Further tags

(Παλιά κλασική αργκό): Σκοπίμως κακοζυγισμένο ζάρι στο μπαρμπούτι.

Οι απατεώνες μπαρμπουτιέρηδες του δρόμου, (διότι στις επώνυμες μπαρμπουτιέρες επικρατούσαν δρακόντεια μέτρα), είτε σκάλιζαν τις γωνίες, είτε έσκαβαν ανεπαίσθητα τα κόκκαλα (ζάρια/πεσσοί) και έχυναν μέσα υδράργυρο, προκειμένου να φέρνουν τον επιθυμητό αριθμό με κατάλληλο πέταγμα και να ξαφρίσουν το κορόιδο, που έψαχνε να ξεχαρμανιάσει το αλκολίκι του σε αλάνες, δρόμους, στρατώνες, τεκέδες, φυλακές κτλ.

Στις πρόχειρες μπαρμπουτιέρες, στρώνανε μια κουβέρτα χάμω και παίζανε. Ο καθένας με την τρέλα του: Άλλος για γούρι έμενε με το σώβρακο, άλλος έπιανε τ' αρχίδια του πρίν να ρίξει, άλλος έφτυνε τρείς φορές κτλ. Οι καβγάδες, δε λείπανε είτε λόγω ανέντιμου παιξίματος είτε λόγω δεισιδαιμονίας (βλ. «Νύχτες στο Χάρλεμ»).

Στις μόνιμες μπαρμπουτιέρες, όπου λεσχιάρχης ήταν συνήθως ένας σερέτης πρώην τσιρίμπασης και δε σήκωνε ματσαράγκες, παίζανε παιχνίδι σπαθί όπως λέγανε προκειμένου για ζάρια και χαρτιά. Τα' χασες; Με γειά σου με χαρά σου. Τα πήρες; Καλοφάγωτα (εδώ θα τα ξαναφέρεις)... Βλ. Εμμονή στην καθαρότητα του παιχνιδιού στο «Casino» με τον Ντενίρο (δηλ. σου λέει: Αφού έχω σταθερό σημείο αναφοράς το μαγαζί που στα τρώω νόμιμα και όπου θα ξανάρθεις και θα μου τ' ακουμπήσεις, γιατί να διακινδυνεύσω να στήσω κομπίνα;).

Μια δόση, μεταπολεμικά, βάλθηκε το ελληνικό Κράτος να κυνηγήσει δήθεν το τζόγο μαζί με τα ναρκωτικά και την πορνεία και συστήθηκε το λεγόμενο «μικτό» (δίωξη ηθών-λεσχών-ναρκωτικών). Το κρυφό παιχνίδι, χωρίς καμία προστασία από το νόμο και δίχως εχέγγυα καθαρότητας, άφησε τους τζογαδόρους στα νύχια των κερδοσκόπων: Ανέβηκαν τα στοιχήματα και οι γκανιότες στα ύψη, λόγω των εγκληματικών «ασφαλίστρων» εκ του κινδύνου συλλήψεως, καθένας έκλεβε τον άλλονε και καταστράφηκαν περιουσίες.

Όλοι οι τζογαδόροι χάνουν πάντα την περιουσία τους στα χαρτιά - ζάρια - ρουλέτα - αλόγατα κ.λπ. και το παράδοξο είναι, ότι κανείς δεν την κερδίζει (!) Έχει ακουστεί ποτέ κανείς να λέει «αυτός κέρδισε μια περιουσία στα χαρτιά»;

Σχετικά ρεμπέτικα:
«...έλα βρέ Μανωλάκη να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα, να τους τα πάρουμε...» (Παλιό Σμυρναίικο: Μανώλης), «...ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι...» (Γ. Κατσαρός: Χτές το βράδυ στου Καρίπη) κ.α.

Συνώνυμα: (Κωλο)πειραγμένο, λιμαρισμένο, κολλημένο, τσιμπημένο, κούφιο ζάρι, καραγκιοζάκι κ.α. Βλ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα!

Σημειωτέον ότι στα τούρκικα zar σημαίνει κωλοφαρδία, ενώ η γκέλα (=άσχημο ζάρι) είναι ναπολιτάνικο (iela=γρουσουζιά).

- Φίλε, απ' το σπίτι σου τα' φερες τα ζάρια; Τέταρτη φορά φέρνεις εξάρες, τί θα γίνει;
- Έλαχε...
- Αυτά αλλού! Το ζάρι είναι γεμάτο! Σάλτα φέρε καινούρια ζάρια, γιατί θα στεναχωρεθούμε 'δώ μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή την κακομεταχείριση ή χωρίς φροντίδα / συντήρηση ή όλα μαζί.

Καλά, μιλάμε το μηχανάκι το 'χω λιώσει και δε βγάζει άχνα, ούτε συνεργεία ούτε τίποτα. Σκυλί μαύρο σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοαγγλική εκδοχή του κλάσε μου τα αρχίδια, δηλαδή χέσε με, παράτα με, σάλτα και γαμήσου.

Πρόκειται για κλασική έκφραση, άκουσμα τουλάστιχον από τα σέβεντηζ.

- Κλας μάι πουτς, ρε φρεντ. Τόσες ώρες κάθεσαι και «σερφάρεις στο net», κάνε τον κόπο να ψάξεις λιγάκι για κανένα ενδιαφέρον πράγμα.
(δαμαί)

- Σπυρετο κλας μαι πουτς...
- Ποιός τον έχασε και τον βρήκες; :o
- να το χοντρυνω δεν μπορω γιατι ειμαι συντονιστης... (τζιαμαί)

- Κλας μάι πουτς ρε μπουνταλά κουραδόμαζα. Άντε μην ξυπνήσεις κάποια μέρα χωρίς αυτιά...
(τζιαχαμαί)

(από Vrastaman, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.

  1. Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.

  2. Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακαρονάδα. Λέγεται έτσι επειδή μπορεί να παρασκευαστεί με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς να απαιτούνται μαγειρικές γνώσεις. Αυτή η ευκολία εξυπηρετεί τις πουτάνες, λέει, οι οποίες, εκτός από πολυάσχολες, είναι, στη μαγειρική τουλάχιστον, ανεπρόκοπες και ακαμάτρες, όπως θα έλεγε και η Μαλβίνα.

Η μακαρονάδα ως «μακαρονάδα» είναι πολύ νόστιμο αλλά «παιδικό» (κι ως ωσεκτουτού αντισέξ) φαγητό κι ας είναι το φαγητό της πουτάνας -είναι μάλλον η αντισέξ πλευρά της). Μπορεί όμως να καταστεί πολύ δήθεν και γκουρμέ αν την περιποιθούμε (τη μακαρονάδα) αναλόγως και βάλουμε μέσα κάτι άλλο εκτός από τυρί, ντομάτα ή κιμά.

- Α ρε τυχερέ, έχεις και τη Λίτσα να σου μαγειρεύει, τι να πουν οι καημένοι οι φίλοι σου τα μπακούρια... Μη μιλάς καθόλου.
- Ναι καλά, το φαγητό της πουτάνας τρώω κάθε μέρα ο μίζερος. Μακαρόνια, μακαρόνια, μακαρόνια, έχω γαμηθεί στο ζυμαρικό.
- Τουλάχιστον γαμείς και τίποτα;
- Ε, που λέει ο λόγος.
- Μεγάλε, μάλλον έχει πιάσει γκόμενο και σε ξεπετάει.
- Α την πουτάνα, λές;

... puttanesca ... (από Vrastaman, 15/11/08)... ωσαύτως puttanesca ... (από poniroskylo, 15/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γρηγορόσημο είναι μορφή λαδώματος που καταβάλει ο πολίτης σε μεσάζοντα (κυρίως του δημοσίου) για να τακτοποιηθεί κάποια γραφειοκρατική του υπόθεση στο χρόνο που φυσιολογικά θα έπρεπε να τακτοποιηθεί εάν η Ελλάδα δεν ήταν μια τεράστια σφηκοφωλιά από διεφθαρμένους καρεκλοκένταυρους και εκβιαστές χωρίς τσίπα και ενδοιασμούς.

Πόσο πάει;

Τα Δημόσια Νοσοκομεία (χρυσό μετάλλιο) χρεώνουν €40 έως €5.000.

Οι γιατροί χρησιμοποιούν χίλιους δύο ευφημισμούς για το γρηγορόσημο, όπως «αμοιβή για το συμβούλιο». Η ζήτηση για ιατρικές υπηρεσίες (ειδικά όταν κινδυνεύουν ζωές) είναι ιδιαίτερα ανελαστική, με συνέπεια οι στερούμενοι ηθικών αναστολών γιατροί να ξεζουμίζουν τον ανθρώπινο πόνο στο έπακρο.

Οι Πολεοδομίες (αργυρούν μετάλλιο) χρεώνουν €50 έως €13.000.

Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί στην Ελλάδα συναντάει κανείς τα ειδεχθέστερα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά εξαμβλώματα της οικουμένης; Μην αναρωτιέστε πια!

Οι Εφορίες (χάλκινο μετάλλιο) χρεώνουν €20 έως €20.000. Για φορολογικό έλεγχο εταιριών, πραγματοποιείται ad hoc παζάρι με βάση ποσοστό επί του τζίρου της εταιρίας.

Όσοι εφοριακοί είναι τίμιοι είναι νεοπροσληφθέντες ή βλάκες.

Το Υπουργείο Μεταφορών (ειδικό βραβείο για έλεγχο πληθυσμού μέσω χιλιάδων θανατηφόρων ατυχημάτων κάθε χρόνο) χρεώνει €30 έως €15.000.

Αξίζει να σταθούμε στο γεγονός ότι πάνω από 130.000 διπλώματα οδήγησης (το 1/3 του συνόλου!) χορηγούνται ετησίως σε άσχετους και επικίνδυνους για την δημόσια ασφάλεια οδηγούς-δολοφόνους με γρηγορόσημο. Η ταρίφα είναι €300 για ΙΧ και €1.000 για επαγγελματικά διπλώματα. Κάποιος τέλος μπορεί να περάσει από δημόσιο ΚΤΕΟ το σαφρακιασμένο και επικίνδυνο πουτσύλατο του προσκομίζοντας €150.

Δήμοι, Υπουργείο Υγείας, ΙΚΑ, Νομαρχίες, ΔΕΗ, Κτηματολόγιο, Τράπεζες, ΟΤΕ, Δασαρχεία και ΟΕΚ (επιλαχόντες χρεώνουν €20 έως €20.000

Όλοι έχουμε προσωπικές εμπειρίες με τα μπουμπούκια) αυτά!

Αξίζει να αναφερθούμε σε μια νέα κατηγορία μιζαδόρων, των παρακρατικών τσάτσων. Πρόκειται για εταιρίες συμβούλων με πολιτικό δόντι που υπεργολαβικά ελέγχουν ιδιωτικές επιχειρήσεις που έχουν επιδοτηθεί (πχ από το 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης) για λογαριασμό του δημοσίου (π.χ. του Υπουργείου Ανάπτυξης). Ουαί και αλίμονο σε όποια ιδιωτική εταιρία δεν καταβάλει σε αυτούς τους ξεφτίλες γρηγορόσημο. Ένας περιβόητος παρακρατικός τσάστος, ο οποίος επιδεικνύει το χρυσό του Rolex Daytona σαν γύφτικο σκερπάνι, είναι υπεύθυνος για το κλείσιμο μιας τέτοιας εταιρείας (και την απώλεια αρκετών θέσεων εργασίας) επειδή η υπό έλεγχο εταιρεία δεν δέχθηκε να του προσφέρει γρηγορόσημο...

Πως ξέρεις εάν πρέπει να τα χώσεις;

Τα «σήματα» ποικίλουν ανάλογα με τον χαρακτήρα και τον βαθμό απληστίας του αποδέκτη. Συνήθως, η κουβέντα ξεκινάει ακροθιγώς με διατυπώσεις όπως: «υπάρχουν κάποια προβληματάκια με την υπόθεσή σάς, αλλά κάτι μπορεί να καταφέρω, ίσως υπάρξουν και κάποια μικροέξοδα...». Άλλες φορές, ο αποδέκτης μπαίνει κατευθείαν στο ψητό: «για να διευθετηθεί η υπόθεσή σας θέλω €3.500«.

Στους πιο αναίσχυντους αποδέκτες γρηγορόσημων συγκαταλέγονται Στρατιωτικοί που εμπλέκονται σε δημόσιους διαγωνισμούς του Υπουργείου Αμύνης. Δεν διστάζουν να σε πρήζουν τηλεφωνικά το σαββατοκύριακο σπίτι σου για να μάθουν πότε και πού θα καταβληθεί το γρηγορόσημό τους...

Πηγές: “Διεθνής Διαφάνεια - Ελλάς”, προσωπικές εμπειρίες, .

Ο Υπουργός Οικονομικών, Αδάμ Ρεγκούζα (...) φέρεται να παρότρυνε τους τελωνιακούς να μειώσουν από μόνοι τους το «γρηγορόσημο» (ιστιοσελίδα του BBC)

Πολλές δημόσιες υπηρεσίες δυσκολεύουν το έργο των ΚΕΠ προκειμένου να μη χάσουν την απευθείας επαφή τους με τους πολίτες και κατ΄ επέκταση το γρηγορόσημο. Ασφαλιστικά Ταμεία, διευθύνσεις Μεταφορών, εισαγγελίες και δήμοι συγκαταλέγονται στις υπηρεσίες που με διάφορα τεχνάσματα και με την ανοχή της κυβέρνησης καθυστερούν τη διεκπεραίωση αιτημάτων από τα ΚΕΠ, πλήττοντας την αποτελεσματικότητά τους και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτά. (ιστιοσελίδα)

Η κορη μου πριν 3 μηνες το πηρε (άδεια οδήγησες) σε 15 μερες «χωρις γρηγοροσημο».Με ....γρηγοροσημο θα το επαιρνε σε 3-4 μερες... (από φορουμ)

Ξένος επενδυτής χαριτολογώντας ανέφερε ότι η πιο ολοκληρωμένη έκφανση της δημοκρατίας στη χώρα μας είναι η διαφθορά της δημόσιας διοίκησης, όπου όλοι, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, πρέπει να καταβάλουν το γρηγορόσημο -όπως εύστοχα περιέγραψε ο πρωθυπουργός κ. Σημίτης- αν θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους. Mπροστά στη διαφθορά είναι πραγματικά όλοι ίσοι! (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυθικό αυτό οστρακόδερμο φέρει δαγκάνες και συνουσιάζεται με σαύρες.

Οι επιστήμονες το ανεκάλυψαν την δεκαετία 90, μέσα από σειρά ανέκδοτων, και έκτοτε κυκλοφορεί σε πολλές εκδόσεις: καβουρογαμόσαυρος ο αμμώδης, ο χερσαίος, ο αποτρόπαιος, Αιτωλοακαρνάνας, κοκ.

Η έκφραση σήμερα χρησιμοποιείται για να περιγράψει γεύματα θαλασσινών με αμφίβολα συστατικά και φρεσκάδα, όπως κατ’ αναλογία η λέξη γκοτζίλα αναφέρεται σε ύποπτα κρεατικά.

Ιάπων σεφ: Σάς άρεσε το kani sashimi σεβαστέ κύριε Hino Takataka;

Hino Takataka: Με λίγο murasaki παραπάνω, ο καβουρογαμόσαυρός σας θα ήτο εξαίσιος!

(προσβεβλημένος, ο σενσέι σεφ εκτελεί σεπούκου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified