε έπεσαν.

2.
Φευγάτο ασιατικό tapas

3.
Ο Πάνος Μουζουράκης έχει χαρακτηριστεί αρκετές φορές ως «αντισυμβατικός» και «φευγάτος»

4.
Το λήμμα είναι για δύο φευγάτους του σάιτ, την Πειρατίνα και τον Τζήζαντα.

5.
Η φαντασία μου αρνιόταν ότι ήταν τέζα
φευγάτος πρόωρα απ’ την πολλή την πρέζα.

6.
Φευγάτος ο Σαλπιγγίδης. Πολύ δύσκολα θα παραμείνει και του χρόνου στον ΠΑΟΚ ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης, καθώς εκτός από τον ίδιο επιθυμεί και ο σύλλογος την αποχώρηση του.

(από Khan, 16/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από διαφήμιση της Frulite. Το λέμε όταν κάτι είναι πολύ καλύτερο από κάτι άλλο, «άλλη κατηγορία» ας πούμε.

Ή όταν κάποιος είναι «φρούτο» πολύ πιο πολύ απ' τους άλλους.

- Τι είναι αυτός ο ανώμαλος που μπήκε τώρα στο σάιτ;
- Άλλο φρούτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που είναι παρτάλι, ο ανισόρροπος, ο ό,τι να 'ναι, ο παρασάνταλος (συνηθίζεται να λέγεται στο νομό Ηλείας-Βάρδα).

Τάκης: - Ρε ζώον, τι φοράς εκεί, το ένα παπούτσι κόκκινο, το άλλο πράσινο;;;
Θέμης: - Ντάξει μωρέ και τι έγινε;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζερσερής, σερσέμης, ανισόρροπος, χαζούλης.

Πάλι δεν κατάλαβε τι τού είπα, ο ζεβζέκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή Σελήνη (Ελένη Κούρκουλα) στον ρόλο της διανοητικά καθυστερημένης κόρης στα πρώτα επεισόδια της Φωσκολιάδας «Λάμψης» του Νίκου Φώσκολου. Από τις χιλιάδες αράδες σεναρίου, έχει μείνει η φράση «Σελήνη παντρευτεί Χόχο!!!». Χόχος την εποχή εκείνη ήταν ο ηθοποιός Κώστας Σπυρόπουλος. Έχει μείνει να λέμε έτσι ένα άτομο που τείνει προς διανοητική καθυστέρηση και είναι γενικά λίγο φρηκ.

Περίπου (όχι ακριβώς) συνώνυμα: γεια σου, αλλού.

Πηγή: Pointman.

- Πού την ψώνισες την Σελήνη βρε Σάββα; Στα Λίντλ; Είπαμε ό,τι κάτσει, αλλά όχι κι έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει «κάλος», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ βλακός, βλαμμένου, κολλημένου, ἰδιορρύθμου κλπ.

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται ἀκόμη.

Συντάσσεται μὲ τὸ ρῆμα ἀβέρω, τὸ ὁποῖον περιέργως, ἐκτὸς τῆς λεκτικῆς ὁμοιότητος, ἔχει ὅλες τὶς χρήσεις τοῦ αβέλω τῆς καλιαρντῆς. Ἐν προκειμένῳ, ἀβέρω ντινοάρι σημαίνει ἔχω «κάλο» στὸν ἐγκέφαλο.

_Νὰ ποῦμε καὶ τῆς Λίτσας ρὲ γιὰ σινεμά;
_Ἄσε ρέ, ἀβέρει ντινοάρι τὸ ἄτομο... Θὰ μᾶς τὰ πρήξῃ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αnal retentive, που λένε και οι αγγλόφωνοι. Είναι αυτός που, κατά τον λαό και κατά τον Φρόυντ, δεν έχει ξεπεράσει το πρωκτικό στάδιο. Το σφίξιμό του, είτε ξεκινάει από την ψυχούλα του και καταλήγει στην κωλοτρυπίδα του, ή το ανάποδο (που δεν νομίζω), έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την σφιχτοκωλίασή του, δηλ. την απόλυτη συστολή, σε σωματικό, αλλά και συμπεριφορικό επίπεδο.

Ο άνθρωπος αυτός είναι μεταφορικά και κυριολεκτικά δυσκοίλιος, επιφυλακτικός, συνεσταλμένος, μουλωχτός, τσιγκούνης, υποχόνδριος, αλλά κυρίως ντροπαλός. Μπορεί δηλαδή να μην είναι τίποτε από τα παραπάνω εκτός από απλά ντροπαλός. Πάντως το κωλί του το ξέρει.

- Λες να τα πάει καλά η Μαρία στη στη συνέντευξη;
- Μπα, αυτό το κωλοσφιγμένο; Αποκλείται!
- Μην το λες, κάτι τέτοιες,... δεν ξέρεις ποτέ πώς ξηγούνται στα μουλωχτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified