Είναι ο άνδρας που η γυναίκα του δουλεύει κι αυτός την έχει δει εισοδηματίας...
Δουλεύει 15 ώρες τη μέρα η Παναγιώτα και δεν της μένει φράγκο, γιατί της τα τρώει όλα ο χρυσοψώλης ο άνδρας της στο ΚΙΝΟ και στο στοίχημα...
Είναι ο άνδρας που η γυναίκα του δουλεύει κι αυτός την έχει δει εισοδηματίας...
Δουλεύει 15 ώρες τη μέρα η Παναγιώτα και δεν της μένει φράγκο, γιατί της τα τρώει όλα ο χρυσοψώλης ο άνδρας της στο ΚΙΝΟ και στο στοίχημα...
Δες και -ψώλης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν έχετε χημεία με κάποιον στα πάντα εκτός από το σεξ.
Από το βιβλίο: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008.
«Τι κρίμα που με τον Χρήστο έχουμε ανόργανη χημεία» αναστέναξε ο Πέτρος και έσβησε το τηλέφωνό του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αρχαίες φυλές, συγγενείς των Βησιγότθων και των Οστρογότθων αντίστοιχα, που αποσχίστηκαν από τις φυλές τους λόγω της αδιαφορίας τους για τα τσεκούρια και τους πολέμους και της παράφορης εμμονής τους για τα βυζιά και τους γοφούς (κώλους-μπούτια τα πάντα όλα) αντίστοιχα.
Έπειτα από την απόσχισή τους, καταλαβαίνετε ότι, λόγω της πολυγαμικότατης ζωής τους, αφιερώθηκαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη στο αχαλίνωτο πήδημα και σαν φυλή αναμίχθηκε και χάθηκε. Τα γονίδιά τους όμως τα κληρονομήσαμε όλοι και σώζονται μέχρι σήμερα.
Για αυτό και χαρακτηρίζουμε σήμερα σαν Οστρογόφο κάποιον που αδιαφορεί γενικά για το μπούστο και τρελαίνεται με τις απανταχού μπουτοκωλάρες και, ανάλογα, Βυζιγότθο αυτόν που ξεφεύγει με τη θέα των βυζιών και συνήθως δεν μπορεί να κοιτάξει ποτέ μια βυζαρού στα μάτια όταν του μιλάει.
- Τι θα έλεγες για μια ισπανική αγόραρέ μου;
- Μπα είμαι ξερός Οστρογόφος, οπότε σκύψε και αρχίζω τη λίπανση.
- Γεια τι κάνεις Μπάμπη;
- Εεε, γνωριζόμαστε;
- Ε, που να με θυμάσαι φατσικά, προχθές που μου μίλαγες για την ορειβασία μόνο τα βυζιά μου κοίταζες..
- Σόρρυ, αλλά μπέρδευα τα όρη!
Δες και κωλάκιας, βυζάκιας.
Got a better definition? Add it!
Εις το λεκτικό ιδίωμα των Ρόμα, κοινώς: αθίγγανων ή επί το προσβλητικότερον: γύφτοι, τουρκόγυφτοι κτλ η φράση του θρυλικού Λεονίδα ή Λεονάιντας παίρνει νέα τροπή ένεκα η προφορά! Τοιαύτη φράση αποτελεί ύμνο και ίσως τη μεγαλυτέραν των τιμών εις την επί πολλώ τιμώμενη φυλή των αθιγγάννων!
Γ. Καλαμπόρτζος: «Ρε συ μαχλέμπα, πάρε το ντατσούνι σου γκιατί ντε τα σε τρακάρω!»
Μ. Μαχλέμπας: «Εγκώ το ντατσούνι ντε τα το πάρω! Έτσι γκια να μάτεις! 'Ελα εντώ άμα είσαι άντρα! Ή ταν ή τα πιτάν!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνδυασμός των φράσεων πάρε τον πούλο (σήκω φύγε και άει γαμήσου) + πάρε δρόμο (φύγε ταχέως από μπροστά μου, εξαφανίσου). Η νέα φράση συνδυάζει πρακτικότατα τον επιτακτικό και επείγοντα χαρακτήρα με τη χαρά του σιχτιρίσματος.
- Αν ήρθες να μου πρήξεις το παπάρι για άλλη μια φορά με το μπούρου-μπούρου σου, καλύτερα να πάρεις πουλόδρομο!
Got a better definition? Add it!
Η άδεια που παίρνει μια εν λοχεία ούσα μητέρα, όπως όλοι ξέρουμε, λέγεται άδεια λοχείας.
Σε περιπτώσεις που αυτό επαναληφθεί σύντομα, η άδεια παρατείνεται επί το περίπου διπλάσιο, καθιστούσα την ευτυχή μητέρα απούσα από την εργασία της για χρόνια.
Η προσαύξηση αυτή μπορεί να συναχθεί ως προαγωγή από την λοχεία σε λοχία και έπειτα σε επιλοχεία.
- Καλά που είναι η Μαίρη την απέλυσαν;Έχω χρόνια να την δω στο γραφείο.
- Γέννησε στο καπάκι 2 μπέιμπια και το τράβηξε λίγο παραπάνω με την άδεια.
- Αχα άδεια επιλοχίας δηλαδή
Got a better definition? Add it!
Tο σπάσιμο της παρθενιάς από έφηβο, η πρώτη φορά που πηδάει.
Δανεισμένο από την τουρκική λέξη σεφτές που χρησιμοποιείται στο εμπόριο για να δηλώσει τον πρώτο πελάτη της ημέρας, το πρώτο νταραβέρι οικονομικής χροιάς.
- Αδερφέ χτες πήγα στα κορίτσια και με έκαναν άντρα και διάλεξα την Πάολα την κωλομπιάνα
- Μπράβο ρε συ καλό τσουτσού σεφτέ έκανες…
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...
- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....
βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.
Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.
Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.
Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;
Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο θλιβερά χοντρός τύπος, ο μαν που κατεβάζει μια Πίτσα Χατ για πλάκα (όταν λέμε Πίτσα Χατ, εννοούμε το μαγαζί ολόκληρο).
-Χαλάρωσε ρε Τάσο, 10 μπριζόλες μονοκοπανιά έχεις κατεβάσει από το πρωί, big smoke θα γίνεις!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!