Selected tags

Further tags

Σύνθετη λέξη από: φραπές + έλληνας ή φραπεδιά + έλληνας. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον αδιάφορο, σταρχιδιστή, εξυπνάκια νεοέλληνα που αδιαφορεί επιδεικτικά για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του, κοιτάζοντας αποκλειστικά και μόνο την πάρτη του ή, χάριν συμβολισμού, την κατανάλωση φραπέ.

Στην περίπτωση, βέβαια, που καλείται να συμμετέχει σε πορείες, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια κλπ, αρνείται κατηγορηματικά, προβάλλοντας δικαιολογίες του τύπου «δε βαριέσαι, που να τρέχω», «σιγά μην κάτσω να τις φάω από τους μπάτσους» ή «που να τρέχω με τα αναρχοκομμούνια». Ο ίδιος, όμως, θα είναι ο πρώτος που θα τρέξει να επωφεληθεί από έναν νέο ευνοϊκό νόμο ή νέο κοινωνικό κεκτημένο, για το οποίο δεν κουράστηκε ιδιαίτερα, με την προϋπόθεση, φυσικά, να συμπίπτει με κάποια άλλη προσωπική του υπόθεση ή δουλειά. Παρόλα αυτά, ο γνήσιος φραπέλληνας / φραπεδέλληνας αρνείται να δεχτεί αυτόν τον χαρακτηρισμό, θεωρώντας τον εαυτό του ενεργό και άξιο μέλος της κοινωνίας.

Τέλος, χρησιμοποιείται, σε κάποιες περιπτώσεις, και από αρκετούς δεξιόφρονες και εθνικόφρονες συμπολίτες μας ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τους εκπροσώπους του αριστερού χώρου και, γενικότερα, για όσους δεν συμφωνούν με τις απόψεις ή τις θεωρίες τους περί φυλετικής καθαρότητας και αρχαιοελληνικού πολιτισμού, πιστεύοντας πως οι τελευταίοι προσπαθούν, απλώς, να πουλήσουν μούρη και να εντυπωσιάσουν με τις εναλλακτικές τους απόψεις (βλ. θολοκουλτούρα).

Πάσα από: Khan (ΔΠ)

  1. Φαντάζεσαι αν ο φραπέλληνας (ωραία λέξη, να την κατοχυρώσω…) ενδιαφέρονταν και ξεσηκώνονταν με τέτοια θέματα, αν θα είχαν τότε τα κότσια να κάνουν τέτοιες αυθαιρεσίες οι μπάτσοι, οι δικαστές και οι εισαγγελείς; (Από εδώ)

  2. Φτιάξαμε μια κοινωνία που θέλει να απολαμβάνει τα υλικά αγαθά του δυτικού κόσμου αλλά να δουλεύει ως «διαφορετικός και εξυπνάκιας/μάγκας» φραπέλληνας. (Από εδώ)

  3. Έτσι, το άν θα ψηφίσει ο φραπεδέλληνας υπόκειται στο περιεχόμενο της ημερήσιας ατζέντας του: Αν έχω δουλειά εκείνη την μέρα στο χωριό, θα πάω και να ψηφίσω. (Από εδώ)

  4. Ένας πραγματικός Άραβας (και όχι κάποιος φραπεδέλληνας από την Κηφισιά...) αναλύει τα δεδομένα για την τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς και πως συμπεριφέρεται στους ιδίους τους Παλαιστινίους. (Από εδώ)

Πλησιάζει κι η άνοιξη... (από Khan, 22/02/12)(από Mr. Cadmus, 22/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χορταστικός φραπέ (χτυπητός) καφές που σερβίρεται σε μεγάλο γυάλινο ποτήρι με πολλά παγάκια και που πίνουν με μανία όλοι οι Έλληνες ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες από τις 8 το πρωί ώς τις 8 το άλλο πρωί. Για να χαρακτηριστεί έτσι ένας καφέ θα πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 5 ώρες και να μη διακόπτεται για κανέναν λόγο (μόνο για κατούρημα). Συχνά συνδυάζεται και με το αγαπημένο άθλημα του οφθαλμόλουτρου.

- Πω πω δικέ μου είσαι να αράξουμε στο Da Capo για καμιά φραπεδούμπα σήμερα το μεσημέρι;
- Και δεν πάμε καλύτερα καμιά παραλία να δούμε και κάνα ξέκωλο...

(από xalikoutis, 30/10/08)

Δες και -ούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φραπέλληνας του οποίου η συνοδευόμενη μετά φραπέ ραστώνη έχει καταστεί πλέον φρόνημα και έχει διαμορφώσει το ίδιο το μυαλό του.

Συνήθως εκφέρεται μαζί με το καναπεδόμυαλοι ως συνώνυμο για το καναπεδάτοι, καναπεδάκηδες.

Αποτελεί μία από τις αγαπημένες εκφράσεις στην ιδιόλεκτο του Νίκου Κωνσταντινίδη, αλλά έχει διαδοθεί αρκετά στον διαδικτυακό- μπλογκικό λόγο. Χρησιμοποιείται συνήθως (τουλάχιστον βάσει των γουγλικών ευρημάτων) σε ένα ντίσκουρς (που λέμε και στο χωριό μου) διατύπωσης μιας ανάγκης εθνικής αφύπνισης του αποχαυνωμένου Έλληνα, που είναι χαρακτηριστικό κυρίως ενός δεξιόστροφου λαϊκισμού, χωρίς όμως να αποκλείεται η χρήση του και από άλλους ιδεολογικούς χώρους, καθώς άλλωστε περιγράφει ένα πολύ γνωστό φαινόμενο.

  1. Διαδώστε το παντού μεγάλες αλήθειες!!!Οι καναπεδομυαλοι και φραπεδόμυαλοι Έλληνες!! (Από το epanastasi-gr.blogspot).

  2. Οσο οι ατσαλάκωτοι των γραφείων και οι φραπεδόμυαλοι- καναπεδόμυαλοι αναπαύοντε επι του ..τρικολόρε καναπέους άλλο τόσο οι υπορδοι θα λαμβάνουν αποφάσεις για εμάς χωρίς εμάς. (Εδώ).

  3. οχι απλως οι φραπεδομυαλοι της δαπ κατεβαινουν σε καμια πορεια με τα συντροφια του παμε για επαναστατικο χαβαλε που και που.. (Εδώ).

  4. Oι ξεφτίλα των φοιτητών.. Εξω οι φραπεδόμυαλοι από τα πανεπιστήμια, έξω τα κόμματα που χειραγωγούν σκέψεις στα πανεπιστήμια. (Εδώ).

  5. πως το ειπες φιλαρακο; ειμαστε ο πιο δραστηριος λαος; αυτο ξαναπες το..μαλλον ξεχνας οτι ειμαστε οι πιο τεμπεληδες, φραπεδομυαλοι και καναπεδάκηδες (Εδώ).

  6. - Ο από πάνω μου είναι φασίστας, μεταμφιεσμένος σε πάνκη με σκοπό να διεισδήσει στο κύκλωμα [ανοιχτό/κλειστό] του ντι άι γουάι και να μαζέψει σημαντικές πληροφορίες για τη λειτουργία του, όπως το που κρύβει ο χαομπανξ τα ροζ κυλοτάκια του. Για να πετύχει τον σκοπό του δε διστάζει ακόμα και να πιάσει φιλίες κοντινού -πολύ κοντινού- τύπου με τους μπανξ. Συχνάζει στο Καφέ Τροπικάνα της Μυκόνου και πλησιάζει όποιον βρει με υφάκι τρίτης διαλογής ντετέκτιβ και ρωτάει «DIY δικέ μου; Ε δικέ μου; Κι εσύ DIY δικέ μου; Ναι δικέ μου;» -- αν κάποιος τον στραβοκοιτάξει αρχίζει να ουρλιάζει «ΦΡΑΠΕΔΟΜΥΑΛΟΣ ΜΑΓΚΕΣ!!! ΒΑΡΑΤΕ ΤΟΝ!!! ΦΡΑΠΕΔΟΜΥΑΛΟΣ!!!!». Ντύνεται κυρίως με στραπατσαρισμένα τζην και μπλούζες με στραβοτυπωμένες ολόσωμες γυμνές του Τζόννυ Ρόττεν, το αγαπημένο του ποτό είναι το γάλα με κακάο και ούζο και το ναρκωτικό της διαλογής του το χρήμα.
    - :lol: συνηθως οι καγκουρες ειναι οι φραπεδομυαλοι...αμα τους κοιταξεις πανω απο 3 δευτερα ερχονται με αλλους 20 και σου πουλανε τσαμπουκα! (Εδώ).

(από Khan, 26/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη την ερωτική πόλη που τα πράγματα είναι πιο χαλαρά με τον φραπέ ως απαραίτητο εξάρτημα.

H Θεσσαλονίκη μας, μετά τον τίτλο της Φραπεδομάνας, της Mπουζουκαρούς, της Παπαγεωργούπολης και του Ψωμιαδοχωρίου, έχει τη χρυσή ευκαιρία σε λίγες μέρες να στεφθεί τροπαιούχα και να κερδίσει τον τίτλο της Γαυροσκοτώστρας μέσω του Αρεως. Aυτό είναι το νέο όραμα της πόλης, εφόσον εις τον ορίζοντα δεν διαφαίνεται καμία Expo και καμία Oλυμπιάδα. http://stavrochoros.pblogs.gr/tags/thessaloniki-gr.html

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που περιφέρεται μονίμως με έναν φραπέ ανά χείρας. Τον συναντάμε αρκετά συχνά και σε εργασιακούς χώρους υπό τη μορφή άνετου και απελευθερωμένου εργαζόμενου.

Συνώνυμο (κατά Νομάρχη Θεσ/νίκης): Φραπεδόμαγκας.

- Αρίστο, πιάσε μερικές Α4 από την αποθήκη ναούμ, θέλω να τυπώσω τις προσφορές. Θα μας γαμιοδοτήσει ο Αίγαγρος..
- Θα μας κλάσει μια μάντρα μαζί με την περίφραξη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αγχώνεσαι, θα κόψει η επιδερμίδα σου!
- Άσε ρε μαλάκα Φραπεδοκράτορα, που μου κάνεις όλη μέρα σουλάτσα με τη φραπεδιά στο χέρι, πιάσε να κάνεις και καμιά δουλειά εδώ μέσα, που μου το παίζεις και παλιός. Πού είσαι, στον στρατό ναούμ;
- Δ.Π. (δεν προβλέπεται)...

Ο κύριος Βακόνδιος (από poniroskylo, 19/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρύος, χτυπητός καφές, το εθνικό ρόφημα του Ελληναρά. Φράπα, φραπεδούμπα, φραπόγαλο, φραπές.

- Πήγαμε στην καφετέρια κι αράξαμε 6-7 ώρες...
- Καλά, και τι κάνατε τόσες ώρες σε μια καφετέρια;
- Ε, πίναμε φραπεδιόλες και λέγαμε μαλακίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβίρω φραπέ σε άλλον, ή στην παθητική φωνή, «φραπεδιάζομαι», μου σερβίρουν φραπέ. Υπάρχει και το αυτοπαθές «αυτοφραπεδιάζομαι», που είναι κυριολεκτικά σκέτη μαλακία. Επειδή το φραπέ είναι σχετικώς ξεφτίλα, υπάρχει και το «άει φραπεδιάσου», που είναι χειρότερο από το «άει γαμήσου», όσο το φραπέ είναι χειρότερο απ' το γαμήσι. Και πολύ σεξιστικά- προσβλητικά για μια γυναίκα (ή γκέι): «Ούτε για φραπέ δεν κάνει!».

- Όλη μέρα αυτοφραπεδιάζεσαι ρε φίλε, θα σε ρίξει ψυχολογικά. Γιατί δεν πας να σου κάνει φραπέ και καμιά γκόμενα; Για σένα νοιάσου και φραπεδιάσου!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε: φραπεδιόλα.

-Πω πω, και τί δεν θα 'δινα για μία φραπεδέλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.α. και 1.β.
Το φρέσκο και αρυτίδωτο πρόσωπο.

Υπάρχει ένας γκρεϊπφρουτοειδής καρπός, ο οποίος γίνεται και γλυκό του κουταλιού (βλ. μήδι + παρ.1.α.), που δείχνει σαν φουσκωμένος και χρησιμεύει σαν παράδειγμα για την αφράτη όψη μας.

Όταν δηλαδή έχουμε καλοκοιμηθεί ή καλoπεράσει γενικώς, το πρόσωπό μας δεν δείχνει τις ρυτίδες του και δεν είναι κομμένο (ορισμός 2), ίσα-ίσα είναι σαν του μωρού παιδιού λέμε τώρα.

Το λέει και εδώ: Φράπα: θηλ. Τα προγούλια και μαγουλάκια, τρυφερά και τροφαντά (δες μωρό), ροζ, μαλακά και γεμάτα υγεία, δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός κοιμάται πολύ, κοιμάται συχνά, κοιμάται ήσυχος, κοιμάται μεσημέρι.

  1. Άλλη ονομασία για τον (πραγματικό) φραπέ.

  2. Παρατσούκλι - χαριτωμενιά για τον Φρανκ Ζάπα (βτς -όχι πως ενδιαφέρει κανέναν- τον έχω γραμμένο εκεί όπου έχω τον Σαββό).

  3. Ο ορισμός της kelly εδώ μέσα στο σλανγκρ.

Νονά λημμάτου: Μες, αλλά στο αυτάκι, όχι από το ΔΠ.

1.α. Παίρνουμε 2-3 μεγάλες φράπες και τις τρίβουμε εξωτερικά να φύγει το όξινο μέρος. 2. Κόβουμε σε τετράγωνα μέτρια κομμάτια και τα ζυγίζουμε. Τα πλένουμε καλά και τα βάζουμε να βράσουν. Αλλάζουμε το νερό 2-3 φορές, στραγγίζουμε και βάζουμε σε λεκάνη με χλιαρό νερό. 3. Την επόμενη στραγγίζουμε καλά και ενώνουμε με τη ζάχαρη, βράζουμε για 5΄-10΄ και αφήνουμε στη κατσαρόλα. 4. Την επόμενη το πρωί το βράζουμε έως ότου δέσουν. Προσθέτουμε τη γλυκόζη και το λεμόνι. 5. Αφήνουμε να βράσουν 2΄-3΄ και βάζουμε σε βάζα. 6. Όταν κρυώσουν τα βάζα τα βράζουμε επί 20΄.

1.β. Άσε ρε τις πίπες που λέει, το άτομο χαλαρά την κοιμάται κανα δεκάωρο στάνταρ, δεν τον βλέπεις, φράπα είναι η μούρη του κάθε μέρα, έτσι είναι οι αϋπνίες;

1.β. Προχθές μιλούσαμε για το μπαμπιλόνι, ε να μην αφήσουμε παραπονεμένη τη φράπα. Στην Άντρο, μη βασκαθούμε, έχουμε πολλές φράπες. ( όχι μόνο στα δένδρα) Πριν χρόνια ήταν καμάρι για μια γυναίκα να τη λένε φράπα. Σήμερα μόνο όταν μας λένε: «μπράβο αδυνάτισες» χαιρόμαστε. από εδώ

  1. Δεν χτυπάς καμιά φράπα σήμερα; Βαρέθηκα τον ζεστό.

  2. Το φράπα το έχω ακούσει για τον Φράνκ Ζάπα απο φάνς του.
    Βγαίνει έτσι διότι μπερδεύονται μερικές φορές και το λένε μπερδεμένα δηλαδή Ζανκ Φράπα: «Βάλε κανα Φράπα, μας έπρηξες με τα σκυλάδικα»
    OstySan στο σχόλιο του λήμματος φράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκλεκτό έδεσμα της ελληνικής κουζίνας. Ψήνεται μόνο σε μπρίκι και σερβίρεται αναμμένο.

- Πω πω... Πεινάω.
- Να σου ψήσω ένα φλαμπούτσο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified