Selected tags

Κυριολεκτικά το ματσούκι είναι το μακρύ και χοντρό ραβδί. Η προέλευση της λέξης είναι ιταλική [ιταλ. mazzoca]. Μεταφορικά, η λέξη σημαίνει ξυλοδαρμός. Συνώνυμη λέξη είναι το μπερντάχι. Ως ρήμα χρησιμοποιείται το γνωστό ματσουκώνω. Βλ. επίσης κρεατομάτσουκο.

  1. Άρθρο του Ριζοσπάστη: Το ματσούκι κι ο μικρός Ματσούκα
    Είχα καιρό να πάω σινεμά. Κι είδα τη χιλιάνικη ταινία «Ματσούκα». Οσοι προλάβετε, σύντροφοι, να τη δείτε γιατί βέβαια δε φιλοξενείται και στα σινεμά-πολυκαταστήματα. Θα θυμηθείτε. Το πραξικόπημα στη Χιλή το '73 μέσα από μια υπέροχη παιδική φιλία δυο ταξικά αντίπαλων εφήβων που ξεπερνούν τη φρίκη της θηλιάς που σφίγγει τη ζωή και τη σχέση τους. Θα πονέσετε με την αφύσικη βιαιότητα γεγονότων και αισθημάτων, αλλά θα αποκρυπτογραφήσετε και το σημερινό νεοταξίτικο «πολιτισμό» της κατανάλωσης και του τρόμου που σκιάζει τα όνειρα των νέων και αλλοτριώνει τους λίγο μεγαλύτερους για να μας τους φέρει κατάμουτρα, εδώ και τώρα, σήμερα. Είναι η ...άρχουσα τάξη.

  2. Σχόλιο αναγνώστη του Ριζοσπάστη: «Θα τους πάρω με το ματσούκι
    Η μαρτυρία ανήκει σε 70χρονο συνταξιούχο, που τηλεφώνησε αγανακτισμένος στην εφημερίδα μας: «Ο γιατρός του ΙΚΑ έδωσε παραπεμπτικό στη γυναίκα μου να κάνει ακτινογραφία για οστεοπόρωση. Και επειδή το ΙΚΑ δεν έχει τέτοιο μηχάνημα, πήγε σε ένα συμβεβλημένο ιδιωτικό εργαστήριο χτες, όπου της κλείσανε ραντεβού για τον Οκτώβρη! Τι να κάνω, θα πάω σε άλλο εργαστήριο και θα τα πληρώσω. Αλλά μην τολμήσουν και περάσουν από δω για να ζητήσουν την ψήφο μου, θα τους πάρω με το ματσούκι». Η μαρτυρία αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα των πολύμορφων συνεπειών της πολιτικής εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της Υγείας, που προώθησαν και προωθούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Οσο για το «ματσούκι», μάλλον είναι η πλέον ενδεδειγμένη απάντηση στους πολιτευτές που στηρίζουν και προωθούν την αντιλαϊκή πολιτική του δικομματισμού και την άλλη ώρα βγαίνουν για να ζητήσουν την ψήφο του λαού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το επίθετο οριζόντιος, ήτοι αυτός που είναι ευθύς.

Περισσότερο χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια οριζόντια, ξαπλωτή κυρίως, φάση.
Ρήμα που χρησιμοποιείται τόσο στην ενεργητική, όσο και στην παθητική φωνή, διαφοροποιώντας την σημασία αντίστοιχα:

  1. Οριζοντιώνω κάποιον / α, κάτι κ.τ.λ. = τον / την φέρνω σε οριζόντια θέση, κυρίως μετά από απότομη μετάβαση (κοινώς για να δηλώσει είτε ευθεία απειλή, είτε τετελεσμένη πράξη συντριπτικής βίας και ποδοπατήματος).

  2. Οριζοντιώνομαι = φέρω εαυτόν σε οριζόντια θέση, κυρίως με σκοπό την ανάπαυση.

  1. - Φίλε, κάτσε ήσυχα μη σε οριζοντιώσω...

  2. - Πώπω, ερείπιο είμαι... Κάτσε να οριζοντιωθώ κανενα τρίωρο μηπως και πάρω τα ίσα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτύπημα στα καπούλια.

phgorapizzzmata legontai aytes oi fapes
Ο χρήστης EktoRRR λέει:
pouli diegertikes
Ο χρήστης EktoRRR λέει:
ki otan o kwlos exei psaxno
Ο χρήστης EktoRRR λέει:
palletai

Του Λουί Μαλτέστ, σηκωμένο από την αγγλική Γουικιπίντια. (από vikar, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμπτυξη των λέξεων σκαμπίλι και equalizer.

Το equalizer ως γνωστόν έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα με τον ποιητή να εννοεί πως με τα επαναλαμβανόμενα σκαμπίλια μπορείς να ρυθμίσεις κάποιες καταστάσεις

λεζάντα video

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλωτσιά με μίσος στην ξυλοδαρτική.

Και εκεί που λές ότι τον έχει ο άλλος τον πετάει κάτω και του σεντράρει το κεφάλι με τα όσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός στην ανωτάτη ξυλοδαρτική ο οποίος μας δέιχνει το υπερβολικό ξύλο που μάζεψε κάποιος εξού και η λέξη τσάντα!

Του έπρηζε τα παπάρια. Ε είναι και δύο μέτρα γορίλας ο άλλος τον έκανε τσάντα τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο σέξι πυγμάχος. Ντουπ είναι το ξύλο, πατάτα είναι η γροθιά (και αντιστρόφως μπουνιά η πατάτα), επειδή θεωρείται με λίγη καλιαρντοφαντασία ότι μοιάζουν. Ντουποπατατότεκνο είναι επομένως ο πυγμάχος που είναι τεκνό.

Αβέλω και ντέζι για ένα ντουποπατατότεκνο τζασλό! Είμαι ντεζοντουπού;

Orlando Cruz, το πλέον περήφανο ντουποπατατότεκνο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο μαζοχιστής, ο μαζόχας. Προέρχεται από το ντέζι (εκ του γαλλικού désirer= επιθυμώ, ποθώ) και από το ντουπ που σημαίνει το ξύλο (ηχομιμητικό). Δηλαδή αυτός ή αυτή που ποθεί να τρώει ξύλο.

Όντις ήπαγε στο Αδελφοχώρι, με ντεζολαχτάρες και ντεζοντουπούδες αβέλει ντουπ τα πλήκτρα. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταβατικό, βουτάω κάποιον. Τον πιάνω, τον τσιμπάω, και του ρίχνω ξύλο, αλλά μάλλον ελαφρύ.

Για την απλή έννοια του πιάνω κάποιον βίαια, βλέπε το παράδειγμα εδώ:

Προπονητής «βούτηξε» από το λαιμό αντίπαλο παίκτη στην Αγγλία

όπου ο συντάκτης για κάποιο λόγο το θεωρεί αρκετά αδόκιμο ώστε να δικαιολογεί εισαγωγικά.

Χρησιμοποιούμενο μ' αυτήν την έννοια, συνήθως συμπληρώνεται με κάποιο απ' τα απ' τον γιακά, απ' το λαιμό, απ' τα μαλλιά, τα οποία νομίζω εξαντλούν την χρήση του βουτάω κατ' αυτόν τον τρόπο.

Στη Λευκάδα το θυμάμαι να παίζει απόλυτο, βουτάω κάποιον, χωρίς παρεταίρω προσδιορισμό, δηλώνων την πρόθεση να πέσει και καμιά ψιλή. Μάλλον παιδική-εφηβική χρήση, συχνά ως απειλή.

  1. Θα σε β'τήξω, ε;
  2. Ναι, λέγε τ' τέτοια και σε β'τήξ' και μετά 'α κλαις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μανούρα, εκτός των άλλων, είναι ειδική περίπτωση καβγά. Συγκεκριμένα, πρόκειται για καβγά που περιορίζεται σε αψιμαχίες, σε "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις"*, άντε και σε κανένα "κρατάτε με και θα τονε δείρω", και σε πολύ ακραία κατάσταση μανούρας κάνα σπρώξιμο ή καμιά ψιλή.

Για όσους αντιλαμβάνονται την κατάσταση, είναι πρόδηλη η διάθεση των εμπλεκομένων να μην πλακωθούν στα σοβαρά, αλλά απλά να δείξουν ότι θα μπορούσαν να το κάνουν. Βεβαίως, τίποτα δεν προδικάζει ότι η μανούρα θα παραμείνει μανούρα και δεν θα εξελιχθεί σε καβγά, αλλά αναλόγως με τις συνθήκες και τις περιστάσεις μπορεί κανείς να μανουριαστεί αρκετά ακραία όντας σίγουρος ότι κανείς (και κυρίως ο ίδιος) δεν θα περάσει τη νύχτα είτε σε κάνα νοσοκομείο είτε σε κάνα κρατητήριο.

Κατά συνέπεια το να μανουριαστεί κανείς με πορτιέρη είναι σπάνιο, γιατί ο πορτιέρης έχει την πρωτοβουλία του ξύλου στο 99,99% των περιπτώσεων, ενώ η μανούρα προϋποθέτει υπόδηλη συμφωνία των εμπλεκομένων να μην πέσει ξύλο, ή τουλάστιχον σοβαρό ξύλο.

Αποτέλεσμα, συνήθως φεύγουν και οι δύο πλευρές ευχαριστημένες, φεύγει ευχαριστημένος και ο ενδεχόμενος ειρηνοποιός που μπήκε στη μέση και παράστησε ότι τους χωρίζει, και καθώς είθισται μπορεί να έφαγε και καμιάν αδέσποτη.

Οι μανούρες ξεκινάνε κυρίως δι αφορμήν ασήμαντον, και γι αυτό δεν εξελίσσονται και σε καβγάδες, και αρκετά συχνά επειδή ένας απ' τους δύο ψάχνεται για μανούρα, ίσως λόγω χαρακτήρα, λόγω αλκοόλ ή για εκτόνωση.

Ρηματικές μορφές: μανουριάζω, μανουριάζομαι.

  1. - Πάλι πίνει ο Μπάμπης, και πάλι θ' αρχίσει να μανουριάζεται δεξιά κι αριστερά. Απορώ πώς δεν έχει πέσει ακόμα σε κάναν που δε σηκώνει τέτοιες μαλακίες να τις μαζέψει να ησυχάσει.

  2. - Πωπω, μαλάκα τσέκαρε, χαμός γίνεται. Λες να πέσει κάνα ξύλο;
    - Μπα, θα παίξει λίγο μανούρα έτσι για τη φάση και μετά θα τους χωρίσουν. Κλάιν. Πιες την ποτάρα σου.

*Οι φράσεις "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις" αναπαριστούν τις απειλές που εκτοξεύονται εκατέρωθεν. Σε συμφραζόμενα περιγραφής βρισίματος στα όρια καβγά οι παραπάνω φράσεις είναι αρκετά τυπικές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified