Επίθημα που παράγει επίθετο από όνομα, -ειδής, -ίστικος. Χρησιμοποιείται τυπικά (α) όταν δέν υπάρχει δόκιμος τύπος επίθετου (συνήθως για να σχηματίσει επίθετα από ξένα ονόματα), (β) υποτιμητικά (όπου μπορεί χάριν ρίμας να συνοδεύεται και από το ειρωνικό ολέ).

  1. Ίσα-ίσα, τα μούλτιπλεξ εκ φύσεως αντέχουν οικονομικά πολύ περισσότερο να προσφέρουν ταινίες «κουλτουρέ», «σινεφίλ» και μή «πιασάρικες», ταινίες δηλαδή που η προβολή τους είναι σίγουρα ζημιογόνα. Γιατί έχοντας πολλές αίθουσες και τη δυνατότητα να προβάλλουν ταυτόχρονα (κάθε βδομάδα) π.χ. τουλάχιστο μια ντουζίνα ταινίες, έχουν αρκετά μπλοκμπάστερ ώστε να κερδοφορούν από εκεί, και να αντισταθμίζουν τη χασούρα από τις κουλτουρέ ταινίες. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. Παλιομοδίτικα σώβρακα παππουδέ. (από ιστολόγιο)

  3. Ξέρει κανένας αν και πού μπορώ να κατεβάσω το Bridge To Heaven, αυτο το «οπερέ στάιλ»; (από διαδικτυακό φόρουμ)

  4. Ε όχι και να μας τη βγεις μετά τη χωριατέ-ολέ συμπεριφορά σου ρε κολλητέ. Πάρ' το αλλιώς και έλα να τα πούμε όπως πρέπει, όχι σα θείτσες ή μυξιάρικα. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες και γαμοσλανγκοτέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.

Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.

Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.

  1. Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.

  2. «Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».

  3. Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».

(Από διάφορες φοράδες.)

βλ. και σκύψε ευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα που σχηματίζει επίθετο από όνομα (συνήθως ουσιαστικό) ή, σπανιότερα, ρήμα, και δηλώνει κατοχή («αυτός που έχει»), χαρακτηρισμό («αυτός που χαρακτηρίζεται από») ή ομοιότητα («αυτός που θυμίζει/μοιάζει με»).

Πολύ συχνό γενικά στα ελληνικά (πιχί αεράτος, καλοσυνάτος, τρεχάτος), ειδικά στην αργκό φαίνεται να είναι πολύ παραγωγικό, κυρίως με τη σημασία της κατοχής. Ειδικότερα στο ουδέτερο γένος, -άτο, χρησιμοποιείται συχνά για σεξουαλικές στάσεις και σχηματίζει ουσιαστικά —για την ακρίβεια, ουσιαστικοποιημένα, πιχί καρεκλάτο (σεξ).

Πρόκειται απ' ότι καταλαβαίνω για τη λατινική κατάληξη -atus, η οποία είχε παρόμοιες σημασίες (πιχί, βαρβάτος < barbatus < barba + -atus, «αυτός που έχει γένια, που δεν είναι θηλυπρεπής»).

Στα παραδείγματα, λέξεις που έχουν ήδη καταγραφεί στο σλανγκ τζι αρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδεολογία του Διαδικτύου, όπως ο ασιγματισμόσ, ο ατονισμος, ο ανορθογραφισμός, ο πολυτονισμός. Επειδή γίνεται κυρίως για λόγους ευκολίας, μοιάζει πιο πολύ με τους δύο πρώτους. Ο ορισμός του γκρηκλισμού είναι να βαριέσαι ανυπόφορα να κάνεις το ταυτόχρονο Αλτ-Σιφτ (όπως εγώ τώρα) κι έτσι είτε 1) Να γράφεις ελληνικά με αγγλικούς χαρακτήρες, είτε 2) αγγλικά με ελληνικούς.

  1. α) Η πρώτη περίπτωση πολλές φορές λειτουργεί ως το καμουφλάζ του ανορθόγραφου. Δηλαδή ένας που δεν μπορεί να ορθογραφήσει, αντί να πάρει μια γενναία στάση και να ενταχτεί στο κίνημα του ανορθογραφισμού προασπίζοντας τα πιστεύω και τα ταξικά συμφέροντα των ανορθόγραφων, κρύβεται πίσω από τα γκρήκλις, όπου τα γράφει όλα «i» και «o», και καθάρισε!

β) Όσοι δεν είναι ανορθόγραφοι, γράφουν το ωμέγα ως «w», το ήτα ως «h», το χι ως «x», το θήτα ως οκτώ «8», και το ξι αναλυτικά ως «ks», κι ενώ καταργούν έτσι κάθε κανόνα φωνολογικής αντιστοιχίας, μπορεί και να κατηγορήσουν κάποιον που δεν το κάνει ως «ανορθόγραφο».

γ) Μια τρίτη κατηγορία είναι οι αρχαιόκαυλοι γκρηκλιστές. Αυτοί απεχθάνονται τα γκρήκλις, αλλά είτε λόγω προκεχωρημένης ηλικίας, είτε επειδή ζουν στην κοσμάρα τους, είναι τραγικοί e-tard και δεν έχουν μάθει την ύπαρξη των πλήκτρων Αλτ-Σιφτ. Αλλά επειδή απεχθάνονται την δεύτερη φράξια, ακολουθούν την επιστημονική φωνολογική μεταγραφή από τα αρχαία ελληνικά στα λατινικά. Δηλαδή: Οι πιο μετριοπαθείς γράφουν το ήτα ως «e» και το ωμέγα ως «o», οπότε βρίσκονται σε διαμάχη με την δεύτερη φράξια για το ποιος ορθογραφεί. Οι πιο ακραίοι θέλουν να δηλώσουν και την αρχαιοελληνική ποσότητα των φωνηέντων, οπότε γράφουν το ήτα ως «ee» και το ωμέγα ως «oo». Οι ακόμη πιο ακραίοι είναι ταυτοχρόνως γκρηκλιστές και πολυτονιστές, οπότε προσθέτουν και ένα «h», για να δηλώσουν την δασεία, ενώ χρησιμοποιούν και υπογεγραμμένη ως παραγεγραμμένο «i»! Λ.χ. η λέξη «ερμηνεία» θα γραφεί από αυτούς ως «hermeeneia», το «δόξα τω Θεώ» θα γραφεί «doxa too Theooi» κ.ο.κ. Εννοείται ότι αυτοί λοιδωρούν τα οκτάρια θήτα από τις άλλες φράξιες και τις υπόλοιπες συμβάσεις τους.

δ) Ένα άλλο είδος είναι ο υβριδικός γκρηκλιστής που δεν έχει κανόνα και χρησιμοποιεί όποια σύμβαση του καυλώσει ανά πάσα στιγμή. Λ.χ. δεν έχει ιδεολογικό πρόβλημα να γράψει «tha epi8umousa na ypodeixo» ανακατεύοντας συμβάσεις από όλες τις φράξιες. Συναφές ζήτημα είναι αν το ύψιλον γράφεται με «u» ή με «y».

2) Το αντίστροφο είδος είναι ο γκρηκλιστής που βαριέται να γυρίσει το πληκτρολόγιο από τα ελληνικά στα αγγλικά. Έτσι γράφει στα ελληνικά τα αγγλικά ονόματα ή και εκφράσεις, όπως «σο», «το καλύτερο έβερ», «πρόπαμπλυ», «γουάτσοέβερ», «λολ», «λόλσομ», «φακ» κ.ο.κ. Αν είναι αυτοσαρκαστικός θα διανθίσει για ξεκάρφωμα τον λόγο του και με τα «παρεπίπταμπλυ» και «ανπέκταμπλ» κ.ο.κ. Ο τοιούτος γκρηκλιστής βολεύεται πολύ από τις καθαρευουσιάνικες ελληνοποιήσεις λ.χ. «Σακεσπύρος» για τον «Shakespeare», «Αμστελόδαμον» για το «Άμστερνταμ» κ.ο.κ. Επίσης, από τις σλανγκικές τοιαύτες, όπως δωδ, φατσοβιβλίο, σωλήνας κ.ο.κ.

Το παρόν λήμμα δεν προτίθεται να καλύψει τις περιπτώσεις γκρηκλισμού των ελληνισμών που μεταφράζονται στην αγγλική ομιλία, ή αντιστρόφως των ελληνοαμερικάνικων, που καλύπτονται σε άλλα λήμματα ενδελεχώς βλ. λ.χ. δώσε κώλο στον ρουφιάνο!.

Σλανγκασίστ: Mes.

  1. Έστωσαν πέντε γκρηκλιστές διαλεγόμενοι σε κουβεντοδωμάτιο για τις αντίστοιχες φράξιες, όπου:
    1.α.= Λάουρα.
    1.β.= Λίλιαν
  2. γ. = Επαμεινώνδας
  3. δ. = Αμαλία.
  4. = Μένιος.

Λάουρα: Ax ti oraia perasame x8es sto retire, itan iperoxa!
Αμαλία: Ne, ki egw perasa 8aumasia, pote tha to ksanakanoume to xeskisma;
Μένιος: Παρεπτίπαμπλυ, μιλώντας για ξέσκισμα, πολύ φάκαμπλ αυτή η φίλη σου, η Καλλιόπη! Το καλύτερο σουίνγκερ φακ έβερ! Πραγματικά ανπέκταμπλ! Σο, μπορείς να μου φοργουορντάρεις το εμαίιλ της; Ή την διεύθυνσή της στο φατσοβιβλίο; Ή ο,τιδήποτε γουατσοέβερ...
Λίλιαν: Menio, ti einai auta pou les sthn kopela; 8a h8eles mhpws na arxisoume ki emeis na zhtame ta emails twn agoriwn me tis ompreles;
Επαμεινώνδας: Meen sugxuzesthe agapeetee mou Lilian. Tooi onti eeto thespesia ee korasis! Me ekane na thumeethoo ta neiata mou, hotan hupeerksa xipees. Ta deonta teei mamai sas, despoinis Amalia.

kai outoo katheksees, kai outo ka8exis, kai outw ka8ekshs, ετσέτερα ετσέτερα...

  1. (Στο φόρουμ του Αθηνοράματος, ανάρτηση γκρηκλιστί ενός κριτικού με αυξημένο δείκτη σλανγκικής ευφυίας, για την ταινία «Daisy» του Wai-Keung Lai):

Daisy is a cataplectic and catapeltic, detectivic, caramelodramatic, psychocathartic, hard-Koreatic, engangsteric, hyperrelativistic esoteric movie in an exoteric co-prototypic tensor product environment hyperfocusing on Jeon, a deadendstreeting artist, painting Heineken bottles in the port of Amsteldamned-if you do, Zaglodvan damned if you dont you forget about me, kikiriki kee, o protokotos to kikirikoy ekbaleto. [...] Protoclassatic acting, zoopanegyris of the senses, philosophistication of Aegina, [...]ο σχιζοφρενής Κορεάτης μες στην οθόνη, όλος ο Κορεάτικος κινηματογράφος έχει βγει από εκπομπή της καραμουζοπάνια, αλλά προ Χαρδακαρβέλα, Χαράδρα, Καραβέλα,ας Χαρδαβελάξουμε Μά-αύ-ρηηηη, Μαύροι με βρακοπαντέλονα απ' τα πάνω Πετράλωνα. Θέλω να πώ, ο έγκριτος σκηνοθέτης Αντριου Καταφερτζαφέρης Λάου κάνει μπέ-ε-ε-ε και ξέρει τι κάνει ή κουτουλάχιστον έτσι φαντάζομαι.

Αντίθετο: engreek.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-απάντηση σε ενθουσιώδεις προτάσεις που μας βρίσκουν αδιάφορους. Κάνει χρήση της βρετανικής τεχνικής της συσσώρευσης (buildup) και της κατάρρευσης (collapse) των συναισθημάτων του ακροατή, ο οποίος από το πρώτο μισό προκαταλαμβάνεται για την ντεμέκ θετική μας στάση και στο δεύτερο μισό τσιμπάει το άκυρό του.

Σ.σ.: Ράντομ σάιενς, μην τα πάρετε τοις μετρητοίς...

- Λοιπόν, πολύ χαίρομαι που βγήκαμε τελικά για έναν φρέντο.
- Κι εμείς Χαρίλαε, κι εμείς! Έτσι αγάπη μου;
- Ναι, ναι...
- Κι όποτε θέλετε και μπορείτε να πάμε στην Πανεπιστημίου, στην Λυρική, που έχει φέτος κάτι παραστάσεις σούπερ!
- Α, τι καλά! Τι λες μωρό μου;
- Να μαζευτούμε να πάτε αγάπη μου...

Mel Brooks, Blazing Saddles, 1974. Το απόσπασμα αφορά τα σχόλια. (από patsis, 25/04/11)

Δες και κάποιος περισσεύεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απολεξικοποιημένα ρήματα με ευρύτατη χρήση στη σλανγκ και γενικότερα στον οικείο, ανεπίσημο λόγο.

Απολεξικοποιημένα ρήματα είναι εκείνα που, μαζί με ένα ουσιαστικό, αντικαθιστούν το μονολεκτικό ρήμα που αντιστοιχεί στο ουσιαστικό. Π.χ. αν αντί να σας ενημερώσω πούμε να σας κάνω μια ενημέρωση, το κάνω είναι απολεξικοποιημένο ρήμα: δεν έχει λεξική έννοια που να προσθέτει κάτι στην έννοια του ουσιαστικού, φέρει μόνο γραμματικές πληροφορίες (πρόσωπο, αριθμό, χρόνο, διάθεση).*

Τα ρήματα ρίχνω, τρώω και πέφτω, ως απολεξικοποιημένα, χρησιμοποιούνται ως εξής:

-ρίχνω + αντικείμενο: εκφράζει μία πράξη από τη σκοπιά εκείνου που την πράττει (ενεργητική διάθεση), π.χ. ρίχνω ξύλο [σε κάποιον] = δέρνω [κάποιον].

-τρώω + αντικείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, από τη σκοπιά εκείνου που τη δέχεται (παθητική διάθεση), π.χ. τρώω ξύλο [από κάποιον] = [κάποιος] με δέρνει.

-πέφτω, με υποκείμενο τη λέξη που στις δύο προηγούμενες συντάξεις ήταν υποκείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, με μία σκόπιμη αοριστία τόσο ως προς τον δρώντα όσο και ως προς τον δέκτη, π.χ. πέφτει ξύλο = κάποιοι δέρνουν κάποιους, δε μας αφορά, πάμε πιο πέρα καλύτερα.

Το αντικείμενο του ρίχνω και του τρώω και το υποκείμενο του πέφτω εκφέρονται συνήθως με κάποια αοριστία ως προς την ποσότητα: αν μεν πρόκειται για μη μετρήσιμο ουσιαστικό, όπως το ξύλο, εκφέρεται χωρίς άρθρο ή μαζί με δείκτες όπως πολύ, λίγο. Αν είναι μετρήσιμο, τότε εκφέρεται στον μεν ενικό με αόριστο άρθρο (π.χ. ρίχνω έναν πούτσο) ή με την αόριστη αντωνυμία κανένας, (π.χ. θα ρίξω καμιά Χριστοπαναγία), στον δε πληθυντικό με άλλες αόριστες αντωνυμίες όπως κάτι, τίποτα (π.χ. φάγαμε κάτι κολλήματα) ή ασυνόδευτο (π.χ. ρίχνω ύπνους).

Υπάρχουν και εξαιρέσεις, π.χ. του 'ριξα δυο σκαμπίλια, αλλά σε γενικές γραμμές ένας κάποιος βαθμός αοριστίας αποτελεί επιδίωξη.

*Πηγή: Μπάμπης.

ρίχνω ξύλο - τρώω ξύλο - πέφτει ξύλο
ρίχνω ένα κατούρημα ρίχνω μάσες - πέφτουν μάσες
ρίχνω ένα βρισίδι - τρώω ένα βρισίδι - πέφτει βρισίδι
ρίχνω ύπνους - έπεσαν (κάτι) ύπνοι
τρώω ήττα
τρώω φλασιά
τρώω φρίκη
τρώω πακέτο
τρώω σούπα / χύμα / σαβούρδα / γλίστρα
ρίχνω ένα καβγά - έπεσε ένας καβγάς
ρίχνω χυλόπιτα / τρώω χυλόπιτα / έπεσε [η] χυλόπιτα
ρίχνω ένα σάλτο
έπεσε ένα τηλεφώνημα
ρίχνω διάβασμα / πέφτει διάβασμα
ρίχνω δουλειά / πέφτει δουλειά
ρίχνω ένα συγύρισμα / ξεσκόνισμα / σφουγγάρισμα
ρίχνω έναν πήδουλο / έπεσε ο σχετικός πήδουλος
ρίχνω έναν πούτσο / τρως έναν πούτσο (εσύ, εγώ ποτέ!) / πέφτει ένας πούτσος
ρίξαμε κάτι χορούς / έπεσαν κάτι χοροί
ρίχνω μια πενιά / έπεσαν κάτι πενιές (δηλαδή παίχτηκε και λίγη μουσική)
έφαγα 5Φ / μου 'ριξε 5Φ / θα πέσουν πολλά Φ (5Φ = πέντε μέρες φυλακή, στο στρατό)
ρίχνω πρόστιμο / τρώω πρόστιμο / πέφτουν πρόστιμα

...και πλείστα όσα άλλα.

Άλλα απολεξικοποιημένα της αργκό: πατάω, πετάω, τραβάω, χτυπάω, χώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγονταν τα παραπαίδια στα μαγαζιά χασάπικα, μανάβικα κ.α.

Τα παιδάκια λοιπόν αυτά ετών από 12 έως 20 είχαν εκτός από το σκούπισμα και το κουβάλημα από την αποθήκη στο μαγαζί εμπορευμάτων, και την αποστολή των αγαθών στα σπίτια των πελατών.

Και εδώ παίζει το παίγνιον τότε που ο αέρας ήτο καθαρός και ο έρωτας βρώμικος. Τα παιδάκια αυτά τα χρησιμοποιούσαν οι πελάτισσες (εκτός από την μεταφορά των εμπορευμάτων) για ικανοποίηση των σεξουαλικών ορέξεων τους με το ανάλογο χαρτζιλικάκι. Στα πεταχτά και γρήγορα γινόταν η δουλειά και με τα στραβά μάτια και την ανοχή του μαγαζάτορα, διότι και ο πιτσιρικάς ήταν σε ηλικία εφήβου και έπρεπε να αδειάζουν οι αδένες του τακτικά αλλά και οι κυρίες ήταν τακτικότερες πελάτισσες στο μαγαζί του.

- Έλα Ματίνα μου πάρε τηλέφωνο τον κυρ Τάσο το χασάπη και πέσ’ του να σου στείλει δυο κιλά αρνάκι.

- Έλα μωρή είναι καλό το χασαπάκι; πιο καλό από το μαναβάκι ;

- Πάρε Ματίνα μου πάρε που σου λεω 17 χρόνων μπουμπουκάκι σου λεω πάρε τηλέφωνο...

(από dryhammer, 27/05/14)(από Khan, 27/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο από το αντιλαμβάνομαι και το αντιλαβού της προσευχής (αντιλαβού, σώσον και διαφύλαξον...). Βέβαια και το αντιλαβού της προσευχής από το ίδιο ρήμα είναι, αλλά μάλλον ο παλιός κουτσαβάκης δεν το ήξερε. Παρά ταύτα, ο παλιός κουτσαβάκης είχε μια τάση να αντλεί από τη λόγια γλώσσα υλικό για την αργκό του, συνήθως με κάποιες παραφθορές είτε στη γραμματική (π.χ. Ρε δεν έχεις μύτη; Δεν αντιλήβεσαι;) είτε στη σύνταξη και τη σημασία (π.χ. το οποίον, βλ. παρακάτω).

Συνήθως λέγεται με σκοπό να λήξει η συζήτηση και να έχει πει αυτός που το λέει την τελευταία κουβέντα.

Παλιό μάγκικο.

-Το οποίον, μανδάμ, ο Νώντας είναι κύριος και τέτοιες δουλειές δεν κάνει. Αντιλαβού;

-Ναι Νώντα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση των Ημισκουμπρίωνε, ήπερ εστί μεθερμηνευομένη «η ενόχληση του αυτιού». Σχηματίζεται κατά τον εξής σλανγκικό μηχανισμό. Σύμφωνα με γνωστό σλανγκικό γραμματικό νόμο, τα θηλυκά ουσιαστικά σε -ηση και -ιση, σλανγκίζονται με το να αντικατασταθεί η κατάληξή τους από , λ.χ. ενόχληση- ενόχλα, καταχώριση- καταχώρα, ηχογράφηση- ηχογράφα κ.ο.κ.

Εν συνεχεία, υπάρχει το φαινόμενο του υπεραστισμού, όπου η σλανγκ λαμβάνει μορφές ή λεξιλογικούς τύπους από την καθαρεύουσα ή και αρχαΐζουσα, μόνο που σε (μάλλον ειρωνικώς) λανθασμένη μορφή. Κάτι ανάλογο δηλαδή με την πρακτική ανορθογραφιστών καθαρευουσιάνων ευπατρίδων, όπως ο καθ' ημάς Γεώργιος Ζάκκης. Εν προκειμένω, για το αυτί λαμβάνεται η αρχαία λέξη οὖς. Μόνο που η Γενική του είναι τοῦ ὠτός, το οποίο τα Ημίζ το μετατρέπουν κατά ένα αμάλγαμα με Δημοτική σε του ωτού, προκειμένου να κάνει και τιραμισουρεαλιστική ομοιοκαταληξία με την στάση του λωτού, στην οποία επιδίδεται ο δημόσιος υπάλληλος. Χαίρομαι γιατί είχα ήδη λημματογραφήσει τους δύο σλανγκικούς μηχανισμούς, με τους οποίους τα Ημίζ σχηματίζουν την φράση, για να ευλογήσω και τις δαγκάνες μου.

Νόημα: Η ενόχλα του ωτού, είναι η ηχορύπανση, η ενόχληση του αυτιού, και κατ' επέκταση ο φορτικός άνθρωπος, ο σπασαρχίδης, ο σπασοκλαμπάνιας. Ιδίως άμα βαριόμαστε την ζωή μας, όπως οι υπάλληλοι του Δημοσίου και επιδιδόμαστε στην στάση του λωτού.

Λέγεται αυτή η έκφραση εκτός Ημίζ συμφραζομένωνε; Ένα πρόχειρο γούγλισμα έδειξε ότι υπάρχει μόνο εντός του Ημίζ διστίχου, καθώς και στο Δ.Π. του slang.gr, όπου την κατεχώρισε ο Bubis, και όθεν την ανέσυραν τα γονίδια του Dirty, που έχουν παραμείνει στο Craborg μου...

Δημόσιο Forevah, απόσπασμα:

Έχει ημιαργία; Φτου σου ρε γαμώτο
Κι έχω να συμπληρώσω και το καινούριο ΛΟΤΤΟ
Τέλος πάντων, φέρτε το βιβλιάριο
Έχετε καμία σχέση με τη Σάσα Ντάριο;

Με τη Ροζίτα Σώκου; Το Γιώργο Κατσαρό;
Όχι; Πάει η ευκαιρία! Φύγετε από δω
Τι θέλετε και είστε η ενόχλα του ωτού;
Δεν βλέπετε ότι πράττω τη στάση του λωτού;

Όλο το άσμα εδώ.

(από Khan, 26/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική, μη δόκιμη σύνταξη.

Αρθρώνεται με δύο τρόπους:

  • Συνηθέστερα, με την προσθήκη ενός επιθετικού προσδιορισμού: Επιθέτου: - Είσαι και πολύ κωλόφαρδος! Επιθετικοποιημένου ουσιαστικού: - Είμαι και πολύ άντρας ρε παιδάκι μου!
  • Δευτερευόντως, με την προσθήκη ενός ουσιαστικού, μάλλον ουδέτερου γένους, μάλλον μη μετρήσιμου: - Αν βρεθούν ο πρώην και ο νυν θα πέσει και πολύ ξύλο! - Κιβωτός των Γεύσεων αδερφέ, στην Ροτόντα. Και πολύ μάσα... - Καλά που με τράβηξε η αδερφή μου στο πάρτυ. Μιλάμε, και πολύ πανικός. (σ.σ. ίσως δύσχρηστο)

Ο σύνδεσμος «και» στην περίπτωση αυτή λειτουργεί επιτατικά, ιδίως για αρνητικούς χαρακτηρισμούς. Για θετικούς χαρακτηρισμούς, υπάρχει μερικές φορές μια υφέρπουσα ειρωνεία:
- Είσαι σαράντα χρονών και σε ταΐζουν οι γονείς σου; Είσαι και πολύ ξύπνιος...

Η γλωσσική αυτή δομή ενδέχεται να σχηματίστηκε από την απομόνωση του τελικού μας χαρακτηρισμού για ένα πρόσωπο, κατάσταση, αντικείμενο κλπ, όταν παραθέτουμε περισσότερους από έναν χαρακτηρισμούς. Για παράδειγμα:
- Ωραίο φίλο έχεις! Τσιγκούνης, κλαψιάρης... και πολύ μαλάκας γενικά.
Για να δώσουμε έμφαση στο ένα χαρακτηριστικό που θεωρούμε καθοριστικό και για να συντομεύουμε, το παράδειγμα γίνεται:
- Ωραίο φίλο έχεις! Και πολύ μαλάκας!

Να σημειωθεί ότι η πρόταση, εντός της οποίας χρησιμοποιείται, πρέπει να είναι θετική και όχι αποφατική, διότι διαφορετικά η αναλυόμενη σύνταξη δεν είναι [I]και πολύ[/i] αδόκιμη.

Όπως ίσως φάνηκε από τα παραδείγματα, η σύνταξη είναι στο στοιχείο της και ολοκληρώνει καλύτερα το γλωσσικό της πεπρωμένο όταν ακολουθείται από την λέξη μαλάκας.

Πρβλ. άλλες ιδιόμορφες χρήσεις του «και»: και γαμώ, και καλά.

Παραδείγματα εντός του ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published